Ορθόδοξες ανθοδέσμες - Greek Flowers of Orthodoxy 26

 



Ορθόδοξες ανθοδέσμες

Greek Flowers of Orthodoxy 26


ORTHODOX CHRISTIANITY – MULTILINGUAL ORTHODOXY – EASTERN ORTHODOX CHURCH – ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ – ​SIMBAHANG ORTODOKSO NG SILANGAN – 东正教在中国 – ORTODOXIA – 日本正教会 – ORTODOSSIA – อีสเทิร์นออร์ทอดอกซ์ – ORTHODOXIE – 동방 정교회 – PRAWOSŁAWIE – ORTHODOXE KERK -​​ නැගෙනහිර ඕර්තඩොක්ස් සභාව​ – ​СРЦЕ ПРАВОСЛАВНО – BISERICA ORTODOXĂ –​ ​GEREJA ORTODOKS – ORTODOKSI – ПРАВОСЛАВИЕ – ORTODOKSE KIRKE – CHÍNH THỐNG GIÁO ĐÔNG PHƯƠNG​ – ​EAGLAIS CHEARTCHREIDMHEACH​ – ​ ՈՒՂՂԱՓԱՌ ԵԿԵՂԵՑԻՆ​​ / Abel-Tasos Gkiouzelis - https://gkiouzelisabeltasos.blogspot.com - Email: gkiouz.abel@gmail.com - Feel free to email me...!

♫•(¯`v´¯) ¸.•*¨*
◦.(¯`:☼:´¯)
..✿.(.^.)•.¸¸.•`•.¸¸✿
✩¸ ¸.•¨ 


Αποσπάσματα από τα βιβλία του Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ





Γέροντας Σάββας Καψαλιώτης: «Ἕνα ἀπόγευμα βγήκαμε ἔξοδο στήν πόλι, κάπου πρός τό Λευκό Πύργο. Ἕνας στρατιώτης ἀπ᾽ τόν Πειραιά εἶδε ἕνα πορνεῖο καί μᾶς ἔλεγε νά πᾶμε. Ἐγώ τοῦ φώναζα· “Ὄχι”, ὅτι δέν γνωρίζουμε ἄν θά γυρίσουμε ζωντανοί ἀπ᾽ τόν πόλεμο..., οἱ ἄλλοι μ᾽ ἀκολούθησαν καί φύγαμε... αὐτός πῆγε καί ἁμάρτησε μέ τήν πόρνη. Πρωΐ τήν ἄλλη ἡμέρα ἕνα βλῆμα ἰταλικῆς βόμβας, πῶς ἔγινε... πέρασε ἀπ᾽ τό παράθυρο καί θανάτωσε αὐτόν πού χθές πῆγε στό πορνεῖο»(ΓΣ, 7).







<>







Γέροντας Σάββας Καψαλιώτης: «Μιά ἡμέρα μεταφέραμε πυρομαχικά καί τά πυροβόλα. Κοντά σ᾽ ἕνα χωριό, τρία παιδιά 10-15 ἐτῶν σκάλιζαν κουκιά καί ἔλεγαν ψάλλοντας τροπάρια τοῦ Ἀκαθίστου. Πόσο χάρηκα, σάν ἀγγελάκια. Δέν εἶχα ἀπομακρυνθῆ 50 μέτρα καί ἄρχισαν Γερμανικά ἀεροπλάνα τούς βομβαρδισμούς. Ἦταν φοβερό! Τό εἶδα μέ τά μάτια μου! Μιά βόμβα ἔπεσε δίπλα στά παιδάκια, ὅμως, δέν ἐξερράγη, σάν νά ἔκανε πήδημα ἔπεσε στό ἀποκάτω πεζούλι καί ἔγινε ἕνας μεγάλος λάκκος, καπνοί... χώματα...
Τά μάτια δέν ἔπαθαν τίποτε!... Ἰδού, τό θαῦμα τῆς Παναγίας μας! Κατά τήν ὥρα τῆς μάχης τή στιγμή πού μέ ἔστειλαν νά εἰδοποιήσω γιά πυρομαχικά, ἕνα βλῆμα εἶχε πέσει στό χαράκωμα, ἀκριβῶς στή θέσι πού ἤμουν ἐγώ... ὁ Θεός πάλι μέ ἔσωσε...!»(ΓΣ, 8).





<>





Καλύτερα μιά προσευχή γι’ αυτόν που σε βρίζει, παρά μιά παρατήρηση  που σχεδόν πάντοτε δεν ωφελεί.
~ Όσιος Αρσένιος Μπόκα, ο Θαυματουργός.





<>











Γέροντας Σάββας Καψαλιώτης: «Ἦταν καλοκαίρι τοῦ 1976. Ὅταν πρωτοῆρθα, βρῆκα μία ρωσική εἰκόνα τοῦ φύλακα ἀγγέλου παλαιά τοῦ ἔτους 1903. Σκονισμένη καθώς ἦταν τήν καθάρισα καί τήν κρέμασα στήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ. “Ἄγιε ἄγγελε —εἶπα— ἐδῶ εἶναι ἠ θέσι σου, θά εἶσαι ὁ φρουρός μου”. Ἐκείνη τή νύχτα, τήν ὥρα κατά τήν ὁποία ἔκανα κομποσχοίνι, τήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου, σάν νά μέ πῆρε λεπτός ὕπνος, ἄκουσα βήματα καί κάποιος νά θυμιάζη. Ἀπ᾽ τό ναό καί στά δωμάτια...
Ξαφνικά ἀνοίγει ἡ πόρτα μόνη της, ξύπνησα καί σηκώθηκα ὄρθιος καί τί βλέπω! Ὅπως ἦταν στήν εἰκόνα ὁ ἴδιος ἄγγελος μέ τό γαλάζιο στιχάρι, τό θυμιατό κάι τήν λαμπάδα εἰσῆλθε στό δωμάτιο καί μέ θυμίασε. Μετά ἔγινε ἄφαντος. Ἡ ψυχή μου γέμισε χαρά! Τό πρωΐ ἦρθε ὁ γείτονας π. Νεκτάριος, τοῦ τά διηγήθηκα καί μοῦ εἶπε: “Ἐπειδή τίμησες τόν ἄγγελο τοποθετώντας τήν εἰκόνα του στήν πόρτα, ἦρθε καί σέ τίμησε θυμιάζοντας. Μήν ἀμφιβάλλεις, ὁ δαίμονας δέν ἔχει νά δώση τέτοια χαρά καί εἰρήνη, μόνο ταραχή, φόβο καί ἀναστάτωσι φέρνει στήν ψυχή”»(ΓΣ, 11).




<>


Άγιος Αντώνιος ο Μέγας:

* “Όταν με ευχαριστία πλαγιάσεις στο στρώμα σου, τότε φέρνοντας μπροστά σου τις ευεργεσίες και την τόση Πρόνοια του Θεού, γεμίζεις από καλές σκέψεις και χαίρεσαι περισσότερο και ευφραίνεσαι. Και γίνεται ο ύπνος του σώματος, νηφαλιότητα και αγρυπνία της ψυχής και το κλείσιμο των ματιών σου, αληθινή όραση του Θεού και η σιωπή σου, κυοφορώντας το αγαθό, προσφέρει ολόψυχα, με πνευματική αίσθηση, δόξα που ανυψώνεται στο Θεό των όλων. Γιατί όταν λείπει η κακία, η ευχαριστία και μόνη της, αρέσει στο Θεό παραπάνω από κάθε πολυτελή θυσία.”

* “Το όνομα του Ιησού αφανίζει τους δαίμονες.”


* “Σκοπός της ζωής του ανθρώπου είναι να μοιάσει στον Κύριο.”

<>





Οσία Γερόντισσα Αναστασία της Ιεράς Μονής "Κυρά των Αγγέλων" Κερκύρας. 

Όταν στην Μονή κατώκησε η πιστή υποτακτική και υστέρα διάδοχός της εις την Ηγουμενία, δόκιμος Αγγελική Καστρινού και υστέρα Αναστασία μοναχή, τας παρέπεμψαν μαζί σε δίκη ότι δήθεν η ξυλεία των στασιδιών του ναού, ήταν προϊόν κλοπής την οποία είχαν διαπράξει από κοινού. Λόγω των πολλών υποθέσεων, η δίκη των έμεινε να εκδικασθή στις 12 η ώρα το βράδυ. Ως δε την είδε έμπροσθέν του ο δικαστής έμεινεν άφωνος και δεν μπορούσε να ομιλήση. Ξαφνικά σηκώθηκε και εφώναξε: «αθώα η κατηγορουμένη και λύεται η σννεδρίασις!». Και αυτό έγινε διότι κατά την προηγούμενη είδε καθ' ύπνους την Αναστασίαν -καίτοι δεν εγνωρίζονταν και τον επληροφόρησε για την αθωότητά της. Την έσυραν σε πολλές δίκες και όμως επί το πλείστον αθωώνετο θαυματουργικώς...


<>





Οσία Γερόντισσα Αναστασία της Ιεράς Μονής "Κυρά των Αγγέλων" Κερκύρας. 

Στο χωριό Αργυράδες ζούσε ένας ευλαβής νεανίας ο οποίος εργαζόταν στο οικογενειακό αρτοποιείο αυτού. Όταν δε ήλθε σε νόμιμη ηλικία αρραβωνιάστηκε μια κόρη η οποία δυστυχώς ήταν ζωηρή και ατίθαση και εγένετο σκάνδαλο για την μικρή κοινωνία του χωριού. Παρ' όλες τις συστάσεις του νέου, η κοπέλλα παρέμενε αδιόρθωτη γι' αυτό και ο νέος της ανεκοίνωσε την αμετάκλητη απόφασί του όπως διαλυθή ο αρραβώνας. Η νεαρά έσπευσε να το ανακοινώση στους οικείους της, ο δε πατήρ και ο αδελφός της εσχεδίασαν μυστικώς να δολοφονήσουν τον νέο.

Κατ' εκείνη την νύκτα η Γερόντισσα το επληροφορήθηκε στην προσευχή της και αμέσως μόλις εξημέρωσε, αφού γονυκλινής ασπάσθηκε την θαυματουργόν εικόνα, ανήσυχος εξήλθε του ναού.

«Πού πηγαίνεις, Γερόντισσα, πρωί - πρωί;» την ερώτησε η αδελφή Νεκταρία κύπτουσα για να πάρη την ευχή της. «Πάω να προλάβω ένα φονικό, παιδί μου» απήντησε η Γερόντισσα εξερχόμενη της μοναστηριακής μάνδρας.

Μετά από λίγο η Γερόντισσα έφθασε στο αρτοποιείο και ανεκοίνωσε στον έκπληκτο νέο τα περί διαλύσεως του αραβώνος του. «Η Παναγία μού είπε, παιδί μου, να μην διαλύσης τον αρραβώνα διότι ο πατήρ και ο αδελφός της κοπέλλας σχεδιάζουν να σε φονεύσουν με ενέδρα. Να την υπανδρευθής και να την συμβουλεύσης μετ' αγάπης και υπομονής. Αν δεν αλλάξη διαγωγή και δεν πορευθή κατά πώς θέλει ο Θεός, τότε Εκείνος πριν περάση ένα έτος θα την πάρη με φυσικό θάνατο».

Ο άγνωστος στην Γερόντισσα νέος ήταν ευσεβής και καλόγνωμος και επείσθηκε στα λόγια της. Υπεσχέθηκε ότι θα κάμη υπακοή στην εντολή της Παναγίας. Δεν διέλυσε τον αρραβώνα, ενυμφεύθη την κοπέλλα και καθημερινώς την ενουθέτει.

Εις μάτην όμως. Εκείνη πεισματικά δεν υπήκουε στις παραινέσεις του συζύγου της.

Μετά την παρέλευσι ενός έτους ασθένησε ξαφνικά και εκοιμήθη κατά τους λόγους της Γεροντίσσης.

Το επόμενο έτος ο νέος ενυμφεύθηκε άλλη νέα και έγινε ένας αξιοζήλευτος πολύτεκνος οικογενειάρχης...

https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2024/09/22_21.html


<>




Οσία Γερόντισσα Αναστασία της Ιεράς Μονής "Κυρά των Αγγέλων" Κερκύρας. 

Ήσαν οι δυσχείμεροι χρόνοι της Κατοχής. Η Γερόντισσα ηγέρθη περί τας 02.00 π.μ. διά να προσευχηθή, ησθάνετο όμως αγωνία. Κατέβη τότε εις τον ξενώνα και είπε εις την αδελφήν της: «Αρετούσα, παιδί μου, ετοίμασε την φωτιάν και βάλε επάνω την μεγάλην πινιάταν (= ταβάς, πλατύ και ρηχό μαγειρικό σκεύος). Σπεύσε εις το κελλάρι και φέρε να βράσωμε μία πυκνάδα (=τενεκέ) φασούλια. Έρχονται στην Μονή άνθρωποι ταλαιπωρημένοι». Κατ' εκείνας τας ημέρας είχε νικηθεί ο Ελληνικός στρατός στο Τεπελένι και αναγκαστικώς επήραν τον δρόμο της επιστροφής τεσσαράκοντα παλληκάρια, τα οποία ήσαν Κερκυραίοι από το βόρειο συγκρότημα της νήσου. Πεζή από το Τεπελένι έφθασαν εις την Ηγουμενίτσαν και επεβιβάσθησαν εις τα καΐκια για την Λευκίμμην.

Μόλις απεβιβάσθησαν, προχωρούσαν πεζή μέσα στο πυκνό σκότος της νυκτός. Μετά το χωριό Ποτάμι έχασαν τον δρόμο και τυχαίως εβγήκαν πλησίον της Μονής. Ήτο χάραμα και η Γερόντισσα έσπευδε κατ' εκείνη την ώρα να αγοράση ψωμιά από τον φούρνο του χωρίου. Εις το πορτόνι εκαλωσόρισε τους στρατιώτας και τους επέρασε στον ξενώνα για να τους ετοιμάση η αδελφή της καφέ. Ωστόσο εκείνη συνέχισε για τον φούρνο. Λόγω όμως της πείνας της κατοχής, το ψωμί εξηντλήθηκε ενωρίς.

Στον δρόμο της επιστροφής η Γερόντισσα προσευχόταν ενθέρμως και έξαφνα άκουσε μία γυναικεία φωνή: «Καλογρηά μου, έλα να σου δώκω μίαν λεφτήν (= στρογγυλό καρβέλι) ψωμί». Λίγο πιο κάτω τα ίδια άκουσε από άλλο σπίτι και πάλιν και πάλιν.

Όταν επέστρεψε στο μοναστήρι κατάκοπος κρατούσε περισσότερες των είκοσι λεφτάς... Η φασολάδα εμοσχομύριζε και το κρασί από το σπίτι της αδελφής της ήλθε να στολίση το τραπέζι.

Δι' αυτού του τρόπου έφαγαν και εχόρτασαν και εδόξασαν τον Θεό τεσσαράκοντα ταλαιπωρημένες ψυχές. Ακολούθως τεσσαράκοντα καθαρές κλίνες του ξενώνος τους προσέφεραν ανάπαυσι και έτσι περί το απόγευμα ανεχώρησαν για το βόρειο συγκρότημα της νήσου απ’ όπου κατάγονταν....

Αποκαλύπτει παλαιόν έγκλημα και αποτρέπει από νέον φόνον

Ένα βράδυ η Γερόντισσα αισθανόταν αγωνία. Περί τας 03.00 π.μ. εισήλθε στον ναόν με το κομβοσχοινάκι της στα χέρια και μετ' ολίγον εξήλθεν. «Διαβάσατε μόνες σας την ακολουθίαν· πάω γρήγορα να σώσω δύο ψυχές», είπε στις μοναχές. Επήρε αξημέρωτα το πρώτο πρωινό λεωφορείο για την πόλι. Μόλις απεβιβάσθη στην πόλι, εκάθησε σε ένα μπαούλο για να ξαποστάση. Το μπαούλο ανήκε σε κάποιον νέο, ο οποίος παρατηρούσε την Γερόντισσα λίαν τεταραγμένος. Τότε η Γερόντισσα του απεκάλυψε ότι είχε διαπράξει παλαιότερα ένα έγκλημα. «Όντως», παρεδέχθηκε ο νεαρός. «Όταν ήμουν νήπιο, έμεινα ορφανός μητρός. Όταν δε έγινα δέκα τριών ετών και ο αδελφός μου ένδεκα ο πατέρας μου παντρεύτηκε μία δύστροπο γυναίκα η οποία κυριολεκτικώς μας εβασάνιζε. Μη υποφέροντας την αδικία κατέφυγα στην Αθήνα όπου δυστυχώς έμπλεξα με κακές συναναστροφές. Σε κάποια δε στιγμή παροξυσμού διέπραξα ένα στυγερό έγκλημα για το οποίο τιμωρήθηκα με δεκαπενταετή κάθειρξι. Μα εσύ πώς το κατάλαβες;» «Μου το 'πεν η Παναγία», απήντησε ταπεινά η Γερόντισσα. «Ξέρεις τι πάω να κάμω τώρα; Σπεύδω στο χωριό να ξεκάμω τον πατέρα μου. Δεν φθάνει που ξαναπανδρεύθηκε και εξ αιτίας του γάμου του εταλαιπωρήθηκα, τώρα με αδικεί και στο μοίρασμα της περιουσίας». «Όχι, παιδί μου, εσύ είσαι καλός άνθρωπος παρ' όλα τα λάθη σου», είπεν η Γερόντισσα. Του ωμίλησε με αγάπη, τον ενουθέτησε και γαλήνευσε την τετραυματισμένη του ψυχή. «Αποκλείεται να είσαι καλογρηά. Είσαι η Παναγία η ίδια», της είπε ο νεαρός. «Όχι παιδί μου, μια απλή καλογρηά, η πιο τελευταία του κόσμου είμαι. Η Παναγία όμως με έστειλε να σε προλάβω από το κακό το οποίο επρόκειτο να κάμης».

Ο νεαρός έπεσε πρηνής και καταφιλούσε τα πόδια της. Εκείνη τότε τον συνώδευσε μέχρι την Μονή της Πλατυτέρας για να εξομολογηθή. Μόλις ετελείωσε από τον πνευματικό την ερώτησε: «Μπορώ τώρα να καλογερέψω;». «Βεβαίως, μέχρι και Άγιος να γίνης», ανταπήντησε με καλωσύνη η Γερόντισσα....

https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2024/09/22_21.html

<>


Οσία Γερόντισσα Αναστασία της Ιεράς Μονής "Κυρά των Αγγέλων" Κερκύρας. 

Κάποιος άνθρωπος στα μέρη της Ηπείρου διέπραξε έγκλημα. Διέφυγε της ποινικής διώξεως και δεν ετιμωρήθηκε. Όμως υπέφερε από τις τύψεις συνειδήσεως πλέον των είκοσι ετών. Του ανέφεραν για την Μονή της Κυράς όπου και έφθασε Κυριακή απόγευμα. Στον αύλειο χώρο της Μονής ευρίσκονταν εξήκοντα άτομα προσκυνηταί και δύο ιερείς. «Πού είναι η Κυρά;» ερώτησε. «Στον ναόν» του απήντησαν. Εισήλθε και εξήλθε αμέσως. «Δεν ψάχνω για εικόνα» τους είπε, «ψάχνω την κυρά καλόγρηα». Η Γερόντισσα επαρουσιάσθηκε και μαζί εισήλθαν στον ναό όπου ενώπιον της εικόνος του Χριστού της ωμολόγησε το ανοσιούργημα το οποίον είχε διαπράξει προ είκοσι ετών. Εκείνη τον ενουθέτησε καταλλήλως και αξημέρωτα έφυγαν με το λεωφορείο για την Μονή της Πλατυτέρας για να εξομολογηθή. «Με έσωσες, είσαι ο σωτήρας μου» της είπε καθώς «συγκεχωρημένος και λελυμένος» εξήλθε του εξομολογητηρίου....
https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2024/09/22_21.html

<>




Οσία Γερόντισσα Αναστασία της Ιεράς Μονής "Κυρά των Αγγέλων" Κερκύρας. 

Η Α.Π. από την Ηγουμενίτσα είχε οκτώ χρόνια γάμου και παρέμενε άτεκνος. Προσεκάλεσε την Γερόντισσα στο σπίτι της για να προσευχηθή. Πράγματι η Γερόντισσα την επισκέφθηκε και της εζήτησε να την πάη στο δωμάτιο όπου ευρίσκετο το προσκυνητάρι με τις εικόνες της. Τότε της έδωσε εντολή να την αφήση μόνη για να προσευχηθή και η ίδια να ανεβή στον επάνω όροφο όπου και τα υπνοδωμάτια και να περιμένη να την καλέση. Η γυναίκα υπήκουσε και ανέβηκε. Επειδή το πάτωμα του επάνω ορόφου ήταν ξύλινο, η Α. αφήρεσε ένα ξύλινο ρόζο και από εκεί έκθαμβος παρατηρούσε την Γερόντισσα. Την είδε λοιπόν να σηκώνη την φούστα της και να ακουμβά τα γόνατα της γυμνά επάνω στο τσιμέντο του πατώματος και να τα τρίβη έως ότου εμάτωσαν. Ταυτοχρόνως προσευχόταν με το πρόσωπο εστραμμένο στην γη, χέουσα άφθονα δάκρυα. Ξαφνικά η Γερόντισσα εσηκώθηκε δοξάζουσα τον Θεό και ευθύς αμέσως εκάλεσε την Α. Τότε της είπε με βεβαιότητα: «Ο Χριστός μου είπε ότι θα χαρή το σπίτι σου με την γέννησι των παιδιών σου». Όντως μετά δύο μήνες η Α., εμεινεν έγκυος και έτεκε θήλυ και μετ' ολίγον και άρρεν.

https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2024/09/22_21.html

<>


Οσία Γερόντισσα Αναστασία της Ιεράς Μονής "Κυρά των Αγγέλων" Κερκύρας. 

Η θυγάτηρ της ως άνω αναφερθείσης Α.Π. όταν ήλθε εις νόμιμη ηλικία, αρραβωνιάστηκε ένα φαύλο νέο. Η Α.Π. προσέτρεξε στο μοναστήρι για να συζήτηση το πρόβλημα της. Η Γερόντισσα αφού άκουσε προσεκτικώς τα συμβάντα εισήλθεν στον ναό για να προσευχηθή. Όταν εξήλθε, της είπεν: «Τρέξε, παιδί μου, στην Ηγουμενίτσα για να διάλυσης απόψε τον αρραβώνα».
- «Γερόντισσα, δεν έχει καΐκι από Λευκίμμη για την Ηγουμενίτσα», ειπεν η Α.
- «Πήγαινε από την πόλι».
- «Δεν έχει λεωφορείο για την πόλι».
- «Εξερχόμενη θα δης ένα προσκυνητή ο οποίος θα σε πάη στην Χώρα με το αυτοκίνητό του, να πάρης από εκεί το καράβι».

Όντως η Α. έφθασε ασθμαίνουσα στην Χώρα και από εκεί στην Ηγουμενίτσα και έπραξε κατά την εντολή της Γεροντίσσης. Το ίδιο βράδυ απεδείχθη ότι ο «νέος ήταν ύπανδρος και εποφθαλμιούσε την μικράν περιουσία της κοπέλλας. Με νέο θάρρος και με την ευχή της Γεροντίσσης, η κοπέλλα τελικώς αποκατεστάθη εις γάμο με καλό και ευσεβή νέο.

https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2024/09/22_21.html

<>





Οσία Γερόντισσα Αναστασία της Ιεράς Μονής "Κυρά των Αγγέλων" Κερκύρας. 

Η Έ.Τ. έστειλε την θυγατέρα της στο εξωτερικό προς αναζήτησι μιας καλύτερης τύχης. Στενοχωρημένη, επεσκέφθηκε το μοναστήρι και παρεκάλεσε την Γερόντισσα να προσευχηθή. Μαζί εισήλθαν στον ναό. Η Γερόντισσα εστάθη ενώπιον της εικόνος της Παναγίας. Έβγαλε από την τσέπη της φούστας της μία φούχτα χαλίκια και τα άπλωσε στο πάτωμα. Ακολούθως εσήκωσε την φούστα της, ακούμβησε τα γόνατα της γυμνά επάνω στα χαλίκια και άρχισε την προσευχή της. Μετ' ολίγον το αίμα άρχισε να ρέη στο πάτωμα και η Γερόντισσα χαρούμενη και με ολοφώτεινο πρόσωπο σηκώθηκε και είπε στην Έ. «Μην θλίβεσαι, παιδί μου. Η θυγατέρα σου συντόμως θα επιστρέψη στην Ελλάδα και μετ' ολίγον θα καλοπανδρευθή». Έτσι και έγινε....


https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2024/09/22_21.html

<>





Οσία Γερόντισσα Αναστασία της Ιεράς Μονής "Κυρά των Αγγέλων" Κερκύρας. 

Ο Δ.Σ. άνθρωπος του μόχθου, πτωχός οικογενειάρχης και πολύτεκνος δεν είχε χρήματα για να πληρώση την άδεια κτισίματος του σπιτιού του. Απελπισμένος επλησίασε την Γερόντισσα και της εζήτησε να προσευχηθή. Εκείνη τον καθησύχασε και κατόπιν προσευχής στην Παναγία, του μετέφερε το θέλημά Της για το άνευ εμποδίων κτίσιμο του σπιτιού του. Ο Δ. χαρούμενος εκίνησε να φύγη. Τότε η Γερόντισσα ερώτησε τον έφηβο υιό του που τον συνώδευε λέγουσα: «Είσαι καλό παιδί;». Εκείνος απήντησε ωμά: «Ναι, είμαι». «Για να δούμε τι θα πη και η Πανάγια», είπε η Γερόντισσα στρέφουσα το βλέμμα της στην Αγία Εικόνα. Εν συνεχεία είπε: «Η Παναγία είπε ότι δεν είσαι καλό παιδί και να κοιτάξης την ψυχή σου αν θέλης να προκόψης στην ζωή σου». Όντως ο έφηβος ήταν ανεξομολόγητος και ζούσε απρόσεκτα. Μετά την πάροδο λίγων ετών, ενθυμούμενος το περιστατικό, ήλθε εις εαυτόν και έσπευσε να εξομολογηθή. Σήμερα είναι ένας σοβαρός επαγγελματίας και αξιοζήλευτος οικογενειάρχης.

https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2024/09/22_21.html

<>





Οσία Γερόντισσα Αναστασία της Ιεράς Μονής "Κυρά των Αγγέλων" Κερκύρας. 

Μετ' ολίγον η Γερόντισσα της διηγήθηκε ότι ένα τεράστιο φίδι εκρύβη κάποτε στο κελλί της εν ώρα προσευχής. Η Γερόντισσα δίχως να τα χάση έψαλε το «Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού...», εσταύρωσε το σημείο όπου εκρύβετο το φίδι και παρευθείς το ερπετό έσκασε μετά κρότου...

https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2024/09/22_21.html

<>





Οσία Γερόντισσα Αναστασία της Ιεράς Μονής "Κυρά των Αγγέλων" Κερκύρας. 

Ετελείτο κάποτε ιερά αγρυπνία στον Ιερό Ναό του Αγίου και θαυματουργού Σπυρίδωνος επ' ευκαιρία της μνήμης αυτού. Μέσα στα πλήθη των πιστών ευρίσκετο κάποια γυναίκα φέρουσα στις αγκάλες της το παράλυτο εγγόνι της. Βρέχουσα το πάτωμα της Εκκλησίας μετά των δακρύων της εμονολόγει: «Άγιε Σπυρίδων, όλου του κόσμου τα παιδία θεραπεύεις, το δικό μας διατί όχι;». 

Άλλη γυναίκα προσευχομένη την άκουσε και της υπέδειξε: «Έλα αδελφή μου στην Μονήν της Κυράς να προσκυνήσης την θαυματουργή Παναγία και να συμβουλευθής την Ηγουμένισσα. Εις ό,τι σε συμβουλεύση πράξε το και το εγγονάκι σου θα γίνη καλά». Την επομένη όντως μετέβη στην Κυράν και ευθύς αμέσως ως η Γερόντισσα προσευχήθηκε εις την Παναγία της απεκάλυψε τα εξής: «Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα. Δι' όλα αυτά τα βάσανά σου, παιδί μου, πταίει ο υιός σου. Προ τινών ετών διετήρει εξωσυζυγική σχέσι με την τάδε νέα η οποία εξαφανίσθηκε του χωριού σας. Και αυτό διότι η ατυχής τον επίεζε να την νυμφευθή, είδ' άλλως θα εμαρτύρει σε όλους τα ψέμματα και την απάτη του. Εκείνος την εφόνευσε, την έσυρε στα κτήματά σας και την έθαψε κάτω από το τάδε δένδρο. Τώρα που θα υπάγης στο σπίτι σου, πάρε με το καλό τον υιό σου.

Ειδοποίησε και τον ιερέα και πάρε και το σκεπάρνι μαζί σου. Θα βρήτε το σώμα της νέας διαλυμένο. Ο ιερέας να διάβαση τρισάγιο και να εξομολόγηση τον υιό σου. Ακολούθως να ομολογήση στην αστυνομία για να λυθή η κατάρα του Θεού που σας βασανίζει και το παιδί θα θεραπευθή». 

Η γυναίκα με πόνο ψυχής έπραξε καθώς είπε σε αυτήν η Γερόντισσα. Οι λόγοι της Γεροντίσσης επαληθεύθησαν. Ο υιός της γυναικός εξωμολογήθη και αφού ωμολόγησε τον φόνο στους αστυνομικούς εφυλακίσθηκε δι' ικανό χρονικό διάστημα. Ο δε εγγονός με τον καιρό εθεραπεύθηκε και επερπάτησε. Μετά την πάροδο ενός έτους η γυναίκα ευγνωμονούσα μετέβη στην Μονή με τα δώρα της αγάπης της για να ευχαρι¬στήση την Παναγία και την Γερόντισσα...

https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2024/09/22_21.html

<>


Οσία Γερόντισσα Αναστασία της Ιεράς Μονής "Κυρά των Αγγέλων" Κερκύρας. 

Μία γυναίκα μετέβη στην Μονή για προσκύνημα και προτού μπη καλά-καλά στην αυλή προ του Ιερού Ναού άκουσε την Γερόντισσα να της λέγη ελεγκτικώς: «Στάσου εκεί όπου βρίσκεσαι. Σε βλέπω να στέκεσαι μέσα στα αίματα έως τα γόνατα και το θανατηφόρο μαχαίρι να κρέμεται γεμάτο αίματα από τα χέρια σου. Αφού εσκότωσες δέκα παιδιά σου (δηλ. έκαμες δέκα εκτρώσεις) με τι χείλη θα τολμήσης να προσκύνησης την Κυράν; Κάμε μεταβολή· πήγαινε να εξομολογηθής με συντριβή τα εγκλήματά σου και μετά να 'ρθής να προσκυνήσης...».

https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2024/09/22_21.html

<>






Οσία Γερόντισσα Αναστασία της Ιεράς Μονής "Κυρά των Αγγέλων" Κερκύρας. 

Ο ίδιος κύριος ομολογεί ότι εγνώρισε κάποια κυρία από την Ηγουμενίτσα που εγνώριζε την Γερόντισσα και η οποία μετά την κοίμησι της Γεροντίσσης έπαυσε το προσκύνημα στην Μονή. Είδε όμως κάποτε την Γερόντισσα στον ύπνο της η οποία την ήλεγξε λέγουσα επιτακτικώς: «Να έρχεσαι εις το μοναστήρι· ευρίσκομαι εδώ ακόμη και μετά την κοίμησί μου και μεριμνώ δι' όλους και δι' όλα».

https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2024/09/22_21.html

<>


Οσία Γερόντισσα Αναστασία της Ιεράς Μονής "Κυρά των Αγγέλων" Κερκύρας. 

Η εκπαιδευτικός Ολυμπία Σκαργιώτη από το χωριό Μονολίθι Δωδώνης Ιωαννίνων η οποία εργαζόταν στο σχολείο του χωρίου Περιβόλι Κερκύρας, περιέπεσε κάποτε σε μελαγχολία και μεγάλη στενοχώρια. Κατέφυγε στην Μονή διότι ευλαβείτο την Γερόντισσα και εσκέπτετο να της ζητήση να προσευχηθή για το πρόβλημά της αλλά ντρεπόταν να το κάμη. Η Γερόντισσα μόλις την είδε εσταυροκοπήθη και έβαλε το χεράκι της επάνω από τα φρύδια της σε σχήμα γείσου διά να εμπόδιση το ηλιακό φως. Άνοιξε καλά τους οφθαλμούς της και ανεφώνησε: «Πω, πω, πω! Τι στρατιά είναι αυτή που κουβαλάς πίσω σου παιδί μου; Πήγαινε γρήγορα μέσα στην Εκκλησία». Εισήλθαν και αι δύο και εστάθησαν ενώπιον του θαυματουργού εικονίσματος της Παναγίας και η Γερόντισσα προσευχήθηκε με θέρμη και η Ολυμπία απηλλάγη της «δαιμονικής στρατιάς» και επέστρεψε στην οικία της γαλήνια και δοξάζουσα τον Θεό....

https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2024/09/22_21.html

<>





Οσία Γερόντισσα Αναστασία της Ιεράς Μονής "Κυρά των Αγγέλων" Κερκύρας. 

Αφού προσκύνησαν την Παναγία, η Γερόντισσα πλησίασε την κοπέλλα και της είπε αυστηρά: «Γιατί παιδί μου επιμένεις, να πάρης αυτόν τον νέον; Μέχρι τώρα κορόιδεψε πολλές κοπέλλες· το ίδιο θα κάνη και μαζί σου. Όμως μην στενοχωριέσαι. Θα σε βοηθήση ο Θεός τώρα που θα πας στην Αθήνα, θα γνωρίσης ένα καλόγνωμο νέο, θα παντρευτήτε και θα στήσετε μια ευλογημένη οικογένεια». Μετά γύρισε στην έκπληκτη μητέρα μου η οποία συνήθιζε να λέη και να κάνη αστεία με ευτράπελο και ανάρμοστο τρόπο και της είπε ελεγκτικά: «Γιατί παιδί μου λερώνεις το στόμα σου με αργούς και σαπρούς λόγους;» Η μητέρα μου αν και αιφνιδιάστηκε, της απάντησε κάπως φοβισμένη: «Ευλογημένη μου μητέρα μπήκα σε μία οικογένεια όπου άντρας, πεθερά και δυο κουνιάδες με βαράνε και γω για να μην πέσω σε κανένα πηγάδι και χάσω την ψυχή μου, λέω και καμμιά κουταμάρα να διασκεδάσω τον πόνο μου». Η Γερόντισσα την πήρε ιδιαιτέρως στην Εκκλησία και αφού προσευχήθηκε μπροστά στην θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της είπε προφητικά: «Καλά γελούσες μέχρι τώρα γιατί στο μέλλον έχεις να κλάψης πολύ. Καημένη μου, ένα από τα παιδιά σου (ήμασταν τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια και ένα κορίτσι) θα σου το φέρουν από τα καράβια καμμένο». Αυτό έγινε τον Απρίλιο του 1981, μία εβδομάδα πριν το Πάσχα όταν μας έφεραν καμμένο τον αδελφό μου Γιώργο. Και συνέχισε: «Έλα-έλα, μην κλαις. Τώρα που θα πάρης το λεωφορείο και θα φθάσης σπίτι σου θα σε πιάσουν φοβεροί πόνοι στην κοιλιά. Μην φοβηθείς· θα σε βοηθήσει η Παναγία και όλα θα πάνε καλά». Πράγματι όταν έφθασε στο σπίτι του Βρυώνη την έπιασαν ισχυροί πόνοι. Έσπασε η περιτονίτιδα και άμεσα την πήγαν στο νοσοκομείο όπου χειρουργήθηκε επί τρεις ώρες. Τη βοήθησε βέβαια η Παναγία και όλα πήγαν καλά.
https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2024/09/22_21.html
<>







Θά ἤθελα νά σᾶς μιλήσω γιά μιά ἁπλή ὁδηγό ΚΤΕΛ Κατερίνης, τή Δήμητρα Τζιάτζιου, γιατί δέν εἶναι εὔκολο νά παραμένης ἄνθρωπος, μέ τρυφερότητα καί εὐαισθησία, ὅταν γύρω σου ὁ ἕνας τρώει τίς σάρκες τοῦ ἄλλου.
Ἡ νεαρή, λοιπόν, ὁδηγός πῆγε τούς ἐπιβάτες ἕνα ἕνα κοντά στά σπίτια τους, λόγῳ τῆς σφοδρῆς κακοκαιρίας, πού ξέσπασε ἐνῶ ἐκτελοῦσε τό βραδινό δρομολόγιο, ἀπ᾽ τήν Κατερίνη σέ ἕξι χωριά.
“Ὅταν ἔχω ἐπιβάτη 87χρονο μέ μπαστούνι πού δέν μπορεῖ νά περπατήση, θά μποροῦσα νά τόν ἀφήσω 100 μέτρα στή στάση, μέσα στή βροχή; Δέν θά τό ἔκανα... Ἀγαπώ πολύ αὐτό τό ὁποῖο κάνω”, εἶπε ἡ νεαρή ὁδηγός. Ἔτσι ἁπλά.

<>



«Ἡ Ἅγ. Σχολαστική τοῦ ὄρους Cassino (†543), ὅπως καί ὁ ἀδελφός της Ἅγ. Βενέδικτος τῆς Nursia (†547), εἶχε εἰσαχθῆ στή μοναστική ζωή. Λέγεται ὅτι στήν τελευταία τους συνάντησι ὁ Ἅγ. Βενέδικτος ἀντιστάθηκε στήν προσπάθεια τῆς ἀδελφῆς του νά παρατείνη τή συζήτησί τους. Ὁ Ἅγ. Βενέδικτος σηκώθηκε νά φύγη, ἐπιμένοντας σχεδόν μέ ὑπεροψία ὅτι ἔπρεπει νά ἐπιστρέψη στό μοναστήρι του γιά τή νύχτα. Ἡ Ἁγ. Σχολαστική ἔκλινε τό κεφάλι της ὡσάν σέ προσευχή καί ἀμέσως ἡ ἠρεμία τοῦ νυχτερινοῦ οὐρανοῦ μετατράπηκε σέ τρομακτική καταιγίδα ἡ ὁποία ἐμπόδισε τόν Ἅγ. Βενέδικτο νά ἐπιστρέψη πίσω»(ΙΑ, 79).


<>


«Ὁ Ἅγ. Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου εἶπε σέ πνευματικό του τέκνο: “Μήν παύσεις νά πηγαίνης πλησίον τῆς πνευματικῆς πηγῆς τοῦ Σωτῆρος, τήν ὁποία ἀντιπροσωπεύει ἡ Ἐκκλησία μέ τά ἱερά πρόσωπα, πού τήν παρουσιάζουν στήν πραγματικότητα. Διότι ὁ ἄνθρωπος, ὁ Χριστιανός, ὅπως λέει ὁ Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, μοιάζει μέ τό σφουγγάρι πού ἔχει πάντοτε νερό. Καί γιά νά ἔχη νερό, πρέπει νά εἶναι ἤ στή βρύσι ἤ σέ δοχεῖο μέ νερό. Ὅταν εἶναι μακρυά, θά ξεραθῆ, ὅπως καί ὅταν εἶναι κοντά στή φωτιά τῶν πειρασμῶν, ὄχι μόνο θά ξεραθῆ, ἀλλά καί θά καῆ”»(ΝΓ, 39).


<>




«Στήν ἐρώτησι τί βιβλία πρέπει νά διαβάζη ἕνας Χριστιανός, ὁ Ἅγ. Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης ἀπάντησε: “Τί πρέπει νά διαβάζη ἤ τί πρέπει νά ἐφαρμόζη; Ἡ ἄσκησι ἀξίζει περισσότερο ἀπ᾽ τή γνώσι”»(ΝΓ, 42).




<>



«Εἶπε ὁ Ἅγ. Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης: “Ὅταν ἤμουν στό Ἅγ. Ὄρος, εἶχα μπεῖ μία φορά σ᾽ ἕνα ἐκκλησάκι καί προσευχόμουν καθισμένος στό στασίδι. Σέ λίγο μπαίνει ἕνας μοναχός, ὁ ὁποῖος ἄρχισε νά κάνη μετάνοιες καί νά προσεύχεται, χωρίς νά μέ ἀντιληφθῆ. Τότε τόν εἶδα νά εἶναι ὅλος μέσα σέ μία λάμψι. Τί θέαμα ἦταν αὐτό πού ἔβλεπα, Θεέ μου! Τί φοβερό θέαμα!”»(ΝΓ, 59).



<>



«Σέ ἐρώτησι πῶς θά ἀντιμετώπιζε ἕνα πρόσωπο πού θά τοῦ ἐκτόξευε ὑβριστικούς λόγους, ὁ Ἅγ. Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου εἶπε: “Ὅταν κάθωμαι σέ ψηλό βράχο προσευχῆς, ὅσα κύματα καί νά ἔρθουν δέν μοῦ προξενοῦν τίποτε. Ὅταν, ὅμως, μέ βροῦν χαμηλά, μέ περιλούουν”»(ΝΓ, 60).




<>




«Εἶπε ὁ Γέροντας Ἰωήλ Γιαννακόπουλος τῆς Καλαμάτας: “Ὅταν κάνης τό καλό καί δέν σοῦ τό ἀναγνωρίσουν ἁπλῶς, τότε τό καλό πού ἔκανες εἶναι μόνο ἀρραβωνιασμένο μέ τήν ἀμοιβή τοῦ Θεοῦ. Ὅταν, ὅμως, κάνης τό καλό καί βρεῖς καί τό μπελά σου, τότε τό καλό σου στεφανώθηκε»(ΝΓ, 65).



<>



Ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς: «Μᾶς ἔλεγε ἕνας χωρικός ὅτι μεταξύ ἐκείνου καί τοῦ γείτονά του εἶχε μεγαλώσει μίσος σάν τά ἀγκάθια, καί δέν μποροῦσαν μέ τίποτε οὔτε νά κοιταχτοῦν σάν ἄνθρωποι. Μιά χειμωνιάτικη νύχτα, ὁ μικρός γυιός του διαβάζοντας τήν Κ. Διαθήκη διάβασε δυνατά καί ἐκεῖνα τά λόγια τοῦ Σωτήρα: “Καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς”. Ὅλη τή νύχτα ἐκείνη δέν μπόρεσε νά κοιμηθῆ ὁ χωρικός καί σκεπτόταν πῶς θά μποροῦσε κι ἐκεῖνος  νά ἐκπληρώση αὐτή τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ; Καί ποῦ θά μποροῦσε νά τοῦ δωθῆ ἡ εὐκαιρία νά κάνη κάποια καλή πράξι στό γείτονά του; Ὅμως, ὅπου ὑπάρχει καλός σκοπός ὅλα γίνονται. Μιά μέρα ἄκουσε κραυγές στή γειτονιά. Ρώτησε ἄλλους κι ἔμαθε, ὅτι ἡ ἐφορία κατάσχεσε ὅλα τά ζῶα ἀπ᾽ τό γείτονά του καί τόν πῆγε στό δικαστήριο, ὥστε νά πουληθοῦν γιά τό χρέος του στήν ἐφορία. Σάν ἀστραπή ἦρθε ἡ σκέψι στήν καρδιά του: “Νά, τώρα σοῦ δίνεται ἡ εὐκαιρία!”. Ἀμέσως πῆγε στό δικαστήριο, πλήρωσε τήν ἐφορία γιά τόν ἄνθρωπο πού τόν μισοῦσε ὅσο τίποτε ἄλλο στόν κόσμο, καί τά ζῶα του τά γύρισε σπίτι. Ὅταν ἔκεῖνος τό ἔμαθε, ἄρχισε νά περπατᾶ σκεπτικός γύρω ἀπ᾽ τό σπίτι του. Τό βράδυ δυναντήθηκαν. Ἐκεῖνος ἄρχισε νά κλαίη μέ λυγμούς. Καί δέν μποροῦσε οὔτε μία λέξι νά πῆ, μόνο ἔκλαιγε. Ἀπό τότε ζοῦνε οἱ δυό τους μέ μεγαλύτερη ἀγάπη ἀπ᾽ ὅτι τά ἀδέλφια. 
Νά πόσο γλυκοί καί θαυμαστοί εἶναι οἱ καρποί ἀπ᾽ τήν ἐκτέλεσι τῆς ἐντολῆς τοῦ Κυρίου»(ΔΦ, 280).



<>





Ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς: «Τό παράδειγμα μιᾶς χήρας γυναίκας ἀπ᾽ τό Μπέτσεγι:
“Ἄρχισα νά νηστεύω πέρσι γιά τήν Πεντηκοστή”, μοῦ ἀφηγήθηκε ἐκείνη ἡ χήρα.  “Ἔτσι, μοῦ ἦρθε ὅτι πρέπει νά νηστεύω, ἐφόσον πηγαίνω στήν Ἐκκλησία καί προσεύχομαι στό Θεό. Ὅσο ζοῦσε ὁ ἄνδρας μου δέν ξέραμε γιά τή νηστεία. Καί ἀρρωσταίναμε συχνά καί οἱ δυό μας. Μόλις ὁ ἕνας σηκωνόταν ἀπ᾽ τό κρεββάτι, ὁ ἄλλος ἔπεφτε. Κι ἔτσι πέρασε γιά μᾶς σχεδόν ὅλος ὁ καιρός. Ἐγώ ἤμουν συνέχεια θυμωμένη. Ἡ ἐλάχιστη προσβολή ἀπ᾽ ὁποιονδήποτε μ᾽ ἐφερνε στά ὅριά μου. Εἶχα φόβο ἀπ᾽ ὅλα στόν κόσμο, ἀκόμα καί ἀπ᾽ τίς σκέψεις μου καί τίς προαισθήσεις. Ἀπό τότε πού ἄρχισα νά νηστεύω —ἕνα χρόνο τώρα— εἶμαι ἤρεμη καί ἥσυχη, χαρούμενη πνευματικά καί ἐλαφριά στό σῶμα. Κανείς καί τίποτε δέν μποροῦν νά μέ ἀγριέψουν. Καί στήν ψυχή μου ἠχοῦν ἐκκλησιαστικά ἄσματα καί προσευχές. Τά ὄνειρά μου εἶναι ὄμορφα καί ἁπαλά. Τίποτε στόν κόσμο δέν ἔχω. Ζῶ σέ μιά εὐκατάστατη φίλη. Ἀλλά αἰσθάνομαι σάν νά εἶναι ὁλόκληρος ὁ κόσμος δικός μου. Εἶμαι ἐντελῶς ὑγιής, ἄν καί εἶμαι γριά. Τίποτε δέν φοβᾶμαι· οὔτε τό θάνατο. Τό μόνο πού ἀχόρταγα θέλω εἶναι ἡ ἡσυχία, ἡ νηστεία καί ἡ προσευχή καί σ᾽ αὐτό βρίσκω ἀπόλυτη εὐτυχία”.
Ἔτσι μιλᾶ γιά τόν ἑαυτό της ἡ γερόντισσα ἀπ᾽ τό Μπέτσεγι. Καί μ᾽ αὐτή τήν ἐμπειρία της ἐκείνη βεβαιώνει στίς μέρες μας τήν εὐαγγελική διδαχή καί τήν ἐμπειρία αἰώνων τῆς Ἐκκλησίας»(ΔΦ, 281).
Ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς: «Ἀκόμα ζῆ ἀνάμεσά μας μία σημαντική κυρία, ἡ ὁποία δέν ἔχει δικά της παιδιά, ἀλλά ἡ ὁποία ἀπ᾽ τήν ἀρχή τοῦ πολέμου μάζευε ἑκατοντάδες ὀρφανά χωρίς πατέρα καί μητέρα καί τά φρόντιζε καί τά σπούδαζε σάν νά ἦταν τά δικά της παιδιά. Κάποια φορά μοῦ ὁμολόγησε: “Στή ζωή μου ποτέ δέν ἀγαποῦσα τίποτε τόσο πολύ ὅσο τά παιδιά. Ὅταν ἤμουν μικρό κορίτσι ἐπιθυμοῦσα νά παντρευτῶ γρήγορα μόνο καί μόνο γιά νά ἀποκτήσω παιδιά, καί μάλιστα ὅσα περισσότερα μποροῦσα. Ὅμως, αὐτό δέν μοῦ δόθηκε. Δύο φορές παντρεύτηκα, ὅμως, δικά μου παιδιά δέν ἀπέκτησα. Ἀλλά ὁ Θεός ἑκατό φορές παραπάνω ἐκπλήρωσε τήν ἐπιθυμία μου γιά παιδιά. Μοῦ δώρισε ἑώς τώρα περίπου χίλια παιδιά. Καί τώρα στά γεράματά μου ἀμέριστα χαίρομαι ἐπειδή ὁ Δημιουργός δέν μοῦ ἔδωσε παιδιά ἐκ τῆς κοιλίας μου. Ἀφοῦ ἄν εἶχα δύο, τρία, ἀκόμα καί δέκα δικά μου παιδιά, θά ἀσχολιόμουν μ᾽ αὐτά μιά ζωή ὁλόκληρη, ὁπότε θά ἔχανα τήν ἱκανοποίησι καί τήν εὐτυχία, νά ὀνομάσω χίλια παιδιά ἄλλων δικά μου. Δόξα στόν ἀγαπημένο Θεό γι᾽ αὐτό!”»(ΔΦ, 287).





<>




Ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς: «Γιά τόν Ἅγ. Ἐπίσκοπο Ansgar (†865), ἀποκαλούμενο καί “Ἀπόστολο τοῦ Βορρᾶ”, λέγεται ὅτι ἀπ᾽ τήν νεότητά του ἤθελε νά μαρτυρήση γιά τόν Κύριο, καί ἀκόμα εἶχε καί ἕνα οὐράνιο ὅραμα στό ὁποῖο ὁ Θεός τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά γίνη Μάρτυρας. Ὅμως, ὁ χρόνος περνοῦσε, ὁ “Ἀπόστολος τοῦ Βορρᾶ” ἀσταμάτητα κόπιαζε καί βασανιζόταν γιά τήν ἐξάπλωσι τῆς Πίστεως τοῦ Χριστοῦ σ᾽ ὅλο τό βορρά τῆς Εὐρώπης, ἀλλά ἐκεῖνο τό ἀναμενόμενο Μαρτύριο δέν ἐρχόταν. Τελικά ὁ Ansgar ἔπεσε ἄρρωστος στό κρεββάτι καί αἰσθάνθηκε ὅτι θά πεθάνη. Ξαπλωμένος στήν ἐπιθανάτια κλίνη του, σχεδόν θυμωμένα παραπονέθηκε στό διάκονό του, ὅτι ὁ Θεός δέν ἐκπλήρωσε τήν ὑπόσχεσί Του νά τοῦ δώση μαρτυρικό θάνατο. Σ᾽ αὐτό ὁ διάκονος τοῦ ἀπάντησε σοφά, ὅτι αὐτός ἤδη ἦταν Μάρτυρας σ᾽ ὅλη του τή ζωή καί ὅτι ἡ ἀρρώστια πρίν τό θάνατο θά ὑπολογιστῆ ὡς Μαρτύριο ἀφοῦ, λέει, δέν εἶναι Μάρτυρας μόνο ἐκεῖνος πού πέθανε μέ βίαιο θάνατο ἀλλά καί καθένας πού ὁλόκληρη τή ζωή του βασανίστηκε γιά τό Χριστό καί τή δικαιοσύνη Του»(ΔΦ, 289).





<>



«Ὁ Ἅγ. Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής εἶπε γιά τή λύπη καί τήν ἀθυμία, πού συχνά ἐμφανίζονται στούς ἀγωνιστές τῆς πνευματικῆς ζωῆς: “Μιά φορά, μετά ἀπό ἀλλεπάλληλους καί φρικτούς πειρασμούς, εἶχα κυριευθῆ ἀπό λύπη καί ἀθυμία καί ἄρχισα νά πιστεύω ὅτι μέ ἀδικεῖ ὁ Θεός μέ τό νά μέ παραδίνη σέ τόσους πολλούς πειρασμούς, χωρίς νά ἀναχαιτίζη λίγο, γιά νά παίρνω μικρή ἀνάσα. Κι ἐνῶ βρισκόμουν σ᾽ αὐτή τήν πικρία, ἄκουσα μέσα μου μία φωνή πολή γλυκιά καί καθαρή, γεμάτη συμπάθεια, νά μοῦ λέη: ‘Δέν τά ὑπομένεις ὅλα γιά δική Μου ἀγάπη; ̓. Καί ἀμέσως μέ ἔπιασαν τά δάκρυα καί μετάνιωσα γιά τήν ἀθυμία πού μέ εἶχε κυριέψει”»(ΝΓ, 31).




<>



«Εἶπε ὁ Ἅγ. Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης: “Ἄν κανείς βρίσκεται στήν Ὀμόνοια τῆς Ἀθήνας, ἀλλά ἔχει συγκεντρωμένο τό νοῦ του, εἶναι σάν νά βρίσκεται στόν Ἄθωνα. Καί ἄν κανείς βρίσκεται στόν Ἄθωνα καί ὁ νοῦς του εἶναι σκορπισμένος, εἶναι σάν νά βρίσκεται στήν Ὀμόνοια”»(ΝΓ, 35).



<>



«Τό 1996 ή 1997 ὅπως συνήθιζα, πῆγα τόν Κων/νο στήν παιδική χαρά τῶν Βριλησσίων νά παίξη. Κάθισα σ᾽ ἕνα παγκάκι καί δίπλα μου ἔκατσε ἕνας κύριος κάπως ἡλικιωμένος, πού εἶχε φέρει τό ἐγγόνι του. Κάπου τόν ἤξερα, κάπου μέ ἤξερε, πιάσαμε κουβέντα. Ἦταν ὁ κύρ Γιῶργος, ὁ ὁδηγός τοῦ Μάνου Χατζιδάκι τά χρόνια κατά τά ὁποῖα ὁ Μάνος ἦταν διευθυντής στό Τρίτο Πρόγραμμα. 
Ἄρπαξα τήν εὐκαιρία νά λύσω ἕνα μυστήριο τό ὁποῖο ἴσως κανείς ἄλλος ἐκτός ἀπ᾽ τόν κύριο Γιώργο δέν θά μποροῦσε νά λύση! 
Ἤθελα νά μάθω ποῦ ἐξαφανίζονταν, πού πήγαιναν κρυφά μέ τό Μάνο, κάθε Σάββατο πρωΐ! “Τώρα μπορῶ νά σοῦ τό ἀποκαλύψω”, μοῦ εἶπε, “ἀφοῦ ὅσο ζοῦσε μοῦ τό εἶχε ἀπαγορέψει! 
Ὁ Μάνος Χατζιδάκις εῖχε “υἱοθετήσει” ἑπτά ὀκτώ ἡλικιωμένους, ἀνήμπορους ἀνθρώπους πού ζοῦσαν μόνοι. Κάθε Σάββατο, λοιπόν, περιφερόμαστε στἰς γειτονιές τῆς Ἀθήνας, κατέβαινε ὁ ἴδιος, χτυποῦσε τήν πόρτα καί μοίραζε τό “μισθό” τους ὅπως τόν έλεγε! Ἕνα φακελάκι μέ χρήματα γιά τόν καθένα, πού ἑτοίμαζε μέ μεγάλη επιμέλεια ἀπ᾽ τό προηγούμενο βράδυ»(https://trelogiannis.blogspot.com/2024/08/h_19.html).



<>



Λέει κάποιος Χριστιανός: «Κάθε ἑβδομάδα διανύω 20 χιλιόμετρα μέ τό λεωφορεῖο γιά νά πάω στή δουλειά μου. Μιά καλοκαιρινή μέρα καθόμουν στό λεωφορεῖο δίπλα σ᾽ ἕνα ζευγάρι πού ταξίδευαν μέ τό μικρό γυιό τους. Εἶχαν μαζί τους ἕνα ἄδειο μπουκάλι νεροῦ κι ὁ μικρός δίψασε κι ἄρχισε νά κλαίη. Ἀμέσως ἔδωσα στόν πατέρα τό δικό μου μπουκάλι κι ὁ πιτσιρικάς ἦπιε καί σταμάτησε νά κλαίη.
Τήν ἑπομένη πῆγα στήν τράπεζα νά καταθέσω τήν ἐπιταγή μέ τό μισθό μου. Ἔκεῖ μέ ἐνημέρωσαν πώς ἡ ἐπιταγή θά πιστωνόταν στό λογαριασμό μου τήν ἑπομένη ἐξαιτίας μιᾶς ἀπεργίας τοῦ προσωπικοῦ. Εἶχα πολύ λίγα χρήματα πάνω μου, ἔτσι ἀποφάσισα νά ἀγοράσω κολατσιό καί νά δανειστῶ ἀπό κάποιον χρήματα γιά τό δεῖπνο μου. 
Τό βράδυ ἐκεῖνο ἔφυγα σ᾽ ἕνα ξενοδοχεῖο. Ὅταν πῆγα νά πληρώσω στό ταμεῖο, μοῦ εἶπαν ὅτι κάποιος εἶχε ἤδη πληρώσει γιά τό γεῦμα μου. Αὐτό γιά μένα ἦταν ἕνα θαῦμα, δέν θά χρειαζόταν νά ζητήσω δανεικά. Καθώς βοηθᾶμε τούς ἄλλους στήν ἀνάγκη τους, ὁ Θεός φροντίζει καί γιά μᾶς»(ΕΑ, 391).



<>



«Μέ τήν εἴσοδο τῶν Ἱ. Λειψάνων τοῦ Ἁγ. ἱερομάρτυρος Βαβύλα στή Δάφνη τό ἐκεῖ περίφημο μαντεῖο τοῦ Ἀπόλλωνα σάν ἀπό θαῦμα σίγασε καί ὁ δαίμονας πού τόν ἐξουσίαζε ἔπαυσε πιά νά μιλάη. Καί ὅταν “ὁ γόης καί μιαρός” αὐτοκράτορας Ἰουλιανός ὁ Παραβάτης (361-363 μ.Χ.) “μέ ἀναθήματα καί θρέμματα” καί μέ τήν αἰσχρή του συνοδεία ἦρθε νά θυσιάση στό θεό καί νά λάβη χρησμό, βρῆκε τό μαντεῖο σιωπηλό. Καί ἔλαβε τήν ἀπάντησι ἀπ᾽ τόν ντροπιασμένο δαίμονα, τό χάλκινο θεό: “Οἱ νεκροί μέ ἐμποδίζουν νά μιλήσω. Γι᾽ αὐτό κατάστρεψε τά μνημεῖα, ξέθαψε τά ὁστᾶ, ἀπομάκρυνε τούς νεκρούς”.
Ὁ παραβάτης αὐτοκράτορας, ὁ ἐξωμότης τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως, κατανόησε ἀμέσως γιά τί πράγμα μιλοῦσε ὁ δαίμονας. Δίνει ἐντολή νά μεταφέρουν τό Ἱ. Λείψανο στήν πρώτη του θέσι, γιά νά μιλήση ἐλεύθερος πιά ὁ θεός Ἀπόλλωνας. Καί τά μέν ὁστᾶ μέ ἐντολή του μεταφέρθηκαν· τό τιμωρό, ὅμως, χέρι τοῦ Μάρτυρα δέν ἦταν δυνατόν νά ἀποφύγη ὁ ἀποστάτης βασιλιάς καί ὁ “ἀντίδικος” σατανᾶς. Τή στιγμή κατά τήν ὁποία ἡ λάρνακα μέ τά Ἱ. Λείψανα μεταφερόταν, φωτιά ἔπεσε ἀπ᾽ τόν οὐρανό, κεραυνός δυνατός καί κατέκαυσε τό ναό τοῦ Ἀπόλλωνα καί μαζί μέ αὐτόν τό εἴδωλο τοῦ θεοῦ.
Θλίψι μεγάλη καί ντροπή καί καταισχύνη κατέλαβε τόν αὐτοκράτορα καί τούς εἰδωλολάτρες. Μέ θρήνους καί ὀδυρμούς ἀπαθανάτισε τό γεγονός ὁ σοφιστής Λιβάνιος. Πῶς ὅμως νά δικαιολογήσουν στούς γύρω καί μάλιστα στούς Χριστιανούς τό φοβερό γεγονός; Ὁδηγοῦν τόν εἰδωλολάτρη ἱερέα τοῦ ναοῦ στό δικαστήριο, γιά νά ὁμολογήση καί βεβαιώσει τό λαό ὅτι δέν ἦταν φωτιά ἀπ᾽ τόν οὐρανό καί ἄρα σημάδι τῆς θείας ὀργῆς, ἀλλά κάποιος κακοῦργος πληρωμένος ἔβαλε τή φωτιά. Ὁ ἱερέας, ὅμως, ἄν καί τόν ἀναγκάζουν τρυπώντας τον μέ τίς λόγχες νά πῆ κάτι τέτοιο, μέ θάρρος ἐπιμένει ὅτι τή φωτιά δέν τήν ἔβαλε ἄνθρωπος ἀλλά ἦταν θεόσταλτη.
Μετά ἀπό αὐτά ὁ αὐτοκράτορας δέν τόλμησε οὔτε τό ναό τοῦ ἱερομάρτυρα Βαβύλα νά κατεδαφίση οὔτε νά ἐπιδιορθώση τή στέγη καί ὅλο τό ἱερό τοῦ Ἀπόλλωνα πού κατακάηκε. Ὅλους τούς εἶχε καταισχύνει ὁ Ἅγιος. “Κατέλυσε τοῦ δαίμονος τήν ἰσχύν· διήλεγξε τήν τῶν εἰδώλων ἀπάτην· ἀπεκάλυψε τῆς μαντείας τόν λῆρον”. Ἔτσι, γράφει ὁ Ἱ. Χρυσόστομος, ὁ δαίμονας ἔμαθε ὅτι τόν πόλεμο δέν τόν εἶχε μέ τόν Ἅγιο πού ἦταν νεκρός, ἀλλά μέ τόν Ἅγιο πού ζοῦσε καί πολεμοῦσε ἐναντίον του. Καί ἦταν ἰσχυρότερος ὄχι μόνο ἀπό ἕνα δαίμονα, ἀλλά ἀπό ὅλους τούς δαίμονες μαζί.
Πραγματικά τέτοια δύναμι ἔχουν οἱ Ἅγιοι. Καί ὅταν ζοῦν καί ὅταν πεθαίνουν. Ἀκριβῶς γιατί εἶναι Ἅγιοι»(ΘΜ, 74).



<>


Ἀναφέρει κάποιος Χριστιανός: «Πρίν ἀπό πολλά χρόνια, ἕνα ὄμορφο φθινοπωρινό ἀπόγευμα βγῆκα περίπατο μέ τό μπαμπά μου καί τό σκύλο μας. Ὁ χωματόδρομος τόν ὁποῖο πήραμε περνοῦσε μέσα ἀπό μιά δασωμένη περιοχή. Καθώς ὁ ἥλιος ἔδυε καί ἡ θερμοκρασία ἔπεφτε, ἔπρεπε νά γυρίσουμε σπίτι. Ὅμως, ὁ σκύλος μας δέν ἦταν μαζί μας. Εἶχε ἀκολουθήσει τή μυρωδιά κάποιου ἄγριου ζώου κι ὅσο καί νά φωνάζαμε, δέν ἐρχόταν πίσω σέ μᾶς.
Ἄρχισα νά κλαίω κι ὁ μπαμπάς μοῦ εἶπε νά βγάλω τό μπουφάν μου καί νά τό ἀφήσω στό ἔδαφος. Ἔπρεπε νά γυρίσουμε σπίτι, ἀλλά μοῦ ὑποσχέσθηκε ὅτι θά γυρνοῦσε γιά τό σκύλο. Πραγματικά, τόν βρῆκε ἀργότερα νά κάθεται κουλουριασμένος πάνω στό μπουφάν μου. Μετά ἀπό τόσα χρόνια, ἀκόμα θυμᾶμαι πόσο χάρηκα πού εἶδα τό σκύλο νά γυρίζη σπίτι.
Ὅταν ἀπομακρυνόμαστε ἀπ᾽ τό Θεό, ποῦ ἀναζητᾶμε τήν ἀγάπη καί τή Χάρι Του; Ἴσως ἔχουμε κάποιο ξεχωριστό μέρος ὅπου νιώθουμε παρηγοριά καί ἀσφάλεια καί μποροῦμε νά πᾶμε γιά νά ἐπανασυνδεθοῦμε μέ τό Θεό πού πάντα μᾶς ἀναζητᾶ. Ὅπως ὁ σκύλος μας ἔνιωσε ἀσφαλής χάρι στή μυρωδιά τοῦ μπουφάν μου, ἔτσι κι ἐμεῖς μποροῦμε νά ἐπιστρέψουμε στό μέρος καί τό χρόνο ὅπου γνωρίσαμε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς καί νά βροῦμε εἰρήνη»(ΕΑ, 391).

INS.

<>



Διηγεῖται κάποιος Χριστιανός: «Πέρσι τό καλοκαίρι πήγαμε οἰκογενειακῶς διακοπές στή θάλασσα. Ὅπως κάθε φορά, ἦταν ὑπέροχο πού μπορέσαμε νά περάσουμε χρόνο στήν παραλία. Ἔνα πρωΐ, ἡ ἀδελφή μου κι ἐγώ ξυπνήσαμε νωρίς γιά νά δοῦμε τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου. Οἱ ἀκτίνες τοῦ φωτός στό νερό, τό ἁπαλό ἀεράκι, ὁ ἦχος τῶν κυμάτων πού χάιδευαν τήν ἀκτή καί ἡ αἴσθησι τῆς ἄμμου ἔκαναν τή στιγμή ἐκείνη τέλεια. Δώσαμε χρόνο γιά περισυλλογή, βγάλαμε φωτογραφίες καί συζητούσαμε καθώς ἀπολαμβάναμε τήν ἀνατολή. Κάποια στιγμή στάθηκα σ᾽ ἔνα βράχο προσπαθώντας νά φωτογραφίσω τόν ἥλιο πού ἀνέτειλε. Καθώς, ὅμως, ἑστίαζα στόν ἥλιο, ἕνα δυνατό κύμα χτύπησε τό βράχο πάνω στόν ὁποῖο στεκόμουν. Ξαφνιάστηκα καί, μέσα στήν ἔκπληξι καί τό φόβο μου, φωτογράφισα τό κύμα πού χτύπησε τό κινητό μου. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν μιά ὄμορφη εἰκόνα τήν ὁποία τύπωσα καί κρέμασα σ᾽ ἕνα τοῖχο τοῦ σπιτιοῦ μας.
Ἡ φωτογραφία μέ αὐτό τό στιγμιότυπο μοῦ θυμίζει ὅτι χρειάζεται νά ἀποδεχτοῦμε τούς περισπασμούς στή ζωή μας. Ἀκόμα κι ὅταν τά γεγονότα τῆς ζωῆς μᾶς προξενοῦν φόβο ἤ ἀστάθεια, ὑπάρχει καί σ᾽ αὐτά ὀμορφιά. Τά τελευταῖα χρόνια ἦταν δύσκολα. Βρεθήκαμε ἀντιμέτωποι μέ ἀμέτρητους περισπασμούς πού δοκίμασαν τήν πίστι, τή χαρά καί τήν εἰρήνη μας. Μακάρι νά μάθουμε σέ κάθε περίστασι νά ἤμαστε παρόντες καί νά ἀπαθανατίζουμε κάθε στιγμή. Μέ τό Θεό ὁδηγό μας, οἱ περισπασμοί μπορεῖ νά προσθέσουν ὀμορφιά στή ζώη μας»(ΕΑ, 391).


<>


π. Σπ. Ρ.: «Ἀγρότης μετέφερε μέσα στό καλοκαίρι τόνους ξυλείας σέ τρία μοναστήρια γιά τίς ἀνάγκες τοῦ χειμῶνα»(https://apantaortodoxias.blogspot.com/2024/08/blog-post_736.html).

 <>






“Όποιος θέλει να γίνει Χριστιανός, πρέπει πρώτα να γίνει ποιητής”.
—Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης της Αθήνας και του Ωρωπου (+1991)

INS.

<>




Ὅλα γύρω μας εἶναι σταλαγματιές τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Καί τά ἔμψυχα καί τά ἄψυχα καί τά φυτά καί τά ζῶα καί τά πουλιά καί τά βουνά καί ἡ θάλασσα καί τό ἡλιοβασίλεμα καί ὁ ἔναστρος οὐρανός. Εἶναι οἱ μικρές ἀγάπες, μέσα ἀπ  τίς ὁποῖες φθάνουμε στή μεγάλη Ἀγάπη, τό Χριστό. Γιά νά γίνη κανείς Χριστιανός, πρέπει νά ἔχη ποιητική ψυχή, πρέπει νά γίνη ποιητής. "Χοντρές" ψυχές κοντά Του ὁ Χριστός δέν θέλει.

—Ἅγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης της Αθήνας και του Ωρωπου (+1991)

INS.

<>



«Ἕνα μικρό παιδί, λέει ἕνα παραμύθι εἶχε πάει στό φτωχομαγαζάκι τοῦ πατέρα του καί ἐκεῖ παρακολουθοῦσε σιωπηλά τή δουλειά τοῦ μπαμπά του καί τίς συναλλαγές του.
Οἱ πελάτες διάλεγαν τά πράγματα τά ὁποῖα ἤθελαν, πλήρωναν, ἔπαιρναν τά ρέστα τους καί ἔφευγαν.
Ὅλα καλά, ἤρεμα καί εἰρηνικά.
Κάποια στιγμή ἦλθε καί μιά πλούσια κυρία. Πῆρε τά πράγματα τά ὁποῖα ἤθελε. Ἔδωσε ἕνα μεγάλο νόμισμα, νά τά πληρώση. Καί περίμενε τά ρέστα της, πού ἦταν διάφορα μικρότερα νομίσματα. Ἀνάμεσά τους ἦταν καί ἕνα νομισματάκι τιποτένιας ἀξίας βρώμικο.
Ἡ πλούσια κυρία δέν καταδέχθηκε νά τό πιάση στό χέρι της. Τό κοίταξε μέ ἀηδία καί εἶπε:
—Αὐτό νά τό δώσης στό παιδί σου νά τό ρίξη τήν Κυριακή στήν Ἐκκλησία!
Τό ἔσπρωξε πρός τό μέρος του· καί ἔφυγε.
Τό φτωχό παιδί τό πῆρε. Ἀλλά τά λόγια της τό εἶχαν ἀναστατώσει. Καί ρώτησε:
—Κάνει νά δίνουμε στό Χριστό τά βρώμικα, μπαμπά;
Δέν τοῦ πήγαινε αὐτή ἡ σκέψι.
Τοῦ ἀπάντησε ὁ πατέρας του:
—Ἐκεῖνα τά ὁποῖα δίνουμε στό Χριστό, παιδί μου, πρέπει νά εἶναι τά πιό ὄμορφα· τά πιό λαμπρά.
Ἔτσι τό μικρό παιδί πῆρε τή βρώμικη ἐκείνη δεκάρα, γιά νά τή ρίξη στήν Ἐκκλησία. Ἀλλά μή θέλοντας νά τή δώση βρώμικη στό Χριστό, ἄρχισε νά τήν τρίβη, νά καθαρίση.
Καί τρίβοντάς την κάθε μέρα μέχρι τήν Κυριακή τήν εἶχε κάνει, ἀπό χάλκινη πού ἦταν, καί ἔλαμπε σάν νά ἦταν ἀπό χρυσάφι.
Καί ὅταν τήν Κυριακή, τήν ἔρριξε στό κουτί, γιά νά πάρη κερί, τήν πῆραν οἱ ἄγγελοι καί τήν πῆγαν στό Χριστό, καί τήν ἀπόθεσαν στά χέρια Του.
Καί ὁ Χριστός τήν πῆρε τήν εὐλόγησε καί εἶπε:
—Εἶναι μιά ἀπ᾽ τίς πιό ὄμορφες προσφορές πού ἔχω δεῖ!
Τί ἦταν ἐκεῖνο πού ἔκανε τή δεκάρα τόσο ὄμορφη στά μάτια τοῦ Χριστοῦ;
Τό χρῶμα;
Τό τρίψιμο;
Ἡ λάμψι;
Ὄχι.
Ἦταν κάτι ἄλλο.
Ἡ ἐσωτερική διάθεσι τοῦ μικροῦ παιδιοῦ, πού δέν τό ἀνεχόταν, νά δώση στό Χριστό κάτι τό ἄσχημο, κάτι τό ὁποῖο καί αὐτό τό ἔβλεπε ὅτι ἦταν βρώμικο. Ἔτσι καθάρισε τό παιδί τή δεκάρα. Χωρίς λόγῳ ἡλικίας, νά τό ὑποψιάζεται, ὅτι καθαρίζοντας τή δεκάρα, καθάριζε πρῶτα τήν ψυχή του, ἀφοῦ ἔτσι κατανοοῦσε ὅλο καί πιό πολύ, ὅτι, ὅ,τι ἔχει σχέσι μέ τό Θεό, πρέπει νά εἶναι καθαρό».

<>



«Ὅταν ἦταν νά πέση τό μπετόν τῆς πρώτης πλάκας στό μοναστήρι, ἀνήσυχοι οἱ ἐργάτες εἶπαν στό Άγιο Γέροντα Σίμων Ἀρβανίτη (+1988) πώς τούς εἶχε τελειώσει τό νερό. Ἦταν καλοκαίρι, καί ἡ κατάστασι φαινόταν κρίσιμη... Ὁ Γέροντας, τότε, ἔκανε κάτι τό ὁποῖο τό συνήθιζε στίς δύσκολες στιγμές. Πῆρε τό γνωστό του μονοπάτι, ἀπομακρύνθηκε γιά λίγο πρός τό βουνό, γονάτισε, ὕψωσε τά χέρια στόν Οὐρανό, καί προσευχήθηκε μέ θέρμη. Σέ λίγο συνέβη κάτι τό καταπληκτικό: Μαῦρα σύννεφα συγκεντρώθηκαν στόν οὐρανό πάνω ἀκριβῶς ἀπό ἐκεῖνο τό σημεῖο, καί ἄρχισε νά βρέχη καταρρακτωδῶς! Στό λεπτό γέμισαν σκάφες, βαρέλια, ὅ,τι εἶχαν. Εἶχαν πλεόν νερό, καί ἔτσι ἔπεσαν τά μπετά. Τό θαυμαστό ὅμως ἦταν, ὅτι ὅσοι κατέβαιναν ὕστερα ἀπ᾽ τό μοναστήρι, ἔκπληκτοι διαπίστωσαν ὅτι ὁ δρόμος ἦταν στεγνός! Εἶχε βρέξει μόνο στήν περιοχή τῆς Μονῆς!»(EE, 396).

<>


«Ὁ Ἅγιος Γέροντας π. Σίμων Ἀρβανίτης (+1988) τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγ. Παντελεήμονα τῆς Πεντέλης ἦταν ἕνας πολύ ἐλεήμων ἄνθρωπος. Δέν ἄφηνε νά φύγη κάποιος ἀπ᾽ τό μοναστήρι, χωρίς νά πάρη κάτι... Κάποτε, μετά τήν ἐξομολόγησι μοῦ λέει:
—Παιδί μου, πήγαινε στήν κουζίνα νά φᾶς ὅτι ὑπάρχει.
Ἔκανα τότε τό λάθος νά τοῦ πῶ:
—Ἔχω φάει, Γέροντα, δέν θέλω.
Τό πρόσωπό του ἀμέσως συνοφρυώθηκε:
—Τί λές, παιδί μου! Θέλεις νά μέ διώξη ὁ Ἅγ. Παντελεήμων ἀπ᾽ τό μοναστήρι του; Πήγαινε γρήγορα νά πάρης τήν εὐλογία τῆς Μονῆς!
Θεωροῦσε ὁ Γέροντας, ὅτι θά τόν ἔδιωχνε ὁ Ἅγιος ἀπ᾽ τό μοναστήρι του, ἄν δέν ἐκπλήρωνε τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης!»(ΣΑ, 395).

<>





«Μέσα σέ ἡμερολόγιο ἐφήβου ὑπάρχει γραμμένη ἡ παρακάτω σκέψι:
Παναγία μου, μάθε μου τά δύσκολα, νά μή μοῦ φαίνονται ἀκατόρθωτα!».


<>


«Παναγία μου,
Πόσο Σ᾽ εὐχαριστοῦμε πού μποροῦμε νά Σέ ὀνομάσουμε:
Δύναμι τῶν ἀβοηθήτων!
Ἐλπίδα τῶν ἀπηλπισμένων!
Προστασία τῶν Χριστιανῶν!
Συμμαχία τῶν ἀσθενῶν!
Χαρά τῶν θλιβομένων!».


<>


«Μέσα σέ κελλάκι ὑπερήλικα μοναχοῦ ὑπάρχει εἰκόνα τῆς Παναγίας, πού στό χέρι Της ἔχει σημάδια φθορᾶς, ἀπ᾽ τίς ἄπειρες φορές πού Τήν ἔχει ἀσπαστῆ».


<>


«Σέ σπίτι πολύτεκνης οἰκογένειας ὑπάρχει ἀκοίμητο καντήλι δίπλα στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τήν ὁποία τήν ἔχουν ὀνομάσει: “Οἰκονόμισσα”, ὡς ὑπενθύμισι στά μέλη τῆς οἰκογένειας, ὅτι εἶναι Ἐκείνη πού ὅλα τά φροντίζει».



<>


Γ. Βερίτης: «Σάν ἔρθει ὁ πόνος νά σέ βρῆ
νά τόν δεχθῆς παλικαρίσια.
Στάσου λεβέντης σάν τή δρῦ
τή λαμποδόκορμη τήν ἴσια»(MA, 15).

<>



Δημοτικό: «Καλότυχος πού πόνεσε, μά δέν τόν πῆρε ὁ πόνος»(Ματενόγλου Αἰκατερίνη, Μάριος, “Ὁ Λαβωμένος Σημαιοφόρος τῆς Χαρᾶς”, ἐκδ. Ὁσ. Ξένη, Πλαγιάρι Θεσ/νίκης 2007, 31).
«“Χριστέ μας”, σωστά εἶπε κάποιος Χριστιανός ποιητής: “δῶρο δικό Σου εἶναι ὁ πόνος. Δῶρο δικό Σου ἀπ᾽ τ᾽ ἀκριβά!”»(MA, 35).

<>



Ποιητικός στίχος: 
«Μέσα στοῦ πόνου τό σκληρό τό πατητήρι
γίνεται τῆς ψυχῆς τό πιό γλυκό κρασί.
Μάτια πού δέν γνώρισαν τῶν δακρύων τό ποτήρι
σκορπίζουν λίγο φῶς γιά τή ζωή»(MA, 45).

<>




Ἅγ. Νεκτάριος: «Ὁ πόνος εἶναι τό δαχτυλίδι τό ὁποῖο προσφέρει ὁ Κύριος στούς ἐκλεκτούς Του»(MA, 69).

<>




Λ. Π.: «Πετῶ στό δρόμο. Δέν πατῶ,
Χριστέ μου, σέ ἀγγίζω.
Μονάκριβε τοῦ οὐρανοῦ,
χαρά κι Ἀνάστασι τοῦ νοῦ,
νά ζῶ τώρα ἀρχίζω»(MA, 97).


<>



«“Δέν ἔβαλα νόμο στοῦ Θεοῦ τό Νόμο”· αὐτό ἀπάντησε αὐθόρμητα πρίν χρόνια ἕνας ὑπερπολύτεκνος πατέρας στήν ἐρώτησι τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Νικοδήμου Μπιλάλη: “Γιατί ἔκανες τόσα παιδιά;”»(ΓΤ, 22).

<>



Elissa Bjeletich: «Θυμᾶμαι ἕνα τροπάριο τῆς Ἁγίας καί Μ. Παρασκευῆς: Λέει ἐκεῖ ὅτι μέ τό θάνατο τοῦ Χριστοῦ “πεπλάνηται ὁ πλάνος”. Πάντα μοῦ ἄρεσει νά τό ἐξηγῶ στά παιδιά τοῦ Κατηχητικοῦ μου:
“Ἀπό τότε πού ὁ διάβολος ξεγέλασε τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα μέσα στόν Παράδεισο, μάζευε τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων πού πέθαιναν καί τίς ἔκλεινε στόν Ἅδη. Τή Μ. Παρασκευή βλέπει τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ νά κρέμεται στό Σταυρό κάι πιστεύει ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα νά φυλακίση στόν Ἅδη καί τόν ἴδιο τό Θεό. Ὁ Χριστός κηδεύεται καί τοποθετεῖται στόν τάφο, κατέρχεται στόν Ἅδη μαζί μέ ὅλους τούς ἄλλους. Ὁ διάβολος εἶναι ἐνθουσιασμένος πού ὁ Χριστός ὑπῆρξε τόσο ἀπερίσκεπτος ὥστε νά προσλάβη ἀνθρώπινο σῶμα καί νά ‘ἐγκλωβιστῆ ̓ στόν Ἅδη. Τήν Τρίτη ἡμέρα, ὅμως, ὁ Χριστός συνέτριψε τίς πύλες τοῦ Ἅδη καί ἀνέστη, ἐλευθερώνοντας καί ὅσους ἐκρατοῦντο ἐκεῖ. Ὁ διάβολος σήμερα εἶναι μέ ἄδεια χέρια, γιατί ὁ Χριστός τόν νίκησε καί μᾶς ἐλευθέρωσε”»(ΒΕ, 22).

INS

<>



«Ἔλεγαν γιά κάποιον Ἀρχιεπίσκοπο, πού ἦταν βαρειά ἄρρωστος —οἱ ἰατροί δέν τοῦ ἐπέτρεπαν νά κινηθῆ καθόλου, γιατί ἡ κατάστασι τῆς καρδιᾶς του ἦταν ἐπικίνδυνη καί μέ μία κίνησι μποροῦσε νά πεθάνη—, ὅταν τόν ἐπισκέφθηκαν ἐπίσημα πρόσωπα, τούς παρακάλεσε μέ πολλή εὐγένεια νά βγοῦν ἔξω γιά λίγο. Οἱ ἐπισκέπτες σκέφθηκαν ὅτι ἤθελε νά προσευχηθῆ, καί τόν ἄφησαν μόνο του. Ὅταν ξαναμπῆκαν, τόν εἶδαν ὄρθιο, με´τό ζωστικό καί τό ράσο του. Ἔμειναν κατάπληκτοι. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἤθελε νά τόν δοῦν εὐπρεπισμένο. Πρέπει, λοιπόν, νά ἔχουμε τό αἰσθητήριο τῆς εὐσχημοσύνης»(ΝΖ, 80).
«Ὁ Ἅγιος πού γιορτάσαμε σήμερα, ὁ Ἅγ. Παγκράτιος, ἔφυγε ἀπ᾽ τήν Ἀνατολή καί πῆγε στή Δύσι παίρνοντας μαζί του ἕνα σταυρό, ἕνα Εὐαγγέλιο καί μιά εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ὅπου παρουσιαζόταν, ἔλαμπε σάν φῶς. Τόν ἔβλεπαν οἱ ἄνθρωποι καί φοβοῦνταν νά τόν πλησιάσουν. Νόμιζαν πώς ἦταν κάποιος Θεός. Αὐτός ὁμολογοῦσε πώς δέν ἦταν Θεός, καί τότε πίστευαν στόν ἀληθινό Θεό καί γίνονταν πολλά θαύματα. Ἄλλες φορές ἔρχονταν ἐχθροί, καί ἐκεῖνος συνέχιζε τή λειτουργία μπροστά στά μάτια τους. Ὅλοι ἔβλεπαν τό πῦρ τῆς θεότητος στό πρόσωπό του καί βαπτίζονταν. Βάπτιζε ἑκατοντάδες ἀνθρώπων τήν ἡμέρα, ἀναλόγως μέ τήν μαρτυρία τῆς πίστεως.
Στό τέλος, ἕνας δαιμόνιος ἄνθρωπος, σέ συνεργασία μέ τούς αἱρετικούς καί τούς Ἰουδαίους, κατάφερε νά καλέση τόν Ἅγιο, γιά νά τόν σκοτώσουν. Ὁ Ἅγιος κατάλαβε ὅτι ἤθελαν νά τόν φονεύσουν, ἀλλά ἤθελε νά δώση τήν ὑστάτη ὁμολογία, διότι ζωή χωρίς μαρτύριο εἶναι γράμμα χωρίς ὑπογραφή καί σφραγίδα. Ἀλλά γράμμα χωρίς ὑπογραφή καί σφραγίδα δέν ἔχει κύρος. Καί ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθήκη χωρίς τό αἷμα δέν θά εἶχε κύρος. Ὁμοίως καί ἡ ζωή μας, χωρίς τήν ὑπογραφή καί τή σφραγίδα τοῦ αἵματός μας, δέν ἔχει ἰσχύ. Εὐτυχῶς ὅμως πού χύθηκε τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, καί μποροῦμε καί σωζόμαστε διά τῆς μετανοίας.
Ὅταν ὁ Ἅγιος κατάλαβε ὅτι θά τόν σκοτώσουν, κοινώνησε, πῆρε τό ὠμοφόριό του —συνήθιζε νά μιλάη στούς ἀνθρώπους μέ τά ἱερά του ἄμφια— καί πῆγε νά συμμετάσχη στό τραπέζι τῶν εἰδωλολατρῶν. Ἐκεῖνοι ἔφαγαν, ἤπιαν καί ἄρχισαν νά βλασφημοῦν, νά βρίζουν. Ὁ Ἅγιος, ἤρεμος, τούς εἶπε ὅτι δέν εἶναι καλό αὐτό πού κάνουν. Τότε τόν ἔσυραν ἔξω ἀπ᾽ τήν πόλι, τόν σκότωσαν καί τόν πέταξαν στή ρωγμή ἑνός βράχου. Ἐνῶ κάποιοι ἔψαχναν νά τόν βροῦν, ξαφνικά εἶδαν ἕνα παράξενο φῶς. Πηγαίνουν καί τόν βρίσκουν στή ρωγμή τοῦ βράχουν χωρίς πληγές, ὁλοφώτεινο καί ἀναδίδοντα εὐωδία· τό τελευταῖο μαρτύριο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στή ζωή τοῦ Ἁγίου. Μετά τό θάνατό του οἱ Χριστιανοί γιά νά τόν τιμήσουν τόν τοποθέτησαν σέ χρυσή λάρνακα. Ὁ Ἅγιος, ὅμως, παρουσιάσθηκε καί ζήτησε νά τόν ἐνταφιάσουν στή γῆ ἀπ᾽ τήν ὁποία ἐξῆλθε»(ΝΖ, 394).


<>


Ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς: «Πόσο ἀπίστευτα διαφορετικό εἶναι τό λουλούδι ἑνός δένδρου ἀπ᾽ τή ρίζα του! Καί ὅμως ὁλόκληρο καί ταυτόσημο τό δένδρο περιέχεται στή ρίζα, καί πάλι ὁλόκληρο καί ταυτόσημο δένδρο περιέχεται στό λουλούδι. Καί ὅπως τό λουλούδι μέ τήν ὀμορφιά του ὑπερβαίνει τή ρίζα, ἔτσι τά ἀναστημένα σώματα μέ τήν ὀμορφιά τους θά ὑπερβοῦν τά γήινα σώματά μας»(ΔΦ, 24).

INS

<>


Ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς: «Κάποιος ἄνθρωπος νοικοκύρης εἶχε ἕνα μοναχογυιό. Ὅμως, υἱοθετεῖ κάποιο φτωχό, καί ἄρχισε καί ἐκεῖνο νά τόν θεωρῆ ὡς πραγματικό παιδί του. Ἀλλά σ᾽ αὐτόν τόν υἱοθετημένο ἦρθε κρυφά ἕνας μαῦρος μάντης καί τόν ἔπεισε, νά φύγη ἀπ᾽ τό σπίτι τοῦ εὐεργέτη του, καί τοῦ ὐποσχέθηκε νά τόν βοηθήση μέ τίς μαγγανεῖες του νά φτάση σέ μεγαλύτερη δόξα ἀπ᾽ τή δόξα τοῦ νοικοκύρη. Πεσμένος γι᾽ αὐτό ὁ υἱοθετημένος ζήτησε τήν ἐλευθερία του ἀπ᾽ τόν εὐεργέτη του. Ἐκεῖνος ἀντιλαμβανόταν τό ὅλο πράγμα, ὅμως δέν ἔφερε ἀντίρρησι, ἀλλά ἄφησε νά γίνη τό θέλημα τοῦ υἱοθετημένου. Λυπήθηκε, ὅμως, καί στό χωρισμό ἔδωσε στόν υἱοθετημένο ἕνα κεντητό πουγκί, γεμάτο χρυσό καί πολύτιμα πετράδια. Καί τόν ἄφησε μέ δάκρυα στά μάτια. Ἔτσι ξεκίνησε ἐκεῖνος ὀ φτωχός γιά τό ταξίδι. Ἀλλά ὁ μαῦρος μάντης ὄχι μόνο δέν βοηθοῦσε αὐτόν τόν ἔρημο ταξιδιώτη, ἀλλά, ἀντίθετα, ἔστελνε τούς μαύρους συγγενεῖς του στό δρόμο μπροστά του, γιά νά τόν ληστεύουν. Βλέποντας πώς βρίσκεται σέ δυσκολία ὁ φτωχός ἐξαγόραζε τόν ἑαυτό του ἀπ᾽ τούς ληστές μέ τό χρυσό καί τά πολύτιμα πετράδια· μόνο τούς παρακαλοῦσε, νά μήν τοῦ πάρουν τό κεντητό πουγκί. Ταξιδεύοντας ἔτσι, μόνος του ἔπεφτε ἀσταμάτητα ἀπ᾽ τή μία ἐνέδρα τῶν μαύρων στήν ἄλλη. Καί ἐξαγόραζε μέ αὐτόν τόν τρόπο κατά σειρά τούς ληστές μέ τό χρυσό καί τά πολύτιμα πετράδια, ἕως ὅτου τό πουγκί ἄδειασε. Τότε βγῆκε μπροστά του ἐκεῖνος ὁ μαῦρος μάντης αὐτοπροσώπως. Ὅταν τόν εἶδε ὁ φτωχός, τοῦ ἀπευθύνθηκε γιά βοήθεια σάν σέ φίλο. Ἀλλά ὁ μαῦρος μάντης συμπεριφέρθηκε ὡς ὁ χειρότερος ληστής. Τρίζοντας τά δόντια ἔπιασε τό κεντητό πουγκί, καί ἄρχισε νά τό τραβᾶ γιά νά τό ἁρπάξη. Ὅλο ἐκεῖνο τό διάστημα ὁ νοικοκύρης ἀπό μακρυά ἔβλεπε καί ἀντιλαμβανόταν τί συμβαίνει μέ τόν υἱοθετημένο του γυιό. Καί λυπήθηκε γιά τή μοίρα του, καί ἔστειλε τό μοναχογυιό του, νά σώση ἐκεῖνο τό φτωχό ἀπ᾽ τήν καταστροφή. Ἔφτασε ὁ γυιός τήν τελευταία στιγμή, ὅταν ὁ φτωχός εἶχε ἤδη ἐξαντληθῆ ἀπ᾽ τή μάχη γιά νά κρατήση τό κεντητό πουγκί. Καί χτύπησε ὁ γυιός ἐκεῖνο τό μαῦρο μάντη καί τόν πλήγωσε θανάσιμα. Τότε τό πουγκί τοῦ φτωχοῦ γέμισε πάλι μέ χρυσό καί πολύτιμα πετράδια καί τοῦ εἶπε, ἐπειγόντως νά ἐπιστρέψη σπίτι ὅπου τόν περιμένει ὁ πατέρας νοικοκύρης.
Καταλάβατε αὐτή τήν ἱστορία; Ὁ νοικοκύρης εἶναι ὁ Θεός. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ υἱοθετημένος εἶναι ὁ Ἀδάμ καί τό γένος του. Ὁ μαῦρος εἶναι ὁ σατανᾶς. Τό κεντητό πουγκί εἶναι τό ἀνθρώπινο σῶμα. Ὁ χρυσός καί τά πολύτιμα πετράδια εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ψυχή, χαρισμένη μέ πλούσια δῶρα τοῦ Θεοῦ. Ἀπομακρυσμένο ἀπ᾽ τό Θεό, τό αὐτόβουλο ἀνθρώπινο γένος ἔχασε βαθμιαῖα ὅλο τόν πνευματικό πλοῦτο, καί παρέμεινε μόνο μέ τή σωματική ζωή του. Καί ὅταν ὁ σατανᾶς ἔκανε τήν προσπάθεια, νά πάρη γιά τόν ἑαυτό του καί αὐτό, καί ἔτσι νά καταστρέψη ἐντελῶς τό ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἐμφανίσθηκε στόν κόσμο ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος πλήγωσε θανάσιμα τό σατανᾶ, καί πληγωμένο καί ἀκίνδυνο τόν κατέρριψε στά βάθη τῆς κολάσεως. Ἐνῶ στή σωματική ζωή τῆς ἀνθρωπότητος πάλι ἐνεφύσησε τή ζώσα ψυχή καί τή γέμισε μέ θεϊκά δῶρα. Ταυτόχρονα διατάχθηκε τό γένος τοῦ Ἀδάμ, νά ἐπιστρέψη μέ τόν καινούργιο πλοῦτο στόν οἶκο τοῦ Οὐράνιο Πατέρα»(ΔΦ, 27).

<>


Ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς: «Βγῆκαν μιά φορά μερικοί κόλακες μπροστά στόν αὐτοκράτορα Κων/νο τό Μεγάλο, καί ἄρχισαν νά κακολογοῦν κάποιους κακοήθεις ἀνθρώπους, πού συκοφαντοῦσαν τόν αὐτοκράτορά τους. Ὅμως, αὐτοί οἱ συκοφάντες, λένε, δέν κρατήθηκαν μόνο στά ἄσχημα λόγια καί στά ψέμματα, ἀλλά προσέφυγαν καί σέ μιά φοβερή κακουργία: Πῆγαν μπροστά στό μαρμάρινο ἄγαλμα τοῦ αὐτοκράτορα στήν πόλι, καί τό χτυποῦσαν μέ πέτρες καί σίδερα ὥσπου νά παραμορφώσουν τό πρόσωπο τοῦ αὐτοκράτορα στό ἄγαλμα, ἀποκόλλησαν τή μύτη, καί τρύπησαν τό μέτωπο. Ὁ αὐτοκράτορας Κων/νος ἄκουσε σιωπηλά αὐτή τήν κατηγορία. Καί ὕστερα ψηλάφησε μέ τό χέρι τό πρόσωπό του, τή μύτη καί τό μέτωπο, καί τούς ἀπάντησε: “Καί τό πρόσωπό μου εἶναι καθαρό, καί τό μέτωπο ὑγιές, καί ἡ μύτη στή θέσι της!”. Ντράπηκαν οἱ κόλακες, καί ἔφυγαν μπροστά ἀπ᾽ τό πρόσωπο τοῦ αὐτοκράτορα»(ΔΦ, 29).
Ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς: «Σ᾽ ἔκλεψαν οἱ νεαροί ὑπάλληλοί σου, ὁ ἕνας μετά τόν ἄλλο, καί ὅλοι μέ τή σειρά. Καί ἀπέλυες τόν ἕνα μετά τόν ἄλλο μέ τή σειρά, καί τούς ἄλλαζες μέ ἄλλους καί αὐτούς μέ ἑπόμενους. Προσελάμβανες τούς νέους μέ τίς καλύτερες συστάσεις ὡς ἔντιμους καί σωστούς, καί ὅλοι ἀπεδείχθησαν κλέφτες. Αὐτό μερικές φορές σέ ἐξόργιζε καί ἄλλες σέ ἔθλιβε. Ἀσταμάτητα παραπονιόσουν στούς φίλους σου στήν ἀγορά καί κανείς δέν μποροῦσε νά σέ συμβουλεύση κάτι. Συνήθως σοῦ ἀπαντοῦσαν: 
—Τί τα θές, ἔτσι εἶναι ὁ κόσμος σήμερα!
Ὥσπου ὁ Θεός σοῦ ἔστειλε τό σωστό σύμβουλο. Ἔφθασαν στήν πόλι σας κάποιοι Ρῶσοι καλόγεροι ζητώντας ἐλεημοσύνη γιά τό μοναστήρι τους. Ἕνα πρωΐ μπῆκαν στό κατάστημά σου. Συζήτησες ἀρκετά μαζί τους. Τελικά παραπονέθηκες γιά τούς νεαρούς βοηθούς σου καί ὁ Γέροντας καλόγερος διαρκῶς κοιτοῦσε τό πρόσωπό σου καί σιωποῦσε. Ὅταν ὁλοκλήρωσες τόν παραπονετικό λόγο σου, εἶπε ὁ Γέροντας:
—Ὑπάρχει φάρμακο γι᾽ αὐτό!
—Πῶς; Ποῦ;
—Τό φάρμακο βρίσκεται μέσα σου, ἀπάντησε ὁ Γέροντας. Πρόσεχε ἀπό δῶ καί μπρός, πῶς ζυγίζεις ἐσύ ὁ ἴδιος τά προϊόντα. Βάζε περισσότερο στό ζύγισμα, πάντα γέμιζέ το! Καί οἱ κλέφτες θά πάψουν νά σέ κλέβουν.
Κεραυνοβολημένος σάστισες! Αὐτό οὔτε κἄν τό ὑπαινίχθηκε ποτέ κανείς, δηλαδή ὅτι σέ κλέβουν ἐπειδή ἐσύ κλέβεις τούς ἄλλους. Ἔκλεβες τούς πελάτες σου στό ζύγισμα, γι᾽ αὐτό οἱ νεαροί ἔκλεβαν ἐσένα. Ἀμέσως ξεκίνησες διαφορετικά. Ἔβαζες περισσότερο στό ζύγισμα. Λίγη ζάχαρη παραπάνω, λίγους κόκκους καφέ περισσότερους, ἤ ρύζι, ἤ ὅποιο ἄλλο προϊόν. Ἔτσι ὅπως ἀκριβῶς ἔκαναν οἱ παλαιοί ἔμποροι. Καί ἀπό τότε ποτέ πιά δέν ἀντελήφθηκες ὅτι κάποιος σέ ἔκλεψε. Οἱ ἴδιοι ἐκεῖνοι νεαροί βοηθοί σου, πού κάποτε σέ ἔκλεβαν, ἐδῶ καί πολλά χρόνια εἶναι μαζί σου. Ὅλοι ἐργάζονται ἔντιμα, καί κανείς δέν κλέβει. Καί τό κατάστημά σου πηγαίνει καλύτερα. Ἁπλά ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα αἰσθάνεσαι τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ὅταν ὁ πνευματικός Γέροντας σοῦ ἄνοιξε τά μάτια καί εἶδες τήν ἀλήθεια»(ΔΦ, 33).

<>



Ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς: «Σέ κάποιο ἀπ᾽ τά χωριά τῆς περιοχῆς μας γινόταν λιτανεία μέσα στούς ἀγρούς. Ἕνας ἄνθρωπος, πού εἶχε ἐπιστρέψει λίγο καιρό πρίν ἀπ᾽ τήν Ἀμερική ὅπου ἐργαζόταν, στεκόταν μπροστά ἀπ᾽ τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του καί χλεύαζε τούς “σταυροφόρους”. Σύντομα παρά τήν ξηρασία πού ἐπικρατοῦσε ξέσπασε δυνατή βροχή στό χωριό. Στό χωριό δέν συνέβη τίποτε, ἀλλά στό δικό του ἀγρό, πού ἦταν φυτεμένος μέ σιτάρι, ἔπεσε τόσο πολλή ἄμμος, πού δέν φαινόταν οὔτε τό σιτάρι οὔτε τό χῶμα»(ΔΦ, 38).

<>







Ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς: «Οἱ Τοῦρκοι δέν κάνουν λιτανεῖες. Ἀλλά συνέβη τήν ἐποχή τῆς τουρκοκρατίας σέ μιά μακεδονική πόλι κάτι, πού ἀκόμα θυμοῦνται καί περιγράφουν ζωντανοί μάρτυρες. Ἐπικρατοῦσε μεγάλη ξηρασία. Οἱ Τοῦρκοι παρακάλεσαν τούς Χριστιανούς νά κάνουν λιτανεία. Ὁ ἐπίσκοπος μέ τούς ἱερεῖς καί τό λαό ξεκινοῦν τή λιτανεία βαστώντας τούς σταυρούς καί ὁδηγοῦν τή λιτανεία ἔξω ἀπ᾽ τήν πόλι κοντά στίς πηγές. Στή μιά πλευρά βάδιζαν οἱ Χριστιανοί καί στήν ἄλλη οἱ μουσουλμάνοι. Δέν πρόλαβαν νά ἀναγνώσουν ὅλες τίς προσευχές καί ὁ οὐρανός σκοτείνιασε καί ἄρχισε νά βρέχη τόσο πολύ πού οἱ “σταυροφόροι” γύρισαν τρέχοντας στά σπίτια τους»(ΔΦ, 38).

<>



Ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς: «Ὁ Θεός σοῦ δώρισε τή μοναχοκόρη. Τό δῶρο αὐτό ἐσύ ἀνόητα τό κατέστρεψες. Εἶχες τήν ἐμμονή ὅτι τή μοναχοκόρη σου θά κάνη εὐτυχισμένη μόνο μιά μεγάλη προίκα. Καί ἀμέλησες νά παράσχης στήν κόρη σου ἐκεῖνα πού πράγματι συνεισφέρουν στήν εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου σ᾽ αὐτό τόν κόσμο: τήν ἐκπαίδευσι, τή συμπεριφορά, τήν καρδιά, τήν ψυχή. Μόνο μάζευες χρήματα γιά τήν προίκα της. Σκέφθηκες: ὅσο μεγαλύτερη προίκα τόσο βεβαιότερη τύχη. Ἤθελες νά κάνης τό παιδί σου ὅσο πιό ἀκριβό, καί νά τοῦ ἀγοράσης τόν πιό ἀκριβό γαμπρό. Στήν παράλογη σκέψι πρόσθεσες καί ἄδικη πράξι, δηλαδή ὅταν πέθανε ὁ συνέταιρός σου, μέ ψευδεῖς λογαριασμούς ἅρπαξες τό μερίδιό του καί ἔτσι ἄφησες τή γυναῖκα του καί τά παιδιά του χωρίς ψωμί. Παραγέμισες τό βιβλιάριο καταθέσεων μέ χρήματα γιά τήν προίκα της, ἀλλά καί τήν ψυχή σου μέ τήν ἀδικία. Δηλαδή, στήν ἀφροσύνη καί στήν ἀδικία ἔκτιζες τήν εὐτυχία τοῦ πιό ἀγαπημένου πλάσματος, γιά τό ὁποῖο ζοῦσες καί ἐργαζόσουν. Γιατί εἶναι παράξενο, πού τό οἰκοδόμημα, τό ὁποῖο κτίστηκε σέ τέτοια θεμέλια, κατέρρευσε καί ἔπεσε πάνω σέ σένα καί τήν κόρη σου; Ξέχασες —ἄν ποτέ τό γνώριζες— ὅτι τά ἅγια οὐράνια μέ ὀργή τιμωροῦν τήν ἀφροσύνη καί τήν ἀδικία.
Μνηστῆρες, πλεονέκτες γιά τό χρῆμα, κατέλαβαν τό σπίτι σου. Καί ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς, ὁμοϊδεάτης σου στόν τρόπο πού βλέπεις τό χρῆμα, κατάφερε νά παντρευτῆ σωματικά τήν κόρη σου καί μέ τήν καρδιά τά χρήματά σου. Δέν πέρασε οὔτε ἕνας χρόνος, ὅταν ἡ καλοπροικισμένη σου χτυπᾶ κάποιο βράδυ τήν πόρτα σου μαλλιοτραβηγμένη, ματωμένη, ντροπιασμένη κάι κυνηγημένη. Μεθυσμένος ὁ ἄντρας της, τήν ἔδειρε καί τήν πέταξε ἀπ᾽ τό σπίτι ἔγκυο. Τήν ἑπόμενη ἡμέρα τό πρωΐ, ἐγκατέλειψε τό σπίτι καί χάθηκε στόν κόσμο μέ τά χρήματά σου. Τώρα κουνᾶς τό ἐγγονάκι δίπλα ἀπ᾽ τό μαξιλάρι τῆς κόρης σου, γιά τήν ὁποία εἶπαν οἱ γιατροί ὅτι πάσχει ἀπό φυματίωσι καί πρέπει νά τήν στείλης στίς Ἄλπεις. Ἀλλά ἐσύ δέν ἔχεις πιά χρήματα νά τήν στείλης  οὔτε στό Zlatibor, πόσω μᾶλλον στίς Ἄλπεις. Καί ρίχνοντας κατάρες στό γαμπρό σου ρωτᾶς, ἄν ὑπάρχη στόν κόσμο Θεία δικαιοσύνη;
Μά πῶς δέν ὑπάρχει Θεία δικαιοσύνη; Καί ὅποιος δέν πιστεύει σ᾽ αὐτή, πρέπει νά πειστῆ μέ τή δική σου περίπτωσι. Μέ τήν προίκα νόμιζες πώς θά κάνης εὐτυχισμένη τήν κόρη σου, μέ τήν προίκα τήν ἔκανες δυστυχισμένη. Ἔκλεψες τό ψωμί τῶν ὀρφανῶν γιά νά σιγουρέψης τή σαμπάνια τῆς κόρης σου, μά ὁδήγησες στήν πείνα καί τόν ἑαυτό σου καί τήν κόρη σου καί τό ἐγγονάκι σου. Μέ τήν προίκα ἀγόρασες δυστυχία γιά τέσσερεις: καί γιά τούς τρεῖς σας καί γιά τό γαμπρό σου. Ἐφόσον καί τή δική του ψυχή σκότωσες μέ τήν προίκα. Καλομαθημένος ἀπ᾽ τά χρήματα τά ὁποῖα δέν δούλεψε, θά προοδεύση γρήγορα ἀπό ἐδῶ καί πέρα στό συνάφι τῶν ἀπατεώνων, τῶν ὁποίων οἱ τάφοι βρίσκονται πλάι στό δρόμο.
Ἡ Θεία δικαιοσύνη ἐμφανίσθηκε καί τά παράπονά σου ἐναντίον της ἀποδεικνύουν μόνο τό δικό σου συσκοτισμό ἀπ᾽ τήν ἀδικία. Ἰδού, θά γίνης παραμάνα στό ἐγγονάκι σου, συνεχῶς γεμάτος μέ ἀνησυχίες, τί νά πωλήσης ἀπ᾽ τό σπίτι, γιά νά ἐξασφαλίσης σ᾽ αὐτό φαγητό καί στήν κόρη σου φάρμακα. Θά ξεπουλᾶς ὅλα ὅσο ὅσο, ὥστε νά παρατείνης τή ζωή τῶν τριῶν σας στό σπίτι ἀπό μέρα σέ μέρα. Μέ φόβο θά περιμένης τή κάθε καινούρια μέρα σάν αἰώνια πεῖνα. Καί θά ἀκοῦς τό κλάμμα τοῦ παιδιοῦ καί τόν βήχα τῆς μάνας σάν σύριγμα ἀπ᾽ τό μαστίγιο τῆς μοίρας, πού ψάχνει τήν πλάτη σου.
Μά ἄν ἤσουν ταπεινός θά μάθαινε καί ἡ κόρη σου τήν ταπείνωσι! Ἡ μοναχοκόρη σου θά τραγουδοῦσε τώρα στό σπίτι κάποιου ταπεινοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλά ἠ ταπείνωσι, ὅπως καί κάθε ἄλλη ἀρετή, σοῦ φαίνονταν σάν κάποιος εὐαγγελικός ὕμνος, γιά ἄλλες ἐποχές. Δέν γνωρίζες, ὅτι οἱ εὐαγγελικές ἀρετές εἶναι ἀμετακίνητοι βράχοι, πάνω στούς ὁποίους κτίζεται ἤ συνθλίβεται ἡ εὐτυχία τῶν ἀνθρώπων»(ΔΦ, 39).


<>

«Μιά φορά χρειάστηκε νά βγῶ ἀπ᾽ τό Ἅγ. Ὄρος καί δέν εἶχα χίλιες δραχμές, τόσο κόστιζε ἡ ἔξοδος. Στό ταχυδρομεῖο εἶχα πεῖ ὅσες ἐπιταγές ἔφταναν νά τίς ἐπιστρέφουν. Δέν περίμενα, λοιπόν, ἀπό πουθενά χρήματα. Ὅταν, ὅμως, μοῦ ἔφεραν τήν ἀλληλογραφία, ὑπῆρχε ἕνας φάκελος πού μέσα εἶχε χίλιες δραχμές. Στή θέση τοῦ ἀποστολέα, προσέξτε, ἔγραφε: “Παντάνασσα”! Ἀναλύθηκα σέ δάκρυα »(ΜΜ, 84).

INS


<>





«Ἐπαναλάμβανε συνεχῶς ὁ Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης ὅτι ποτέ κανείς δέν πρόκειται νά φύγη ἀπό Σένα [τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο], χωρίς νά βρῆ ἔλεος!
Αὐτή τήν ἀλήθεια Ἐσύ ἡ ἴδια μᾶς τήν ἀποκάλυψες καί τότε πού ἐμφανίστηκες στό Γέροντα Ἀναστάσιο τοῦ Κουδουμᾶ, ὅπως ὁ ἴδιος διηγεῖται:
“Στόν καιρό τῆς θλίψεώς μου, ξαφνικά κάλυψε τό κελλί μου ἕνα ἐκτυφλωτικό φῶς καί ἁπλώθηκε μιά ἄρρητη εὐωδία. Τότε ἐμφανίστηκε ἡ Κυρία Θεοτόκος καί μέ ρώτησε τί μοῦ συμβαίνει. Ἐγώ δέν ἤμουν σέ καλή κατάστασι καί τῆς εἶπα:
—Παναγία μου, τόν Υἱό σου ἀναζητῶ.
Ἡ Θεοτόκος μέ ξαναρώτησε καί δεύτερη καί τρίτη φορά τί μοῦ συμβαίνει, ὅμως, ἐγώ καί πάλι τῆς ἀπάντησα:
—Τόν Υἱό σου θέλω.
Τότε ἡ Κυρία Θεοτόκος, ἀφοῦ μέ εὐλόγησε, μοῦ εἶπε ἁπαλά:
—Νά ξέρη, παιδί μου, ὅτι ἐγώ εἶμαι ἡ Διαχειρίστρια τοῦ ἐλέους τοῦ Υἱοῦ μου.
Καί ἀφοῦ πῆρε ὅλη τή θλίψι μου, μέ εὐλόγησε κι ἔγινε ἄφαντη!”»(ΜΜ4, 80).

<>



«Διηγοῦνται ὅτι κάποτε ἕνας ἀσκητής ζητοῦσε μετά δακρύων μιά χάρι ἀπ᾽ τό Χριστό καί ἠ χάρι δέν τοῦ γινόταν. Πέρασαν χρόνια πολλά ἔμπονης προσευχῆς, ἀλλά ἡ προσευχή του δέν ἔπαιρνε ἀπάντησι. 
Ὡσπου κάποια φορά, σέ ὥρα βαθειᾶς καί ἔντονης ἱκεσίας, βλέπει μπροστά του τό Χριστό καί πλάι Του τήν Παναγία Μητέρα Του.
Ἔκθαμβος καί μέ λυγμούς πέφτει στά πόδια τοῦ Χριστοῦ καί λέει:
—Κύριε, χρόνια σέ ἱκετεύω καί δέν ἀκοῦς.
Καί τότε ὁ Χριστός, δείχνοντάς του τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τοῦ ἀπαντᾶ:
—Σ᾽ Αὐτή τό εἶπες;»(ΜΜ, 83).


<>



«Ἔχουμε περιστατικά πού φανερώνουν ὅτι τό βαπτιστικό σταυρουδάκι πού φορᾶμε ὄντως μᾶς προστατεύει;
Ἀντί ἄλλης ἀπαντήσεως θά σημειώσω ὅσα ὁ εἰσαγγελέας Λυμπέρης Παπανδρέου, διηγήθηκε στό δικαστή Ν. Καπιτσόγλου, ὅταν πρόσεξε ὅτι εἶχε στό λαιμό του ἕνα σταυρό.
Τοῦ ἔδειξε ἕνα σταυρό πού φοροῦσε κι αὐτός στό λαιμό του καί εἶπε: Αὐτός ὁ σταυρός μοῦ ἔσωσε τή ζωή. Χωρίς αὐτόν θά ἤμουν ἤδη ἀπ᾽ τό χειμώνα τοῦ 1943 νεκρός. Ἦταν ἡ περίοδος τῆς Γερμανικῆς Κατοχῆς (στήν Ἑλλάδα) κατά τήν ὁποία ὅποιος ἔπεφτε στά χέρια τῶν Γερμανῶν καί μεταφερόταν στό κέντρο τῶν βασανιστῶν τους, στήν ὁδό Μέρλιν στήν Ἀθήνα, δέν ἔφευγε ἀπό αὐτό παρά γιά τό νεκροταφεῖο.
Ἐκεῖνη τήν ἐποχή συνελήφθηκα καί ἐγώ. Εἶχα κατηγορηθῆ ἀπό ἕνα ἀνώτατο  ὄργανο τῶν Γερμανῶν ὅτι συνεργαζόμουν μέ ἀντάρτες, πού ὀργάνωναν “sabotage” ἐναντίον τους. Ἡ ἄρνησι, τήν ὁποία ἀντέτασσα σέ κάθε “κατηγορῶ”, ἐξαγρίωνε τούς ἀνακριτές μου. Ἔτσι παραδόθηκα σέ βασανιστήρια. Τήν Τρίτη μέρα τοῦ μαρτυρίου μου ὁδηγήθηκα σ᾽ ἕνα εὐρύχωρο δωμάτιο. Σέ αὐτό ὑπέστην τά πάνδεινα. Παρέλασαν πέντε γιγαντόσωμοι βασανιστές, καθένας τῶν ὁποίων ἐξάντλησε ὅλες τίς δυνάμεις του πάνω μου. Σιγά-σιγά ἄρχισα νά αἰσθάνωμαι ὅτι σέ λίγο θά ἔμενα νεκρός ἐκεῖ. Μετά τούς γιγαντόσωμους βασανιστές, μέ παρέλαβε ὁ ἴδιος ὁ ἀνάκριτης. Σέ μιά στιγμή ἔξαλλος μέ ἔπιασε μέ τά δυό του χέρια ἀπ᾽ τό λαιμό καί ἄρχισε νά μέ σφίγγη. Ἔνιωσα ὅτι θά πέθαινα ἀπό ἀσφυξία. Διέθεσα ὅσες δυνάμεις εἶχα καί ἀπαλλάχτηκα ἀπ᾽ τά χέρια του. Ἀμέσως, σχίζοντας τό πουκάμισό μου, ἀπελευθέρωσα τό στῆθος μου. Ἤθελα νά ἀναπνεύσω. Δέν εἶχα σκεφθῆ κἄν τί εἶχα κάνει. Τήν ἴδια, ὅμως, στιγμή ἀντίκρισα τό βασανιστή μου νά γίνεται χλωμός. Ἔγινε ἄσπρος ὕστερα, σάν τόν τοῖχο. Προσπαθοῦσε νά σηκώση τά χέρια του καί δέν τό κατόρθωνε. Ἄρχισε τότε νά κλαίη... Ναί, νά κλαίη τρομαγμένα σάν μικρό παιδί! Ἔπειτα ἦλθε κοντά μου, ἔσκυψε στό στῆθος μου καί... φίλησε αὐτόν ἐδῶ τό σταυρό, πού εἶχα στό λαιμό μου! Ὁμολογῶ ὅτι δέν πίστευα στά μάτια μου γιά ὅσα ἔβλεπα. Σέ λίγο φώναξε καί τοῦ ἔφεραν ἕνα ποτήρι νερό. Μέ αὐτό ἔπλυνε μόνος του, μέ τά χέρια του, τίς πληγές μου καί ἀφοῦ μέ κάθισε σέ μιά καρέκλα νά συνέλθω ἔφυγε γιά νά ἐπιστρέψη μέ ἀρκετούς συναδέλφους του, μπροστά στούς ὁποίους ἀφηγήθηκε τά ἑξῆς:
Μόλις ἄνοιξε ὁ ἄνθρωπος αὐτός τό στῆθος του, ἔλαμψε στά μάτια μου σάν ἀστραπή αὐτός ὀ μικρούτσικος σταυρός. Καί ἠ λάμψι σχημάτισε ἕνα φλογερό “nein” (ὄχι). Τώρα πού ἔχω συνέλθει, κύριοι, μπορῶ νά πῶ ὅτι ὁ Θεός βρίσκεται κοντά στούς πιστούς. Ἔπειτα ἀπευθύνθηκε σέ μένα καί μοῦ εἶπε:
Θά σᾶς παρακαλοῦσα νά μοῦ προσφέρετε αὐτόν τό σταυρό γιά νά μέ προφυλάση ἀπ᾽ τήν ἄδικη κρίσι. Ἀλλά δέν εἶμαι ἄξιος... Δέν πιστεύω ὅπως ἐσεῖς στό Θεό. Διότι ἄν πίστευα... Καί σταμάτησε ἀπότομα τή φράσι.
Ἔτσι, σώθηκα ἀπό βέβαιο θάνατο χάρι στήν προστασία τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, κατέληξε ὁ εἰσαγγελέας Λυμπέρης Παπανδρέου. (περ. Κιβωτός, Θαύματα πού γίνονται σήμερα,  Σ 1953, 347)»(ΣΤ, 257).

<>





Ένας άντρας έμπαινε στο λεωφορείο κάθε μέρα για να πάει στη δουλειά.
Μια στάση αργότερα, μια ηλικιωμένη γυναίκα έμπαινε στο λεωφορείο και καθόταν δίπλα στο παράθυρο.
Η ηλικιωμένη άνοιγε μια τσάντα και σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής, πετούσε κάτι από το παράθυρο.
Έκανε πάντα το ίδιο και μια μέρα, με απορία, ο άντρας ρώτησε τι πετούσε έξω από το παράθυρο.
- Είναι σπόροι, είπε η ηλικιωμένη.
- Σπόροι; Σπόροι τι;
- Από λουλούδια! Απλώς κοιτάζω έξω και όλα είναι τόσο άδεια... Θέλω να μπορώ να ταξιδεύω βλέποντας λουλούδια σε όλη τη διαδρομή.
- Μα οι σπόροι πέφτουν στην άσφαλτο, τα αυτοκίνητα τους συνθλίβουν, τα πουλιά τους τρώνε... Πιστεύεις ότι οι σπόροι σου θα φυτρώσουν δίπλα στο μονοπάτι;
- Φυσικά. Ακόμα κι αν χαθούν πολλοί, κάποιοι θα καταλήξουν στο χαντάκι και τελικά θα φυτρώσουν.
- Μα... Θα πάρουν χρόνο να μεγαλώσουν, χρειάζονται νερό...
- Οτι μπορώ κάνω. Θα έρθουν οι βροχερές μέρες!
Η ηλικιωμένη γυναίκα συνέχισε τη δουλειά της...
Και ο άντρας κατέβηκε από το λεωφορείο για να πάει στη δουλειά, νομίζοντας ότι η γριά είχε χάσει λίγο τα μυαλά της.
Λίγους μήνες αργότερα, πηγαίνοντας στη δουλειά, ο άντρας κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο, είδε όλο το μονοπάτι γεμάτο λουλούδια...
Το μόνο που είδε ήταν ένα πολύχρωμο και ανθισμένο τοπίο!
Θυμήθηκε τη γριά, αλλά δεν την είχε δει για μέρες. Ρώτησε τον οδηγό:
- Η γριά με τους σπόρους;
- Λοιπόν, πέθανε πριν ένα μήνα.
Ο άντρας επέστρεψε στη θέση του και συνέχισε να κοιτάζει το τοπίο.
Τα λουλούδια άνθισαν, σκέφτηκε, αλλά τι ωφελεί η δουλειά της; Δεν μπορούσε να δει το έργο της.
Ξαφνικά, άκουσε ένα αγόρι να γελάει.
Ένα κορίτσι έδειξε ενθουσιασμένη τα λουλούδια.
- Κοίτα, μπαμπά! Δείτε πόσα λουλούδια!
Δεν χρειάζεται να εξηγήσω το νόημα αυτής της ιστορίας...
Η ηλικιωμένη γυναίκα της ιστορίας μας, είχε κάνει τη δουλειά της και άφησε την κληρονομιά της σε όλους όσους μπορούσαν να τη λάβουν, σε όσους μπορούσαν να τη συλλογιστούν και να είναι πιο ευτυχισμένοι.
Λένε ότι ο άνθρωπος, από εκείνη την ημέρα, κάνει το ταξίδι από το σπίτι στη δουλειά με ένα σακουλάκι με σπόρους που πετάει από το παράθυρο.
Μη σταματάς να φυτεύεις καλά πράγματα.
Πάντα κάποιος θα θερίζει τη σπορά σου.



<>







«Ὁ δύτης εἶναι συνδεδεμένος μέ τό πλοῖο του μ᾽ ἕνα σκοινί, ἀρκεῖ νά τραβήξη δυνατά δύο φόρες καί τόν ἀνεβάζουν στήν ἐπιφάνεια. Εἶναι μιά ἀσφάλεια στούς πολλούς κινδύνους πού ἀντιμετωπίζει στό βυθό.
Ὁ ἄρρωστος τραβάει τό καλώδιο καί κτυπᾶ τό κουδούνι τοῦ κρεββατιοῦ του. Τί ἀνακούφισι μέ τή σκέψι ὅτι τό προσωπικό τοῦ νοσοκομείου θά εἶναι διαθέσιμο ἡμέρα καί νύκτα ν᾽ ἀπαντήση στό κάλεσμά του.
Ἡ ἡλικιωμένη κυρία πού ζῆ μόνη, δέν διστάζει νά χρησιμοποιήση τό τηλέφωνό της, πάνω στό ὁποῖο εἶναι γραμμένοι οἱ ἀριθμοί κλήσεων τῶν πυροσβεστῶν, τοῦ γιατροῦ καί τῆς κόρης της. Γνωρίζει ὅτι μπορεῖ νά ὑπολογίση στούς μέν ἤ στούς δέ σέ περίπτωσι ἀδιαθεσίας ἤ ἀπρόβλεπτου προβλήματος.
Ἀλλά πολλές φορές οἱ γραμμές εἶναι κατηλειμμένες, τό προσωπικό ἀδιάφορο ἤ ὑπερφορτωμένο. Δέν βρίσκει πάντα κανείς κάποιον στό τέρμα τῆς γραμμῆς κι ἄλλοτε πέφτει σ᾽ ἕνα τηλεφωνητή.
Μόνο Ἕνας ἔχει μιά ἐλεύθερη γραμμή, ποτέ ἀπασχολημένη, ποτέ γιά ἀπόντες συνδρομητές. Αὐτός ἀκούει τό παραμικρό σῆμα, τόν πιό μικρό ἀναστεναγμό πρός Αὐτόν, καί ἀπαντᾶ προσωπικά, μέ καλοσύνη καί συμπόνια. Εἶναι ὁ Θεός “ὁ ὁποῖος ἀκούει τήν προσευχή”(Ψ 64, 3). Τόν καλέσατε στή στενοχώρεια σας, τοῦ στείλατε ἕνα SOS (στά ἀγγλικά: σῶστε τίς ψυχές μας), γιατί Αὐτός θέλει νά σώση τήν ψυχή σας;»(ΣΠ).

<>






«Κάποτε καί στή μονῆ τῆς Σκιάθου μέ τούς πενήντα περίπου μοναχούς ἔπεσε πείνα μεγάλη, καί οἱ ὅσιοι Πατέρες βρίσκονταν σέ ἀνησυχία γιά τό πῶς θά καθίστατο δυνατή ἡ συνέχισι τῆς ἐκεῖ ἐγκαταβιώσεώς τους. Ὁ ὅσιος Νήφων ὅλη του τήν ἐλπίδα τήν εἶχε ἀναθέσει στήν Κυρία Θεοτόκο, πού πολύ εὐλαβοῦνταν. Καί πράγματι ἡ Οἰκονόμος τοῦ μοναστηριοῦ ἔκανε τό θαῦμα: “Δέν πέρασαν πολλές μέρες καί πέθανε στό Ροδόστολο ἕνας πλούσιος, ὁ ὁποῖος μή ἔχοντας κανένα κληρονόμο, ἄφησε τήν περιουσία του στόν ἀδελφό του Ἀνανία, μοναχό στό κοινόβιο τῆς Σκιάθου. Ὁ Ἀνανίας παίρνοντας τήν εὐλογία τοῦ Γέροντος, ἀναχώρησε γιά τό Ροδόστολο. Ἐκεῖ φόρτωσε ἕνα πλοῖο μέ τά πράγματα τοῦ ἀποβιώσαντος μεγαλέμπορου ἀδελφοῦ του καί τά μετέφερε στό μοναστήρι. Μάλιστα τά χρήματα εἶχε τήν προνοητικότητα νά τά κρύψη μέσα σέ βαρέλια μέ παστά ψάρια γιά τό φόβο τῶν πειρατῶν τοῦ Αἰγαίου. Ὁ παπα-Νήφων, μόλις ἔφθασαν τά χρήματα, δόξασε βέβαια τό Θεό πού φροντίζει γιά τούς δοῦλους του, κάλεσε ὅμως τόν παπα-Σισώη καί τόν παπα-Ἀγάθωνα καί τούς εἶπε: 
—Στενοχωριέμαι πολύ, τέκνα μου, ἀκούγοντας ὅτι οἱ φτωχοί πεθαίνουν ἀπ᾽ τήν πείνα, ἐνῶ ἐμεῖς ἔχουμε χρήματα καί τά κρύβουμε ἀνωφελῶς.
Οἱ δύο ἱερομόναχοι ἀπάντησαν:
—Ἀββᾶ, τό ὅτι ἡ μονή μας ἔχει πολλές ἀνάγκες εἶναι φανερό. Ἀλλά αὐτό πού εἶναι τό πιό ἀναγκαῖο ἀπ᾽ ὅλα, ὅπως πολλές φορές μᾶς δίδαξες, εἶναι τό νά πράττουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κάνε, λοιπόν, ὅπως ὁ Θεός σέ φωτίσει.
Τότε ὁ θεοδίδακτος Νήφων τούς εὐλόγησε καί μοίρασε κρυφά πολλά πουγγιά στούς φτωχούς, προτιμώντας αὐτός τήν στέρησι καί τήν πενία, ὅπως ἐξάλλου τό ἴδιο ἔκανε πολλές φορές καί στήν Ἰκαρία”»(ΓΣ, 118).

<>


Χρῆστος Νικολόπουλος: «Ὁ π. Ἐμμανουήλ Κεντρωτᾶς, ἱερέας τῆς Μήλου τή δεκαετία τοῦ 1980, διηγήθηκε στό βαπτιστήρι του, ἀργότερα ἱερέα τῆς βορείου Ἑλλάδος, τό ἑξῆς θαυμαστό λειτουργικό γεγονός. Εἶχε πάει κάποτε νά λειτουργήση σ᾽ ἕνα ἐξωκκλήσι τοῦ νησιοῦ. Πρίν πάη ἔστειλε κάποιες γυναῖκες νά τό καθαρίσουν. Κατά λάθος, ὅμως, κάποια κυρία φεύγοντας ξέχασε τό μπουκάλι τῆς χλωρίνης στήν προσκομιδή, ἐκεῖ ὅπου ἑτοιμάζονται τά Τίμια Δῶρα. Οἱ ἱερεῖς στή Θ. Κοινωνία ἐκτός ἀπό Ἄρτο καί Οἶνο χρησιμοποιοῦν συμβολικά καί λίγο νερό, ἐπειδή ὅταν λογχίσθηκε ἡ πλευρά τοῦ Κυρίου, κατά τή Σταύρωσι, βγῆκε αἷμα καί ὕδωρ.
Ὁ π. Ἐμμανουήλ ὡς διαβητικός πού ἦταν ἀραίωνε πολύ τόν Οἶνο, μέ ἀποτέλεσμα νά ρίξη πολύ ἀπ᾽ τό περιεχόμενο τοῦ μπουκαλιοῦ τῆς χλωρίνης, νομίζοντας ὅτι περιεῖχε νερό. Μετά τά Σά ἐκ τῶν Σῶν καθώς ἔριξε, ὡς εἴθισται, τό ζέον, δηλαδή τό βραστό νερό, μέσα στή Θ. Κοινωνία, ἡ χλωρίνη ἔβρασε μέσα στό Ἅγ. Ποτήριο. Ὁ ἱερέας παραξενεύθηκε καί μυρίζοντας τή Θ. Κοινωνία κατάλαβε ὅτι εἶχε ρίξει χλωρίνη. Μύρισε καί τό μπουκάλι τῆς χλωρίνης καί ἐπιβεβαιώθηκε.
Πῶς θά κοινωνοῦσε τώρα τόν κόσμο; Ἐπιπλέον δέν ἔπρεπε νά πεταχθῆ ἡ Θ. Κοινωνία. Βγῆκε τότε στήν Ὡραία Πύλη καί ἐνημέρωσε τούς πιστούς ὅτι δέν θά μποροῦσε σήμερα νά κοινωνήση κανένα. Ὁ π. Ἐμμανουήλ, μετά τή λήξι τῆς Θ Λειτουργίας, ἔμεινε μόνος μέσα στό ἱερό καί κατέλυσε ὅλη τή Θ. Κοινωνία πού περιεῖχε χλωρίνη. Μετά πῆγε στό σπίτι του, χωρίς νά ἀναφέρη τίποτε στήν πρεσβυτέρα του, ξάπλωσε καί ἔβαλε μία λεκάνη δίπλα στό κρεββάτι του. Ξύπνησε χωρίς νά ἔχη πάθει τίποτε καί μετά διηγήθηκε στήν οἰκογένειά του τό θαυμαστό γεγονός.
Ἕνα παρόμοιο γεγονός ἀναφέρεται καί στή βιογραφία τοῦ Ἁγ. Νικολάου Πλανᾶ (1851-1932). Ἕνας φαρμακοποιός εἶχε παρασκευάσει ἕνα δυνατό φάρμακο, ἀπό κάποιο θεραπευτικό δηλητήριο, στόν Ἅγιο, γιά νά τόν ἐνισχύση σωματικά στά γεράματά του. Ἔπρεπε, ὅμως, νά τό πίνη σέ πολύ μικρή δόσι κάθε πρωΐ ἀλλιῶς θά τόν σκότωνε. Γιά τό λόγο αὐτό καί γιά νά μή γίνη κανένα τραγικό λάθος τοῦ τό ἔδιναν οἱ συγγενεῖς του. Κάποιο πρωΐ, ὅμως, ὁ Ἅγιος, στή βιασύνη του γιά νά λειτουργήση, πῆρε τὸ φάρμακο, ἀντί νά πάρη τό νᾶμα (οἶνο), γιὰ τὴ Θ. Κοινωνία. Στήν ἐκκλησία του λειτούργησε κανονικά χρησιμοποιώντας ἀνυποψίαστος τό δηλητήριο ἀντί γιά τόν Οἶνο. Ὅπως ἦταν φυσικό, στό τέλος τῆς Θ. Λειτουργίας κοινώνησε τούς πιστούς καί τό ὑπόλοιπο τό κατέλυσε ὁ ἴδιος, χωρίς νά αἰσθανθῆ οὔτε αὐτός οὔτε καί οἱ ὑπόλοιποι πού κοινώνησαν καμμία ἐνόχλησι. Οἱ δικοί του ἄνθρωποι, ὅταν κατάλαβαν τό λάθος τοῦ Ἁγίου, ἔτρεξαν ἀμέσως στήν ἐκκλησία, ἀλλά ἦταν ἤδη ἀργά, ἀφοῦ ἡ Θ. Λειτουργία εἶχε τελειώσε, ὁ κόσμος εἶχε φύγει καί ὁ ἴδιος εἶχε καταλύσει τὸ ὑπόλοιπο περιεχόμενο τῆς Θείας Κοινωνίας».




<>




«Περπατοῦσε μιά ἡλιόλουστη μέρα στόν κῆπο τοῦ μοναστηριοῦ ὁ Ἅγ. Γερβάσιος Παρασκευόπουλος, ὅταν κάποιος τόν ρωτάει:
—Γέροντα, μιλᾶς γιά τό Χριστό τόσο συχνά! Μπορεῖς νά μοῦ πῆς τί σοῦ ἔκανε ὁ Χριστός στή ζωή σου;
Ὁ Γέροντας σταματάει καί δείχνοντας ἕνα ὡραῖο εὔοσμο ἄνθος τοῦ λέει:
—Ὅ,τι ὁ Ἥλιος στό ἄνθος αὐτό! Μπορεῖ νά ζήση ὁ ἄνθρωπος χωρίς ὀξυγόνο; Τό ψάρι χωρίς νερό; Τό φυτό χωρίς ἥλιο; Ἄλλο τόσο καί ἡ ψυχή χωρίς Χριστό, χωρίς τόν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, χωρίς τό θεῖο φῶς. Αὐτό ἦταν καί εἶναι ὁ Χριστός γιά μένα.
Αὐτό εἶναι ὁ Σαρκωμένος Θεός γιά ὅλους μας»(ΔΖ, 149).


<>





Ἡ ἀλήθεια δέν εἶναι κάτι, ἀλλά Κάποιος. Ἡ ἀλήθεια εἶναι Πρόσωπο καί ὄχι πράγμα. Ὁ Χριστός τό τόνισε ἀυτό: “Ἐγώ εἰμί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή”.



<>



«Ὅπως ἀναφέρει ἡ ἀλησμόνητη ἱστορικός καί συγγραφέας  Τότα Τσάκου-Κονβερτίνο, γέννημα καί θρέμμα τῆς ἐνορίας τῆς Παναγίας μας, ἀλλά καί ἄξιο τέκνο τοῦ Ὀρχομενοῦ, ὁ Ὀρχομενός δέν ὑπέστη παιδομάζωμα στά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, οὔτε καί μπόρεσαν οἱ Τοῦρκοι νά πάρουν κορίτσια γιά τά χαρέμια τοῦ Σουλτάνου καί τῶν πασάδων. Καί τοῦτο, γιατί οἱ σοφοί, ἀλλά καί φλεγόμενοι ἀπό φιλοπατρία ἡγούμενοι τῆς Παναγίας μας, συνέλαβαν ἕνα σχέδιο. Στό λόφο ἀπέναντι ἀπ᾽ τήν ἐκκλησία τῆς Παναγίας, οἱ ἡγούμενοι τοποθέτησαν μόνιμα ἕνα καλόγερο-σκοπό. Ἕνας δεύτερος καλόγερος-σκοπός βρισκόταν μόνιμα στό καμπαναριό τῆς Παναγίας μας. Μόλις ὁ καλόγερος, πού βρισκόταν στό λόφο, ἔβλεπε τά ἄλογα τῶν Τούρκων, ἤ κάτι ὕποπτο, ἄναβε μία φωτιά. Βλέποντας ὁ δεύτερος καλόγερος, πού βρισκόταν στό καμπαναριό, τόν καπνό, χτυποῦσε τίς καμπάνες. Οἱ μανάδες, ἀκούγοντας τίς καμπάνες, ἅρπαζαν τά παιδιά τους καί τά ἔφερναν στήν ἐκκλησία τῆς Παναγίας μας. Στόν πρόναο τῆς Παναγίας μας ὑπῆρχε μία καταπακτή, πού μέσῳ μιᾶς μεγάλης σήραγγας ὁδηγοῦσε στό ἀρχαῖο κάστρο... Ἔβαζαν τά παιδιά στή σήραγγα, οἱ καλόγεροι ἔκλειναν τήν καταπακτή καί ὅλα ἥσυχα. Ἔρχονταν οἱ Τοῦρκοι, ἔψαχναν, ἀλλά πουθενά παιδιά καί ἔφευγαν ἄπρακτοι. Πράγματι μεγάλη ἡ προσφορά τῶν μοναχῶν τῆς Παναγίας μας στόν Ὀρχομενό καί στούς κατοίκους του»(ΠΣ, 20).




«Μέ αὐτή τήν ἁγάπη ὁ Ἅγιος Γέροντας τῆς Πάρου Φιλόθεος Ζερβάκος στεκόταν καί ἀπέναντι σέ ὅλη τήν κτίσι κι ἐκείνη τόν σεβόταν. Κάποτε μιά ἀγελάδα στεκόταν ἐμπόδιο στή διάβασι τοῦ αὐτοκινήτου, πού ἐπέβαινε ὁ ὅσιος, παρόλα τά κορναρίσματα. Τότε κατέβηκε ὁ ὅσιος, κάτι τῆς εἶπε στό αὐτί, κι ἠ ἀγελάδα ἀμέσως ἄνοιξε τό δρόμο στό ὄχημα»(ΠΚ, 17).



<>


Γέροντας Δαμασκηνός Κατρακούλης των Μεγάρων (+2001): «Ἄν εἶσαι καλός καί σέ ἀδικοῦν, αὐτό εἶναι ὁ ἁγιασμός σου. Ἄν δέν εἶσαι καλός, εἶναι ἡ σωτηρία σου»(ΛΕ 42).



<>



«Δῶσε, Θεέ μου, ὥστε αὐτή τή μέρα σ᾽ ὅλα τά ἐργοστάσια, τά γραφεῖα, τά καταστήματα, τά χωράφια, σ᾽ ὅλους τούς τομεῖς τῆς ἀνθρώπινης δραστηριότητος νά ἐπικρατήσουν καλύτερες συνθῆκες.
Κάνε τή συνεργασία μεταξύ συναδέλφων εὐχάριστη.
Κάνε τή συνεργασία μεταξύ προϊσταμένων καί ὑφισταμένων πηγή χαρᾶς, παραγωγικότητος εὐλογημένης κι ὄχι αἰτία μίσους, δολοπλοκιῶν, ἀδικίας.
Μήν ἐπιτρέψεις Θεέ μου, τουλάχιστον σήμερα, οἱ ὧρες ἀπασχολήσεως νά ὑπερβοῦν τήν ἀντοχή.
Μήν τσακίσει ὁ κάματος τούς ἐργάτες. Μήν ἀφήσεις νά σωριασθῆ τόσος κόπος στό νοῦ, τό σῶμα, τά νεῦρα, τά μάτια, τά χέρια ἤ τά πόδια, πού ὁ ὕπνος νά μή μπορεῖ νά τόν διώξη.
Κύριε, ὁ ὄγκος τῆς δουλειᾶς, πού ἑκατομμύρια ἀνθρώπων θά παραγάγουν σήμερα, νά μήν εἶναι συντελεστής κακοῦ, ἀλλά εὐημερίας.
Καί τό βράδυ, Θεέ μου, ὅταν γυρίζουμε στά σπίτια μας μετά τή δουλειά, νά ἤμαστε βαθειά ἱκανοποιημένοι. Νά μήν πιέζη τίς καρδιές ὁ πόνος τῆς ἀδικίας, ἀλλά ἡ χαρά ἀπό μιά παραγωγική, δίκαια ἀμειβόμενη δουλειά, πού νά ἰκανοποιῆ τόν πόθο μας γιά δημιουργία.
Κύριε, ἀξίωσε σήμερα τόν καθένα μας νά γίνη συντελεστής γιά τό ποιοτικό ἀνέβασμα τῶν συνθηκῶν ἐργασίας μέ τήν ὁποία ἀπασχολεῖται»(ΤΔ, 94).


<>



«Μοῦ εἶπε πολλά ψυχωφελή διδάγματα [ὁ Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος τῆς Πάρου]. Ὅταν εἶχες μιά ἁμαρτία ἤ ἀπορία, σοῦ ἔδινε, σάν τόν καλό γιατρό, τό κατάλληλο πνευματικό φάρμακο γιά τή θεραπεία τῆς ψυχῆς.
Τί μοῦ εἶπε γιά μιά οἰκογενειακή ὐπόθεσι τῆς κόρης μου Κυριακῆς.
Ἦταν τό ἔτος 1976. Εἶχα μαζί μέ τά ἄλλα τέσσερα παιδιά πού εἶναι στή ζωή καί μία κόρη Κυριακή, πού τώρα εἶναι στόν οὐρανό κοντά στό Χριστό καί στήν Παναγία. Ἦταν 22 ἐτῶν καί ἐργαζόταν στόν ΟΤΕ στήν Ἀθήνα. Στίς 19 Ὀκτωβρίου τοῦ 1976 ἔπεσε σέ σιδηροδρομικό ἀτύχημα, καί ἔξαφνα σάν κεραυνό μάθαμε τήν εἴδησι. Τήν κλάψαμε ὅλοι καί τήν κηδεύσαμε στό χωριό μας στίς Τρίποδες Νάξου. Ὁ πόνος καί ἠ θλίψι ἦταν μεγάλος, ἰδιαίτερα σέ ἐμᾶς τούς γονεῖς. Μετά ἀπό λίγες ἡμέρες πῆγα στήν Πάρο καί βρῆκα τό Γέροντα Φιλόθεο. Τοῦ εἶπα τό γεγονός, καί ὅπως ἦταν πονόψυχος λυπήθηκε καί ἔκλαψε καί ἐκεῖνος μαζί μου. Ἐξομολογήθηκα, μοῦ ἔδωσε πνευματικές συμβουλές καί μοῦ ἀνέφερε ἱστορικά γεγονότα ἀπ᾽ τήν ἐμπειρία πού εἶχε...
Καί στό τέλος μοῦ λέει:
—Ἡ κόρη σου εἶναι κοντά στό Θεό νά μή λυπᾶσαι, μόνο δόξασε τό Θεό.
Ἔφυγα ἀπ᾽ τήν Πάρο μέ τίς πατρικές του συμβουλές καί νουθεσίες καί ἦρθα στό σπίτι μου στή Νάξο πολύ εὐχαριστημένος καί πνευματικά ἐνισχυμένος. Ἡ μάνα, ὅμως, πολύ περισσότερο πονᾶ τό παιδί τό ὁποῖο γέννησε ἀπ᾽ τόν πατέρα. Ἐκείνη ἔκλαιγε καί ἔπρεπε καί αὐτή νά παρηγορηθῆ καί τονωθῆ. Παίρνω, λοιπόν, τήν σύζυγό μου καί πᾶμε μαζί στήν Πάρο. Ἐκεῖ βρίσκουμε τό Γέροντα Φιλόθεο, καί σάν τήν εἶδε τῆς εἶπε:
—Τέκνο μου λυπήθηκες γιά τό παιδί σου.
Λέη ἡ σύζυγός μου:
—Ναί πάτερ. Τά ἄλλα μου παιδιά τά βλέπω, ἐνῶ αὐτό ποῦ θά τό ξαναδῶ;
Τῆς ἀπαντᾶ ὁ Γέροντας:
—Τό παιδί σου τό ἔχει κοντά της ἡ Παναγία.
Ὅπως γινόταν αὐτός ὁ διάλογος (θά ἔκανε μυστική προσευχή ὁ Γέροντας) καί ὤ τοῦ θαύματος! βλέπει ἡ σύζυγός μου ὅραμα καί ὅπως τῆς εἶπε ἔτσι καί ἔγινε, εἶδε τήν κόρη μας Κυριακή, πού εἶναι στούς οὐρανούς, καί τή κρατοῦσε ἡ Παναγία ἀπ᾽ τό χέρι. Ἔτσι πείστηκε καί γυρίσαμε στό σπίτι μας στή Νάξο δοξάζοντες τό Θεό, πού ἀσφάλισε τό παιδί μας κοντά του...»(ΠΚ, 37).



<>






Γέροντας Δαμασκηνός Κατρακούλης των Μεγάρων (+2001): «Ἄν εἶσαι καλός καί σέ ἀδικοῦν, αὐτό εἶναι ὁ ἁγιασμός σου. Ἄν δέν εἶσαι καλός, εἶναι ἡ σωτηρία σου»(ΛΕ 42).

<>


Γέροντας Δαμασκηνός Κατρακούλης των Μεγάρων (+2001): «Ὅταν ἔχης ἔνα ἀγαπητό πρόσωπο, χάριν αὐτοῦ ἀγαπᾶς καί τούς φίλους του. Ἀφοῦ, λοιπόν, ἀγαπᾶς τό Θεό, ἀγαπᾶς καί ὄλα τά πλάσματά Του καί τά δημιουργήματά Του· λυπᾶσαι ἀκόμη καί τά φύλλα τοῦ δένδρου»(ΛΕ 84).


<>


Γέροντας Δαμασκηνός Κατρακούλης των Μεγάρων (+2001): «Στήν Καψάλα εἶχα συναντήσει τό Γέρο-Μηνᾶ, πού ἔλεγε: “Τέλω νά πετάνω”. Μέσα στό κελλί του ἔτρεχε νερό. Ζοῦσε μέσα στήν ὑγρασία. Πῶς νά μήν ἀναπαύση ὁ Θεός αὐτές τίς ψυχές, πού ἔκαναν τόσα για τήν ἀγάπη Του, καί πῶς νά μήν τούς δώση τόν Παράδεισο!»(ΛΕ 107).


<>


Γέροντας Δαμασκηνός Κατρακούλης των Μεγάρων (+2001): «Ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης λέει ὅτι ὁ ζωγράφος ὅσο περισσότερο παρατηρεῖ μία εἰκόνα, τόσο καλύτερα ἐπιτυγχάνει τίς λεπτομέρειες. Ὁμοίως καί ὁ ἄνθρωπος, ὅταν προσβλέπη συνεχῶς στό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, στόν Ἴδιο τό Θεό, δέχεται μέ τό πινέλο τοῦ Ἁγ. Πνεύματος τόν ἐξωραϊσμό τῆς θείας εἰκόνας του»(ΛΕ 115).


<>


Γέροντας Δαμασκηνός Κατρακούλης των Μεγάρων (+2001): «Ἐμεῖς ἔχουμε ἕνα δωματιάκι πολύ μικρό καί μία πορτούλα πολύ κλειστή. Ἐκεῖ μέσα κρύβουμε κάτι. Συγρίνουμε τόν ἑαυτό μας μέ τούς ἄλλους, καί ὄχι μέ τούς Ἁγίους. Μᾶς περνᾶ καμμιά φορά κι ὁ λογισμός ὅτι ἐγώ εἶμαι καλύτερος ἡγούμενος ἀπ᾽ τόν τάδε ἤ καλύτερη μοναχή ἀπ᾽ τή δεῖνα. Δέν φανερώνουμε τό λογισμό, ἀλλά τόν κλείνουμε μέσα μας τόν διατηροῦμε, ὅμως!
Πρέπει νά τό φανερώσουμε, νά τόν ἀχρηστεύσουμε. Νά ποῦμε στόν ἑαυτό μας: “Εἶσαι ἑπτά φορές χειρότερος ἀπ᾽ τούς ἄλλους”. Λοιπόν, ἄς συγκρίνουμε τόν ἑαυτό μας μέ τούς Ἁγίους, γιά νά ταπεινωθοῦμε»(ΛΕ 118).


<>



Γέροντας Δαμασκηνός Κατρακούλης των Μεγάρων (+2001): «Θυμᾶμαι τήν Ἰσμήνη, πού ἔπασχε ἀπό φυματίωσι καί ἔκανε πολλές αἱμοπτύσεις. Πρίν τό τέλος της, προσευχόταν καί ἔλεγε: “Κύριε, Σέ παρακαλῶ, νά μέ παρηγορήσης λίγο, καί μετά ἄς μοῦ παραχωρήσης πάλι τόν ἀγῶνα”»(ΛΕ 132).



<>



Γέροντας Δαμασκηνός Κατρακούλης των Μεγάρων (+2001): «Ὅπως πιάνεται τό ράσο μας κάπου, καί δέν μποροῦμε νά προχωρήσουμε, ἔτσι πιανόμαστε ἀπό ἕνα λόγο τοῦ ἀδελφοῦ, πού μᾶς ἔθιξε τόν ἐγωϊσμό, καί ξεχνᾶμε τόν προορισμό μας»(ΛΕ 184).


<>



Γέροντας Δαμασκηνός Κατρακούλης των Μεγάρων (+2001): «Ἕνα βράδυ μίλησα στό Θεό προσωπικά· στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Εἶδα ἀμέσως τά ἀποτελέσματα τῆς πληρότητος τῆς ἐμπιστοσύνης.
Ὅταν τοῦ μιλήσουμε ἔτσι, ὁ Θεός πάντοτε μᾶς κάνει τή χάρι. Ἕνα βράδυ στάθηκα νά Τοῦ μιλήσω χωρίς ἐνδοιασμούς πλέον, χωρίς παραπετάσματα, ἀνοικτά. Στάθηκα νά πλησιάσω τό βλέμμα μου —ἐγώ ὁ ἀνάξιος— κοντά στό θεῖο βλέμμα Του. Κάι μίλησα γιά τόν ἑαυτό μου, πού τόν γνωρίζει, καί ζήτησα νά μοῦ κάνη μία χάρι.
Ἤθελα νά ζητήσω συγχώρησι ἀπ᾽ τή μάνα μου, διότι ἀπό ἄκαιρο ζῆλο ξενιτείας τῆς ἔδειχνα σκληρή συμπεριφορά. Ὅταν ἤμουν κληρικός στά Μέγαρα, τή μάλλωνα πολλές φορές καί μετά μέσα μου εἶχα ἔλεγχο. Ἐνῶ ἐκείνη ἔδινε καί τήν ψυχή της γιά μένα, ἐγώ τήν πίκραινα. Μετά, γιά 35 χρόνια δέν εἶχα ἀνάπαυσι.
Στάθηκα, λοιπόν, ἕνα βράδυ καί λέω στό Χριστό: “Ἐσύ, πού βλέπεις τούς διαλογισμούς τῶν ἀνθρώπων, καί γνωρίζεις τούς δικούς μου καί τῆς μάνας μου, δέν τῆς λές, Σέ παρακαλῶ, ὅτι ἔχω μετανοήσει καί ζητῶ συγγνώμη;”.
Ὁ Κύριος μοῦ ἔκανε τή χάρι. Μέ παίρνει ὁ ὕπνος καί βρίσκομαι μέσα σέ μία πεδιάδα· καί ἐρχόταν ἡ μάνα μου μέ τό ἄσπρο μανδήλι της ὁλοκάθαρη, καί τήν ἐνηγκαλίσθηκα. Ὕστερα ἀναχώρησε, διότι δέν μποροῦσε νά μείνη ἄλλο. Λοιπόν, ἄν ἦταν ἐδῶ καί τῆς ζητοῦσα συγγνώμη, δέν θά εἶχα ἀναπαυθῆ τόσο! Μετά ἀπ᾽ αὐτό, πού ἐπέτρεψε ὁ Θεός γιά νά μέ ἀναπαύση, ἔφυγε ἀπ᾽ τήν ψυχή μου κάθε ἔλεγχος, πού μέ ταλαιπωροῦσε 35 χρόνια.
Ὅταν μιλήσουμε προσωπικά στό Θεό, δέν μᾶς χαλάει χατήρι. Ἄν καί ἐγώ εἶμαι ἀνάξιος, μοῦ ἔκανε αὐτή τή Χάρι»(ΛΕ 192).


<>



Γέροντας Δαμασκηνός Κατρακούλης των Μεγάρων (+2001): «Ὁ π. Πορφύριος στήν τελευταία μας συνάντησι ἔκλαιγε.
—Γιατί κλαῖτε, Γέροντα;
—Γιατί δέν ἀγάπησα ὅσο πρέπει τό Θεό. Τόν παρακαλῶ νά μέ κάνη νά Τόν ἀγαπήσω.
Καί σέ λίγες μέρες πῆγε στό Ἅγ. Ὄρος καί κοιμήθηκε. Ἔβλεπε ὅλο τό σύμπαν, μετέβαινε στά βάθη τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, γνώριζε τό παρελθόν καί τό μέλλον, καί ἔκλαιγε, ἐπειδή δέν εἶχε ἀγαπήσει τό Θεό»(ΛΕ 212).


<>




Γέροντας Δαμασκηνός Κατρακούλης των Μεγάρων (+2001): «Προχθές πέρασα μία νύχτα μαρτυρική. Θυμήθηκα κάποιο Γερμανό στήν Κατοχή, πού βασάνιζε ἕνα πατριώτη. Θυμήθηκα καί τά ἄλλα μαρτύρια πού ἔκαναν στούς Ἕλληνες, καί ἔνοιωσα μέσα μου ἀγανάκτησι κάι ἀπέχθεια.
—Μπά!, λέω, πῶς μοῦ ἦρθε τόση κακία; Ἄς στραφῶ στό Θεό, νά μαλακώση ἠ ψυχή μου. Ἄρχισα νά προσεύχωμαι καί εἶπα στόν ἑαυτό μου: “Συγχώρησον, ψυχή μου. Ἐχθροί εἶναι, ἀλλά ὁ Θεός δέν θέλει τό μίσος”... καί εἰρήνευσα»(ΛΕ 221).



<>



Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης: «Ὅσο πιό ἁγνή εἶναι μιά καρ­διά, τόσο πιό με­γά­λη καί ἀνοι­χτή εἶναι καί βρί­σκει εὐ­κο­λό­τε­ρο χῶρο γιά νά βά­λη πε­ρισ­σό­τε­ρους μέσα. Ὅσο πιό ἁμαρ­τω­λή εἶναι, τόσο πε­ρισ­σό­τε­ρο σφίγ­γε­ται, κλεί­νει καί ἔτσι μόνο λί­γους μπο­ρεῖ νά χω­ρέ­ση»(https://www.rimata-zois.gr).


<>




Ἅγ. Ἀνατόλιος τῆς Optina: «Εἴμα­στε ὑπο­χρε­ω­μέ­νοι νά ἀγα­πού­με τούς πάν­τες, ἀλλά δέν πρέ­πει νά ἀπαι­τοῦμε νά μᾶς ἀγα­ποῦν ὅλοι»(https://www.rimata-zois.gr).


<>



Γέρονας Ἐφραίμ τῆς Σκήτης τοῦ Ἁγ. Ἀνδρέα: «Ἀγαπῶ τόν ἑαυ­τόν μου, ση­μαί­νει σώζω τόν ἑαυ­τό μου, ση­μαί­νει ὅτι ἐφαρ­μό­ζω τίς ἐν­το­λές τοῦ Χρι­στοῦ καί ὅτι βρί­σκο­μαι ἐν με­τα­νοία. Ἄν, ὅμως, δέν ἀγα­πῶ ἔτσι τόν ἑαυ­τό μου, τότε δέν μπο­ρῶ νά ἀγα­πή­σω τόν πλη­σί­ον μου πνευ­μα­τι­κά καί ἡ ἀγά­πη μου εἶναι σαρ­κι­κή καί συμ­φε­ρον­το­λο­γι­κή»(https://www.rimata-zois.gr).


<>



Ἅγ. Ἀμφιλόχιος τοῦ Pochaiv: «Ἡ ἀγά­πη, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ στήν τα­πει­νο­φρο­σύ­νη μας»(https://www.rimata-zois.gr).



<>




Γέροντας Θαδδαίος τῆς Vitovnica: «Σέ ἔρευ­να πού ἔγι­νε στήν Ἀμε­ρι­κή, χώ­ρι­σαν σέ δύο ὁμά­δες κά­ποια ἄτο­μα. Στή μία ὁμά­δα ἀνῆ­καν τά ἄτο­μα πού ἀγα­πᾶ­νε τά φυτά καί στήν ἄλλη ὁμά­δα τά ἄτο­μα πού ἦταν ἀδιά­φο­ρα γι᾽ αὐτά. Ἔδω­σαν σέ κάθε ὁμά­δα νά προ­σέ­χη κά­ποια λου­λού­δια. Τό ἀπο­τέ­λε­σμα ἦταν, πώς τά λου­λού­δια πού ἔπαιρ­ναν σκέ­ψεις ἀγά­πης, ἀνα­πτύ­χθη­καν πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπό τά ἄλλα!...»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Εἶπε Γέρων: «Νομί­ζω, ὅτι στήν πραγ­μα­τι­κή ἀγά­πη, χρειά­ζε­ται μιά βα­ριο­πού­λα καί ἕνα φτυά­ρι... Μέ τή βα­ριο­πού­λα σπᾶ­με τόν ἐγωι­σμό μας καί μέ τό φτυά­ρι τόν πε­τᾶ­με μα­κρυά...»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Δημήτριος Παναγόπουλος: «Αὐτός πού πραγ­μα­τι­κά ἀγα­πᾶ δέν βα­σα­νί­ζει τόν ἄλ­λον, ἀλλά βα­σα­νί­ζε­ται αὐ­τός γιά τόν ἄλ­λο»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



«Τό δέν­τρο ρί­χνει τή σκιά του καί σέ αὐ­τούς πού τό ρα­βδί­ζουν»(https://www.rimata-zois.gr).


<>




«Μερι­κούς ἀν­θρώ­πους πρέ­πει νά τούς ἀγα­πά­με ἀπό μα­κρυά, για­τί εἶναι σάν τούς σκαν­τζό­χοι­ρους, πού ἄν τούς ἀγ­κα­λιά­σου­με, θά πλη­γω­θοῦμε...»(https://www.rimata-zois.gr).


<>



«Μπο­ρεῖς νά δί­νης χω­ρίς ἀγά­πη, ἀλλά δέν μπο­ρεῖς νά ἀγα­πᾶς χω­ρίς νά δί­νης»(https://www.rimata-zois.gr).


<>




«Ἄν σοῦ ἀρέ­ση τό λου­λού­δι τό κό­βεις. Ἄν τό ἀγα­πᾶς, τό πο­τί­ζεις κάθε μέρα»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



«Ὅποιος ἀγα­πά­ει τό τριαν­τά­φυλ­λο, ἀγα­πά­ει καί τά ἀγ­κά­θια του»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Μητροπολίτης Σισανίου καί Σιατίστης Παῦλος: «Πνευ­μα­τι­κή ζωή δέν ση­μαί­νει καλή συμ­πε­ρι­φο­ρά, ἀλλά πα­ρου­σία τοῦ Ἁγ. Πνεύ­μα­τος στή ζωή τοῦ ἀν­θρώ­που»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Ἅγ. Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος: «Ἡ Χάρι τοῦ Ἁγ. Πνεύ­μα­τος εἶναι φω­τιά. Ἡ φω­τιά δια­τη­ρεῖται μέ ξύλα. Ξύλα πνευ­μα­τι­κά, εἶναι ἡ προ­σευ­χή»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Ἅγ. Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης: «Χρι­στέ μου, τά κου­λού­ρια σου είἶναι πολύ νό­στι­μα, ἀλλά τά που­λᾶς πολύ ἀκρι­βά...»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Ἅγ. Σωφρόνιος τοῦ Essex: «Ὁ κα­θέ­νας ἀπό μᾶς πρέ­πει νά ἔχει τήν ἀγά­πη πού ἔχει ἡ μη­τέ­ρα. Ἀκόμη καί ἄν τά παι­διά της ἐπα­να­στα­τή­σουν, τά ἀγα­πᾶ ὅλα»(https://www.rimata-zois.gr).
Ὅσιος Φιλόθεος Ζερβάκος: «Ἡ τέ­λεια ἀγά­πη, σάν καυ­στι­κή φλό­γα κα­τα­καί­ει κάθε αἰ­σχρή ἐπι­θυ­μία»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Ἅγ. Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης: «Αὐτή ἡ κά­θαρ­σι, αὐ­τός ὁ φω­τι­σμός, τόν ὁποῖ­ο θά πά­ρης δια­βά­ζον­τας τή Θεία Γραφή, θά σοῦ κρα­τή­ση ὅλη τήν ἡμέ­ρα καί τή νύ­χτα»(https://www.rimata-zois.gr).



<>





Ἅγ. Νικόλαος Velimirović: «Εἶναι, λοι­πόν, πε­ρί­ερ­γο πού οἱ ἄν­θρω­ποι δέν ἀγα­ποῦν τούς εχθρούς τους, ὅταν δέν ξέ­ρουν νά ἀγα­ποῦν, οὔτε τούς φί­λους τους; Εἶναι πα­ρά­ξε­νο νά μήν μπο­ρῆ νά δια­βά­ση βι­βλία τό παι­δί, πού δέν ἔμα­θε τήν ἀλ­φά­βη­το; Πῶς μπορεῖ νά ἀγα­πή­σει ὁ ἄν­θρω­πος τόν ἀπό­μα­κρό του, ὅταν δέν μπορεῖ νά ἀγα­πή­ση τόν πλη­σί­ον του;»(https://www.rimata-zois.gr).







<>


«Ἀναφέρεται ὅτι, ὅταν εἶχε ἐκδηλωθῆ φιλονικία γιά τήν κυριότητα τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου (τοῦ Ἁγ. Μακαρίου Νοταρᾶ Μητροπολίτη Κορίνθου) ἡ Ἀγγελική Γκιουβέτση βρισκόταν κάποια ἡμέρα στό ναό. Εἶδε, λοιπόν, τήν Ἀσημιώ Μπριλῆ νά ἐπιχειρῆ νά ἀποσπάση τό κλειδί τοῦ ναοῦ· τότε τῆς ἐπιτέθηκε, τήν τράβηξε μέ ὁρμή μέ ἀποτέλεσμα νά σχισθῆ τό φόρεμά της. Τό γεγονός αὐτό ἔφθασε στήν αἴθουσα τοῦ δικαστηρίου, διότι ἡ Ἀσημιώ κατέθεσε μήνυσι ἐναντίον τῆς Ἀγγελικῆς. Τήν ὥρα τῆς ἐκδικάσεως τῆς ὑποθέσεως ἐκλήθη καί ἡ κατηγοροῦσα Ἀσημιώ νά περιγράψη τό γεγονός. Ἐκεῖνη, ὅμως, δέν ἐνθυμεῖτο γιατί βρισκόταν στό δικαστήριο. Παρά τίς προσπάθειες τοῦ συνηγόρου της καί τοῦ Προέδρου κατέστη ἀδύνατον νά ἐνθυμηθῆ τήν αἰτία τῆς παρουσίας της στό δικαστήριο. Ἡ δίκη προφανῶς διεκόπηκε καί ἠ κατηγορουμένη ἀπηλλάγη.
Ὁ Ἅγιος Μακάριος Νοταρᾶς Μητροπολίτης Κορίνθου ἔκανε τό θαῦμα του»(ΧΑ, 251).


<>



«Σέ μία φυλή Ἰνδιάνων, κάποιος ἔκλεβε κοτόπουλα. Ὁ ἀρχηγός διέταξε ὅτι ἄν πιαστῆ ὁ παραβάτης νά χτυπιόταν μέ 10 μαστιγιές.
Ὅταν ἡ κλοπή συνεχίστηκε τό ἀνέβασε σέ 20 μαστιγιές. Παρόλο αὐτά τά κοτόπουλα ἐξαφανίζονταν μεθοδικά.
Γεμάτος θυμό, ὁ ἀρχηγός ἀνέβασε τήν ποινή σέ 100 μαστιγιές μία σίγουρη ποινή θανάτου.
Ὁ κλέφτης τελικά πιάστηκε. Ἀλλά ὁ ἀρχηγός βρέθηκε ἀντιμέτωπος μέ ἕνα τρομερό δίλημμα. Ὁ κλέφτης ἦταν ἡ ἴδια του ἡ μητέρα.
Ὅταν ἦρθε ἡ μέρα τῆς ἐκτελέσεως τῆς ποινῆς, συγκεντρώθηκε ὁλόκληρη ἡ φυλή. Θά ὑπερίσχυε ἡ ἀγάπη τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς δικαιοσύνης;
Τό πλῆθος παρακολουθοῦσε μέ κομμένη τήν ἀνάσα ὅταν διέταξε νά δεθῆ ἡ μητέρα του στόν πάσαλο τῶν μαστιγώσεων.
Ὁ ἀρχηγός ἔβγαλε τό πουκάμισό του, ἀποκαλύπτοντας τό δυνατό ἀνάστημά του, καί πήρε τό μαστίγιο στό χέρι.
Ἀλλά ἀντί νά τό σηκώση καί νά χτυπήση τήν πρώτη μαστιγιά, τό ἔδωσε σέ ἕνα δυνατό νεαρό Ἰνδιάνο πού στεκόνταν στό πλευρό του.
Ἀργά ὁ ἀρχηγός πλησίασε τή μητέρα του καί τήν ἔσφιξε μέ τά δυνατά του χέρια μέσα στήν ἀγκαλιά του. Κυκλώνοντάς τήν ὁλοσχερῶς!
Ὕστερα διέταξε τό νεαρό νά χτυπήση μέ 100 μαστιγιές.
Αὐτό ἀκριβῶς ἔκανε καί ὁ Ἰησούς Χριστός γιά ὅλους μας.
Γεμάτος ἀγάπη ἔγινε ὁ δικός μας ἀντικαταστάτης καί πέθανε στή δικιά μας θέσι.
Ὑπερνίκησε τήν ἀνικανότητά μας νά σώσουμε τούς ἐαυτούς μας πληρώνοντας Αὐτός τό ἀντίτιμο γιά τίς ἁμαρτίες μας»(Ἠλίας Καλλιώρας, facebook.com).

<>







«Κάποτε ἕνας Προτεστάντης εἶπε σ᾽ ἕνα Ὀρθόδοξο ἰερέα:
—Εμείς κάνουμε ὀρφανοτροφεία, γηροκομεῖα, συναυλίες, ἐλεημοσύνες. Ἐσείς οἱ Ορθόδοξοι τί κάνετε;
Και τοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος:
—Θ. Λειτουργία! Πού γεμίζει δωρεάν τόν Παράδεισο καί ἀδειάζει τήν κόλασι!
Αὐτό κάνει ἡ Ἐκκλησία, ἀδειάζει τήν κόλασι καί γεμίζει τόν Παράδεισο.
Συντηρεῖ τόν κόσμο κάνοντας Θ. Λειτουργία!
Ἀγρυπνάει τή μέρα, ἀγρυπνάει καί τή νύχτα.
Κάθε νύχτα αἰῶνες τώρα.
Πόσοι Ἅγιοι βγαίνουν ἀπ᾽ τά εἰκονοστάσια τους καί συντρέχουν τούς ἀνθρώπους!
Πόσα Μοναστήρια λειτουργοῦν ὁλονύκτιες λειτουργίες!
Πόσα χέρια σηκώνονται καί πόσα δάκρυα χύνονται ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου!»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>






Ἅγ. Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης: «Ἄς μή θλιβόμαστε γιά τήν ἀπώλεια περιουσιῶν· αὐτό εἶναι ἀσήμαντο πράγμα. Αὐτό τό ἔμαθα κιόλας ἀπ᾽ τόν κατά σάρκα πατέρα μου. Ὅταν συνέβαινε κάτι κακό στό σπίτι, αὐτός ἔμενε ἤρεμος. Μετά τήν πυρκαγιά τοῦ ἔλεγαν μέ συμπόνια:
—Κάηκες, Ἰβάν Πετρόβιτς.
Κι ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε:
—Ὁ Θεός θά δώση νά διορθωθοῦν τά πράγματα.
Μιά φορά περνούσαμε κοντά ἀπ᾽ τό χωράφι μας κι ἐγώ τοῦ εἶπα:
—Κοίταξε, μᾶς κλέβουν τά δεμάτια.
Καί αὐτός λέει:
—Ἔ, παιδί μου, ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε ἀρκετό ψωμί. Αὐτός πού κλέβει, σημαίνει πώς ἔχει ἀνάγκη.
Πολλές φορές τοῦ ἔλεγα:
—Δίνεις πολλή ἐλεημοσύνη. Ἄλλοι, ὅμως, πού εἶναι πλουσιότεροι ἀπό μᾶς, δίνουν λιγότερα.
Και αὐτός μου ἀπαντούσε:
—Ἔ, παιδί μου, ὁ Κύριος θά μᾶς δώση.
Καί ὁ Κύριος δέν διέψευσε τήν ἐλπίδα του»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).



<>






π. Ἀρσένιος Γκέλιας: «Δώρισε χαμόγελα, δώρισε ἀγάπη, δώρισε ἕνα λόγο καλό καί ἀγαθό, δώρισε τή διακονία σου, δώρισε συγχώρεσι, δώρισε κατανόησι, δώρισε ὑπομονή, δώρισε ὑπακοή, δώρισε ἐλεημοσύνη, δώρισε εὐτυχία, δώρισε τόν ὦμο σου σέ κάποιον γιά νά κλάψη καί λάβε τό δῶρο τής εὐλογίας ἀπ᾽ τό Θεό. Ὅσο περισσότερο δίνεις τόσα περισσότερα παίρνεις ἀπ᾽ τό Θεό. Ὄχι γιατί θέλει νά σοῦ δώση ἀνταμοιβή ἀλλά γιά νά γίνεσαι δυνατότερος καί νά δωρίζης περισσότερα καί νά κάνης τόν συνάνθρωπό σου πιό εὐτυχισμένο, καλύτερο ἄνθρωπο καί νά τόν ὁδηγῆς νά μιμῆται τό παράδειγμα σου»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>





Ἅγ. Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης: «Εἶμαι μεγάλος ἁμαρτωλός, καί ὄμως εἶδα τήν ἄμετρη ἀγάπη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιά μένα.
Ἀπ᾽ τά παιδικά μου χρόνια προσευχόμουν γιά ὄσους μέ πρόσβαλλαν καί ἔλεγα: “Κύριε, μή τούς καταλογίσεις ἁμαρτίες γιά ὄσα μου κάνουν”.
Ἀλλά, ἄν καί μοῦ ἄρεσε νά προσεύχομαι, δέν ἀπέφυγα τήν ἁμαρτία.
Ὁ Κύριος, ὄμως, δέν θυμήθηκε τίς ἁμαρτίες μου καί μου ἔδωσε ἀγάπη γιά τούς ἀνθρώπους.
Ἡ ψυχή μου ἐπιθυμεῖ νά σωθῆ ὅλη ἡ οἰκουμένη, νά εἰσέλθουν ὅλοι στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, νά δοῦν τή δόξα τοῦ Κυρίου καί νά ἀπολαύσουν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Κρίνω ἀπ᾽ τόν ἑαυτό μου: Ἄν ὁ Κύριος ἀγάπησε ἐμένα τόσο πολύ, αὐτό σημαίνει ὅτι ἀγαπᾶ ὅλους τούς ἁμαρτωλούς, ὅπως ἀγάπησε καί ἐμένα.
Ὤ, ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου!
Δέν ἔχω δυνάμεις νά τήν περιγράψω, γιατί εἶναι ἄπειρα μεγάλη καί θαυμαστή...
Νά θυμᾶσαι καί νά φοβᾶσαι δύο λογισμούς:
Ὁ ἕνας λέει: Εἶσαι ἅγιος,
κι ὁ ἄλλος: δέν θά σωθῆς.
Κι οἱ δυό λογισμοί προέρχονται ἀπ᾽ τόν ἐχθρό (δηλ. τό διάβολο) καί δέν ἔχουν ἀλήθεια μέσα τους.
Ἐσύ ὅμως νά σκέφτεσαι: Ἐγώ εἶμαι μεγάλος ἁμαρτωλός, ἀλλά ὁ σπλαχνικός Κύριος ἀγαπᾶ πολύ τούς ἀνθρώπους καί θά συγχωρήση σ᾽ ἐμέ τίς ἁμαρτίες μου.
Πονηροί λογισμοί καταπονοῦν τήν ὑπερήφανη ψυχή, κι ἄν δέν ταπεινωθῆ, δέν θά βρῆ ἀνάπαυσι ἀπ᾽ αὐτούς»(Ἠλίας Καλλιώρας, facebook.com).

<>





«Μιά δασκάλα σκέφτηκε νά βάλη τούς μαθητές στήν τάξι της νά παίξουν ἕνα παιχνίδι.
Εἶπε λοιπόν στά παιδιά, νά φέρει τό κάθ᾽ ἕνα, μιά πλαστική σακούλα, πού θά περιέχη μέσα μερικές πατάτες.
Σέ κάθε πατάτα θά δώση ἕνα ὄνομα ἀπ᾽ τούς ἀνθρώπους τούς ὁποίους μισεῖ.
Ἔτσι, ὁ ἀριθμός τῶν πατατῶν πού κάθε παιδί θά ἔβαζε στή σακούλα του θά ἦταν ἀνάλογος τῶν ἀνθρώπων πού μισεῖ.
Τήν ἄλλη μέρα κάθε παιδί, ἔφερε ἀπό μιά σακούλα μέ πατάτες, μέ τό ὄνομα τῶν ἀνθρώπων πού μισοῦσαν, γραμμένο πάνω σέ κάθε πατάτα.
Κάποια παιδιά εἶχαν δύο πατάτες μέσα στή σακούλα, ἄλλα τρεῖς, ἄλλα πέντε καί ἄλλα περισσότερες.
Ἡ δασκάλα εἶπε μετά στά παιδιά, νά κουβαλοῦν γιά μερικές μέρες μαζί τους τήν πλαστική σακούλα μέ τίς πατάτες, ὄπου καί ἄν πηγαίνουν.
Ὕστερα ἀπό κάποιες μέρες, τά παιδιά ἄρχισαν νά διαμαρτύρονται, λόγῳ τῆς δυσάρεστης ὀσμῆς πού ἄφηναν οἱ πατάτες οἱ οποῖες ἄρχισαν νά σαπίζουν.
Ἄλλωστε, αὐτοί πού εἶχαν περισσότερες πατάτες στή σακούλα, ἔπρεπε νά ἀντέξουν ἐπιπλέον καί τό μεγαλύτερο βάρος τους.
Ὅταν τό παιχνίδι τελείωσε, τά παιδιά ἀνακουφίστηκαν ἀφοῦ ἀπαλλάχτηκαν ἀπ᾽ τό βάρος ἀλλά καί ἀπό τή δυσοσμία τῶν χαλασμένων πατατῶν.
Ἡ δασκάλα ρώτησε τά παιδιά:
—Πῶς αἰσθανθήκατε κατά τή διάρκεια τοῦ παιχνιδιού;
Τά παιδιά διαμαρτυρήθηκαν γιά τό γεγονός ὅτι ἔπρεπε νά κουβαλοῦν παντοῦ μιά τσάντα μέ πατάτες καί μάλιστα χαλασμένες μέ ἄσχημη μυρωδιά...
Στή συνέχεια, ἡ δασκάλα τούς ἀποκάλυψε τό κρυμμένο νόημα πίσω ἀπ᾽ τό παιχνίδι:
Αὐτό ἀκριβῶς συμβαίνει ὅταν ἔχετε μίσος γιά κάποιον μέσα στήν καρδιά σας.
Ἡ δυσωδία ἀπ᾽ τό μίσος θά φωλιάση στήν ψυχή σας καί θά τό μεταφέρετε μαζί σας ὄπου κι ἄν πάτε συνεχῶς.
Ἄν δέν μπορῆτε νά ἀνεχθῆτε τή μυρωδιά τῶν σάπιων πατατῶν γιά μερικές μόνο μέρες, μπορεῖτε νά φανταστῆτε πῶς εἶναι νά ἔχετε τή δυσωδία τοῦ μίσους στήν ψυχή σας γιά μιά ζωή;»(Ἠλίας Καλλιώρας, facebook.com).

<>



-- Κάποτε κάποιος Ιερέας είχε πει σε ομιλία του για την Παναγία μας οτι πέρασε τα πάνδεινα βλέποντας τον Γιό της πάνω στο Σταυρό που άλλη γυναίκα δεν πέρασε τόσα ...
-- Κάποιοι από τους παριστάμενους γυρνώντας στο σπίτι τους σε αυτά τα γνωστά πηγαδάκια των ζυμώσεων υποστήριξαν ότι :
Κάθε μάνα όταν χάνει το παιδί της 
ο πόνος της είναι τόσο μεγάλος
 και αφόρητος  και ότι ήταν υπερβολικός ο ομιλητής  στην συγκεκριμένη του έκφρασή  για την Παναγία ... 
Σας μεταφέρω κάποιες  σκέψεις μου.:
--Σκέπτομαι αυτή την μάνα που δέχθηκε να κυοφορήσει ένα παιδί με αυτό τον παράδοξο τρόπο  παίρνοντας όλα τα ρίσκα  που η τότε κοινωνία της επέβαλε .
--Δηλαδή  βάζοντας σε κίνδυνο την ζωή της (δια λιθοβολισμού).
--Ζώντας  μέσα σε  ένα γάμο χωρίς άνδρα .
 --Γεννώντας το μονάκριβο της παιδί  σε ένα βρώμικο σπήλαιο. 
--Κάνοντας μια πεζοπορία χιλιομέτρων με την ψυχή στο στόμα να γλυτώσει αυτή και το μωρό της τα μαχαίρια του Ηρώδη .
--Με μια πορεία  επικίνδυνη μέσα στην αφιλόξενη έρημο προκειμένου να φθάσουν στην Αίγυπτο. 
-- Η Παναγία ήταν τότε μικρό κορίτσι και προστάτευε ένα μωρό μικρότερο των δύο χρόνων  με ότι αυτό συνεπάγεται θηλασμός φροντίδα περιποίηση του μικρού . 
--Προσφυγοπούλα  η ιδια της με το Προσφυγοπουλό  σε ξένη χώρα .
Να αναλαμβάνει την φροντίδα μιας οικογένειας που δεν ηταν η δική της .
--Να ακολουθεί το παιδί της παντού  και να κρατά κρυφά μυστικά όλα όσα το Άγιο Πνεύμα της φανέρωνε  αλλά και όσα την άφηνε ο ίδιος της ο γυιος να καταλάβει  .
--Αλήθεια  πόσοι  θα την ένιωθαν και  πόσοι θα την καταλάβαιναν και δεν θα την παρεξηγούσαν άραγε αν τους αποκάλυπτε τις αποκαλύψεις της.!!!
--Μια μάνα που έβλεπε τον Γιό της να καίγεται από αγάπη για τον συνάνθρωπο ,
να μιλά όπως κανείς 
να αγαπά όπως κανείς.,
να θεραπεύει χωρίς αργύρια 
να εξουθενώνεται 
στο περπάτημα ,
στη κακοπέραση 
στην πείνα στην δίψα
Να  βλέπει το αγορι της να κοιμάται  στις ερημιές.
 --Μια μάνα που κατάλαβε ότι αυτό της το παιδί θα το μοιραζόταν με όλο τον κόσμο. ..
--Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά τον είδε αιμόφυρτο 
τον είδε καρφωμένο ,
τον είδε να αργοπεθαίνει ,
χωρίς αυτή να έχει την δύναμη 
να του βγάλει τα καρφιά 
να τον κατεβάσει από το σταυρό  
να του δώσει τουλάχιστον λίγο νερό όταν τόν άκουσε 
να ψυθιριζει το 《διψώ》.
Μια μάνα τόσο γλυκιά
 τόσο ταπεινή 
Τόσο διακριτική 
--Κάθε μέρα πήγαινε στην Γεθσημανή και προσευχόταν στον γιό της 
να την πάρει κοντά του ...
--Αυτή η Μάννα έγινε και μάνα μας...
Ρόδο το Αμάραντο!
Ρόδο της καρδιάς μας!

<>






Ἀλέξης Ἀλεξάνδρου:
«Ὅσο ἐμεῖς θά ψάχνουμε κάπου μακρυά,
σέ τόμους ὑψηλῆς θεολογίας,
σέ δυσπρόσιτους οὐρανούς,
καί φιλοσοφικούς στοχασμούς
τόσο ὁ Θεός θά κρύβεται στά ἁπλά,
τά ἐλάχιστα, τά μικρά, τά καθημερινά.

Στό πρωϊνό χαμόγελο, στό παιδικό τό πρόσωπο,
στό βιβλίο πού διαβάζεις,
στόν ἄνθρωπό σου π᾽ ἀγκαλιάζεις.

Στή ματιά ἐνθάρρυνσης πού ἀνταλλάζεις μέ τόν ἀδερφό σου
καί ἡ κουβέντα ἀπό καρδιᾶς μέ τή συνάδελφο σου.
Στό ἀηδόνι τῆς αὐλῆς πού κελαηδά,
στή μουσική στό ράδιο πού παίζει,
καί σ᾽ όλη τήν ὕπαρξί σου μέ τρόπο μυστήριο μιλᾶ.
Στό εὐωδιαστό λουλούδι πού μυρίζεις
καί στό βρεφικό χεράκι πού μέ συγκίνησι καί δέος, ἀγγίζεις.

Ἄς μή ψάχνουμε λοιπόν
στόν οὐρανό τόν μυστήριο ἄλλο,
γιατί ἔχει ἤδη φανερωθῆ
σέ ὅλη τήν πλάσι,
μέσα ἀπ᾽ τόν πλησίον,
τόν ἐλάχιστο ἀδερφό, τόν ἄλλον.

Ὁ Θεός εἶναι τόσο κοντά μας
πού πολύ συχνά
σκοντάφτουμε ἐπάνω Του.
Μιά ἀνάσα μακρυά μας
κι ἐμεῖς δέν παίρνουμε χαμπάρι.

Ὅπως πολύ χαριτωμένα ἔλεγε ὁ π. Δημήτριος Στανιλοάε,
πολλές φορές ὁ Θεός κοιμάται στό ἴδιο τό κρεββάτι μας»(https://psihisangigmata.blogspot.com/2019/03/blog-post_6.html).


<>




Ἀλέξης Ἀλεξάνδρου:
«Κάνε ἐσύ ἄν θες, τά δύσκολα,
τά ἀσκητικά, τά αὐστηρά, τά μεγάλα.
Ἀλλά μήν ἀπαιτεῖς.

Ἄσε τόν καθένα στήν ἡσυχία του.
Ἄσε τόν νά ξεκινήση ἔστω ἀπ᾽ τά λίγα,
τά ἁπλά, τά μικρά καί ταπεινά.

Κι ἔχει ὁ Θεός...

Τί όμορφο νά φέρεσαι
μέ ἐπιείκεια στόν ἄλλο,
κι ἄς εἶσαι ἐσύ ἀσκητής μεγάλος»(https://psihisangigmata.blogspot.com/2019/05/blog-post_16.html).


<>











«“Δεῖτε τα νά περνοῦν! Εἶναι ἄγρια.
Πηγαίνουν ψηλά στά βουνά, ἐκεῖ πού τά ὁδηγεῖ ἡ ἐπιθυμία,
πηγαίνουν στά βάθη καί στίς θάλασσες, μακρυά ἀπό σκλαβιά.
Ὁ ἀέρας πού ἀνασαίνουν δέν θά χωροῦσε στούς πνεύμονές σας”,
ἔγραψε ὁ ποιητής Jean Richepin καί τραγούδησε ὁ Georges Brassens»(Dubois Philippe & Rousseau Élise, Ἡ Φιλοσοφία τῶν Πτηνῶν).


<>


«Κάποιες κουροῦνες τῆς πόλεως ἔχουν μάθη νά χρησιμοποιοῦν τήν ἀστική ζωή πρός ὄφελός τους. Ἔμαθαν, λοιπόν, νά χρησιμοποιοῦν τήν κυκλοφορία τῶν αὐτοκινήτων καί τά κόκκινα φανάρια γιά νά σπᾶνε καρύδια! Στέκονται μέ τό καρύδι στό ράμφος ἀκριβῶς στό σημεῖο ὅπου σταματοῦν τά αὐτοκίνητα καί περνοῦν οἱ πεζοί. Ὅταν ἀνάψη τό πράσινο φανάρι, ἀφήνουν τό καρύδι νά πέση καί νά τό πατήση κάποιο αὐτοκίνητο. Ὅταν ἀνάψη τό κόκκινο φανάρι, οἱ κουροῦνες προσγειώνονται καί ἀπολαμβάνουν τήν ψίχα του —μέχρι νά ἀνάψη τό ἑπόμενο πράσινο φανάρι!»(Dubois Philippe & Rousseau Élise, Ἡ Φιλοσοφία τῶν Πτηνῶν).


<>


Ὄλγα Μανωλά: «Ἡ ἀνθρωπιά ὑπάρχει ἀκόμη φίλοι μου...
Τό πρωΐ τῆς Παρασκευῆς στό κρεοπωλεῖο μιά κυρία πολύ ταλαιπωρημένη, πῆρε τέσσερα σουβλάκια καί δύο μπουτάκια κοτόπουλο. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι πού ὁ χασάπης παρά τό ὅτι ὑπῆρχαν πολλοί πελάτες στήν ἀναμονή, τῆς ἔπιασε κουβέντα γιά τήν κόρη της, ἄν βρῆκε δουλειά, δέν βρῆκε ἀκόμα καί γιά τί τάξι πηγαίνουν τά ἐγγόνια της. Ὁ ὑπάλληλός του κάπου ἔλειπε καί ἡ γυναίκα του καί ταμίας, βρῆκε τήν ὥρα νά πάη στήν τουαλέτα.
Σέ κανένα δεκάλεπτο, ὅλοι ἦταν ξανά στή θέσι τους καί μόλις πῆγε ἡ κυρία νά πληρώση, ἡ ταμίας πετάχτηκε σάν τρελή κι ἄρχισε νά χειροκροτᾶ!!!
—Κυρία Βάσω εἶστε ἡ ἑκατοστή πασχαλινή πελάτισσά μας κι ὄπως κάθε χρόνο τό κατάστημα στόν τυχερό, προσφέρει δωρεάν ἕνα πλῆρες γεῦμα πέντε ἀτόμων.
Τῆς ἔβαλε στά χέρια τρεῖς σακοῦλες γεμάτες ὅλων τῶν εἰδῶν τά κρέατα!!!
Οἱ ὑπόλοιποι πελάτες, πού μᾶλλον εἶχαν ζήσει κι ἄλλες παρόμοιες σκηνές, χειροκροτοῦσαν κι αὐτοί, φωνάζοντας συγχαρητήρια!!!
Ἡ πελάτισσα σάστισε, δάκρυα ἔτρεχαν ἀπ᾽ τά μάτια της, ψέλλισε ἕνα εὐχαριστῶ, νά εἶστε καλά τά πῆρε κι ἔφυγε.
—Πέντε ἄνθρωποι ζοῦν μέ τήν ἀγροτική σύνταξι τοῦ ἄντρα της, μου εἶπε κοκκινίζοντας ὁ χασάπης.
Ὡραίοι ἄνθρωποι!!! Ποιός εἶπε πώς εἴμαστε τελειωμένοι;;; Ἀντέχουμε σέ πείσμα των ἐχθρών μας...». (Σαν Χάδι, fb)

<>







Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Ψυχική Τόνωση:


99. Ἀναφέρει κάποιος Χριστιανός: «Θυμᾶμαι μιά μέρα κατά τήν ὁποία ἡ γυναῖκα μου ἔπλενε. Τά πλυμένα ροῦχα ἔδειχναν μέσα στό σπίτι ἄσπρα καί τελείως καθαρά. Ἀλλά, ὅταν τά ἅπλωσε στό σχοινί καί μετά ἀπό λίγο ἄρχισαν νά πέφτουν πάνω τους τοῦφες ἀπό χιόνι, ἔβλεπες πόσο στήν πραγματικότητα ὑπολείπονταν μπροστά στήν ἀσπράδα καί τήν καθαρότητα τοῦ χιονιοῦ.
Μερικές φορές νομίζουμε πώς ἡ ζωή μας εἶναι ἠθικά καλή καί εὐπρεπής, ἀλλά σέ σύγκρισι μέ τήν ἁγιότητα καί τήν καθαρότητα τοῦ Θεοῦ, εἴμαστε μολυσμένοι καί ρυπαροί»(ΜΕ, 56).

100. «Πολλοί νέοι σήμερα πέφτουν θύματα ἀπάτης. Ἀπατεῶνες τοῦ πνεύματος τούς κλέβουν ὅ,τι πιό ὡραῖο ἔχουν, τήν πίστι, τήν ἁγνότητα. Πῶς; Σέ ἄλλες ἐποχές, κατά τίς ὁποῖες οἱ μαῦροι τῆς Ἀφρικῆς ἦταν καθυστερημένοι, πήγαιναν οἱ Εὐρωπαῖοι καί ἔπαιρναν χρυσάφι δίνοντάς τους γυαλιστερές χάντρες. Θαμπώνονταν οἱ μαῦροι ἀπ’ τίς γυαλιστερές χάντρες καί πρόσφεραν τό χρυσάφι. Χάντρες γυαλιστερές εἶναι οἱ φαντακτερές θεωρίες καί οἱ ἡδονές τοῦ κόσμου. Οἱ ἀπατεῶνες δίνουν ἄφθονες τίς γυαλιστερές χάντρες καί κλέβουν τά διαμάντια τῆς ψυχῆς»(ΔΑ, 26).

101. «Ὁ πνευματοφόρος Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης ἔλεγε πώς οἱ σταυροί τῶν δοκιμασιῶν εἶναι ἀνώτεροι ἀπ’ τά “τάλαντα” καί τά χαρίσματα τά ὁποῖα μᾶς δίνει ὁ Θεός καί γι’ αὐτό θά πρέπη νά Τόν εὐχαριστοῦμε, ἀφοῦ τούς παραχωρεῖ γιά τή σωτηρία μας»(ΜΜ, 23).

102. «Πάντα θά ὑπάρχουν χριστιανοί. Εἶναι ἴσως λίγοι. Μά μήν ξεχνᾶς, πώς λίγοι εἶναι οἱ ἥρωες, λίγοι οἱ πρωταθλητές, λίγοι οἱ ὀρειβάτες, λίγοι οἱ νικητές»(ΑΔ, 33).

103. Ὁ Ἀλ. Τσιριντάνης ἐπισημαίνει: «Ὅταν ζητοῦμε ἄνοδο δέν ἐννοοῦμε ἀποτέλεσμα, ἐννοοῦμε προσπάθεια. Δέν ἐννοοῦμε κάτι τό στατικό. Ἐννοοῦμε κάτι τό κινητικό. Δέν ἐννοοῦμε τόν ἄνθρωπο πού ἀνέβηκε. Ἐννοοῦμε τόν ἄνθρωπο πού ἀνεβαίνει. Στήν σκάλα τῆς πνευματικῆς ἀρτιώσεως ἐκεῖνος πού βρίσκεται στό πρῶτο σκαλοπάτι ἀλλά ἀνεβαίνει, εἶναι ἀνώτερος ἀπό ἐκεῖνον πού βρίσκεται στό ἑκατοστό σκαλοπάτι καί κάθεται ἐκεῖ. Ἤ μᾶλλον τό τελευταῖο αὐτό —νά κάθεται στό σκαλοπάτι— εἶναι μᾶλλον ἀδύνατο. Στά πνευματικά, στά θέματα τῆς ψυχῆς, ὅποιος δέν ἀνεβαίνει, κατεβαίνει. Καί ἀκόμη κάτι. Στή σκάλα αὐτή τελευταῖο σκαλοπάτι δέν ὑπάρχει. Τό ἀνέβασμα εἶναι νόημα τῆς ὅλης ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου»(ΑΤ, 110).

104. Σημειώνει ὁ Κ. Ρουμπέσης, φοιτητής Νομικῆς: «Ἕνα ἐρώτημα μέ βασάνιζε: Ἐδῶ πέρα, λοιπόν, θά βγάλουμε τό χειμῶνα; Ἐδῶ θά σαπίση τό κορμί μας; Τί θά γίνουμε ὥς τόν Ἀπρίλη πού θά ἀρχίσουν νά λυώνουν τά χιόνια; Ἐρώτημα πού μέ τυραννοῦσε περισσότερο καί ἀπ’ τή γύρω μας ἀθλιότητα. Ξαφνικά μιά φωτεινή σκέψι φώτισε τό μυαλό μου:
—Θά πάω, εἶπα, νά συναντήσω τόν ἱερέα τοῦ Συντάγματός μας, τόν ἅγιο αὐτό ἄνθρωπο μέ τή μεγάλη μόρφωσι [τόν π. Ἀχίλλειο, στόν πόλεμο τοῦ ᾽40]. Αὐτός ἀσφαλῶς θά μπορέση νά μέ βοηθήση καί νά μέ ἀνακουφίση... [Τόν βρῆκε, κι αὐτός τόν τόνωσε.]
—Κάποια μέρα, συνέχισε ὁ ὑπέροχος ἐκεῖνος ἱερεύς, μέ βασάνιζε καί μένα τό ἐρώτημα: Ἐδῶ, λοιπόν, πάνω στά ἀτελείωτα χιόνια, ἀκίνητοι θά βγάλουμε τό χειμῶνα; Καί ἄκουσε πῶς μοῦ ἀπάντησε ὁ πάνσοφος Θεός στό ἐρώτημά μου: Ὄχι μέ ἄγγελο, οὔτε μέ ἄνθρωπο, οὔτε μέ καμμιά ἐσωτερική φωνή. Παρά μέ ἕνα μικρό πουλάκι! Εἶχε γύρω ἀπ’ τό λαιμό του μιά χρωματιστή γραμμή σάν στεφάνι. Τό πουλάκι αὐτό στή πατρίδα μου τό λένε στεφανοῦδι. Φτιάχνει τή φωλιά του σέ τρύπες δένδρων ἤ τοίχων καί γεννᾶ 8-12 αὐγά, ἄν καί εἶναι τόσο μικροσκοπικό. Εἶναι καί πολύ ὠφέλιμο, γιατί τρώει ἀπ’ τούς κλώνους τῶν δένδρων ὅλα τά βλαβερά παράσιτα.
Μιά μέρα πού ἤμουν πολύ σκεπτικός καί θλιμμένος καί εἶχα ἀνοικτό τό ἀντίσκηνό μου, ἕνα τέτοιο μικρό πουλάκι πέταξε μπροστά μου ξαφνικά, μέ ἕνα ἀσθενικό σιγανό τιτίβισμα. Ἦταν ἡ καλημέρα του, μά καί ἡ ζητιανιά του. Ἄρχισε νά ψαχουλεύη προσεκτικά στό λίγο καθαρισμένο χῶρο, πού ὑπῆρχε μπροστά στό ἀντίσκηνό μου καί τσίμπησε τά λίγα ψίχουλα τά ὁποῖα βρῆκε. Δέν χόρτασε, ὅμως, τήν πεῖνα του. Τοῦ ἔρριξα κι ἄλλα πού τά πῆρε χωρίς νά φοβηθῆ. Μέ κοίταξε μέ τά λαμπερά του ματάκια καί σέ λίγο πέταξε μακρυά, ὥσπου τό ἔχασα ἀπ’ τά μάτια μου. Ἔφυγε ἀφοῦ μοῦ ἔδωσε ἕνα μεγάλο ἄφωνο μάθημα: Τό μικρό αὐτό πουλάκι, συλλογίσθηκα, πρόκειται νά παραχειμάση στή χιονοσκέπαστη αὐτή ἔκτασι, μέ ἐφόδια ἀσυγκρίτως λιγότερα καί κατώτερα ἀπ’ τά δικά μας. Ἐμεῖς ἔχουμε κουραμάνα καί συσσίτιο καθημερινῶς. Αὐτό μέσα σέ τίποτε κουφάλες βελανιδιᾶς ἤ ὀξυᾶς, ἤ στίς παγωμένες ρίζες τῶν θάμνων θά προσπαθῆ μέ ἀγῶνα νά βρῆ κάτι γιά νά ξεγελάση τήν πεῖνα του. Ἐμεῖς ἔχουμε τέλος πάντων κι αὐτό τό βρεγμένο ἀντίσκηνο, φοροῦμε χοντρά ροῦχα κι ἔχουμε καί ἀρκετές κουβέρτες καί μποροῦμε νά ἀνάψουμε καί λίγη φωτιά. Αὐτό, ὅμως, εἶναι ἐκτεθειμένο στό ὕπαιθρο καί στήν ἀπέραντη παγωνιά. Καί, ὅμως, αὐτό πιστεύει πώς θά βγάλη πέρα τό χειμῶνα, παρόλες τίς σκληρές συνθῆκες. Πιστεύει ὅτι θά ζήση μέχρι τήν ἄνοιξι πού θά λυώσουν τά χιόνια. Καί ὅτι ὄχι ἁπλῶς θά ζήση, μά θά χτίση καί τή φωλιά του καί θά φέρη στή ζωή 8-12 μικρούς ἀπογόνους. Κύτταξέ το πῶς ἀντικρύζει τό μέλλον. Ἔχει ἐμπιστοσύνη στό Δημιουργό καί τροφέα του. Γνωρίζει ἐκ παραδόσεως, ἀπ’ τούς γεννήτορές του, ὅτι ὁ Θεός ποτέ δέν τά ἐγκατέλειψε. Ἀλλά ἄν μέ τόση πεποίθησι καί ἀφοβία τό μικρό αὐτό πουλάκι ἀντιμετωπίζει τό παρόν καί τό μέλλον, μέ πόσο μεγαλύτερη πίστι καί ἐμπιστοσύνη πρέπει νά τό ἀντιμετωπίσω ἐγώ;, συλλογίσθηκα. Ὁ Θεός δέν μᾶς εἶπε τό: “ἐμβλέψατε εἰς τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδέ θερίζουσιν οὐδέ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας. Καί ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν;”. Πῶς εἶναι, λοιπόν, δυνατόν ὁ Θεός νά ἐγκαταλείψη ἐμᾶς, τόν ἑλληνικό στρατό, πού μάχεται ἕναν ἱερό καί τίμιο ἀγῶνα; Ἡ ὀλιγόλεπτη ἐκείνη παρουσία τοῦ πουλιοῦ μέ παρηγόρησε καί μέ ἐνίσχυσε. Ἡ παρηγοριά του δέν σταμάτησε ὥς ἐδῶ. Τήν ἄλλη ἡμέρα περίμενα τό μικρό πουλί. Σάν ἔφθασε ἡ χθεσινή ὥρα καί δέν φάνηκε, μερικές μελαγχολικές σκέψεις ἄρχισαν νά ξεπροβάλλουν πάλι μέσα στή ψυχή μου: Φαίνεται, συλλογίσθηκα, πώς τό μικρό πουλάκι πέταξε μακρυά πρός τή πεδιάδα τῆς Κορυτσᾶς, γιά νά ἀναζητήση ἐκεῖ καλύτερη τύχη καί μᾶς ἄφησε μόνους πάλι στίς ἔρημες χιονοσκέπαστες κορυφογραμμές... Δέν εἶχα προλάβει νά τελειώσω τή θλιβερή σκέψι μου κι ἕνα ἁπαλό φτερούγισμα στή πόρτα τοῦ ἀντισκήνου μέ γέμισε χαρά. Τό μικρό πουλάκι ἦταν πάλι ἐκεῖ, μέ ἕνα μικρό σύντροφο. Ἴσως τό ταῖρι του. Ἔμεινε κοντά μας, εἶπα, μέ μιά τόση χαρά, πού ξαφνιάσθηκα κι ἐγώ ὁ ἴδιος, καί μέ ἕνα αἴσθημα εὐγνωμοσύνης γιά τή πιστότητα τῶν μικρῶν μου φίλων. Τήν ἄλλη μέρα ξαναῆλθαν. Καί ἐξακολουθοῦσαν τίς καθημερινές ἐπισκέψεις τους. Κάθε μέρα περίμενα τούς μικρούς μου φίλους σάν ἀγγέλους τῆς ἐλπίδος καί τῆς καρτερίας. Καλοκαίρι καί χειμῶνα οἱ μικροί αὐτοί στρατιῶτες μένουν πιστοί στίς ἐπάλξεις στίς ὁποῖες τούς ἔταξε ὁ Δημιουργός.
—Τά λόγια αὐτά τοῦ ἱερέως, συνέχισε ὁ Κώστας Ρουμπέσης, μέ τόνωσαν πολύ. Περίεργος παπᾶς, εἶπα. Δέν μέ ἄρχισε μέ τίποτε ἀκατάλυπτες γιά μένα ἠθικολογίες. Μοῦ διηγήθηκε τή ζωντανή ἱστορία ἑνός πουλιοῦ. Καί μοῦ ἔδωσε τόση πίστι καί γαλήνη!»(στό: ΘΔ, 73).

105. «Κάθε ἄτομο, κάθε ἀνθρωπίνη προσωπικότητα, μέσα στίς τόσες δυνατότητες μέ τίς ὁποῖες ὁ Θεός τό ἔχει προικίσει, ἔχει μέσα του καί αὐτή τή δυνατότητα, τήν ἀνωτέρα ἴσως ἀπό ὅλες. Ἔχει ἐκεῖνο τό ὁποῖο θά μπορούσαμε νά ὀνομάσουμε, “δυνατότητα τῆς κιβωτοῦ”. Ὁ ἄνθρωπος ζῆ βέβαια μέσα σέ ἕνα σύνολο ἀπ’ τό ὁποῖο ἐπηρεάζεται καί τό ὁποῖο ἐπηρεάζει ... Δέν εἶναι, ὅμως, ἄψυχο ρομπότ, δέν εἶναι ἄβουλος δοῦλος οὔτε καί τοῦ συνόλου. Ἔχει τή δυνατότητα νά συντηρῆ μέσα του τό θησαυρό τῶν πνευματικῶν ἀξιῶν, ὁ,τιδήποτε κι ἄν γίνεται ἀπ’ ἔξω καί νά ἀκτινοβολῆ γύρω του, ὁσοδήποτε πυκνό καί ἄν εἶναι γύρω του τό σκοτάδι»(ΑΑ, 128). 

106. «Ἕνας καθηγητής ἀναγκάσθηκε νά ἀλλάξη κατοικία, γιατί διορίσθηκε σέ ἄλλη πόλι. Μετακόμισε, τακτοποίησε τήν οἰκία του καί ἐπέστρεψε στήν προηγούμενη, γιά νά πάρη ὅ,τι ἀπέμεινε. Ἐπιστρέφοντας τήν παραμονή τῆς ἐνάρξεως τῶν μαθημάτων, βλέπει τή νέα του κατοικία κλεμμένη. Ἔπιασε τό κεφάλι του στενοχωρημένος χωρίς νά πῆ λέξι. Ἔχοντας, ὅμως, μία βαθειά ἐλπίδα, ἄρχισε νά ψάχνη τά ἐγκαταλελειμμένα ἀντικείμενα, τά ὁποῖα ὡς ἄχρηστα οἱ κλέφτες κλώτσησαν καί πέταξαν στό δάπεδο. Μετά ἀπό λίγο, χαμογέλασε στή μέση τῶν ἐρειπίων, θά λέγαμε, στή μέση τῶν λειψάνων τῶν πραγμάτων του, τά μάτια του γέμισαν φῶς καί τό στόμα του δοξολογίες. Βρῆκε αὐτό τό ὁποῖο ζητοῦσε, αὐτό τό ὁποῖο τοῦ ἀρκοῦσε, γιά νά ἀρχίση ἐκ νέου τή ζωή του, αὐτό τό ὁποῖο οἱ ἐργάτες τῆς ματαιότητος, οἱ κλέφτες, τό κλώτσησαν ὡς περιττό. Ἦταν ὁ βαπτιστικός του σταυρός, ξύλινος ἀλλά σταυρός, τόν ὁποῖο εἶχε συνηθίσει ἀπό μικρή ἡλικία κάθε βράδυ νά φιλάη καί νά ψέλνη τό ἀλληλούια τῆς καρδιᾶς του ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τοῦ τυπουμένου στό σταυρό. Σήμερα αὐτός ὁ προσκυνητής τοῦ ἱεροῦ συμβόλου δέν εἶναι πλέον καθηγητής εἶναι καθηγητής τῆς ἐρήμου ἤ μᾶλλον ἕνας ἔνσαρκος ἄγγελος, ὁ ὁποῖος ζῆ τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, διότι τό κλειδί τῆς βασιλείας εἶναι ὁ σταυρός. Τόσο βαθιά εἶναι στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων ὁ σταυρός γιά τό λόγο αὐτό δέν τοῦ τόν στέρησε ὁ Θεός. Ἐάν τόν ἔχανε, δέν θά ἦταν δυνατόν νά ἀρχίση καί πάλι τόσο ἁπλά τή ζωή του»(ΑΑ, 13).

107. Γράφει ὁ π. Αἰμιλιανός ὁ Σιμωνοπετρίτης: «Κάποτε ἦρθε στήν μονή μας ἕνας ὑπουργός μέ πολύ ὕφος, ἀλλά γρήγορα εἶδε ὅτι ἡ μοναστηριακή ἀτμόσφαιρα εἶναι ἕνας ἄλλος κόσμος, καί ἄρχισε νά συναναστρέφεται ἁπλούστερα μέ τούς μοναχούς. Τόν προσκάλεσα στό ἡγουμενεῖο μόνο του καί, ὅταν μπῆκε, δέν κατάφερε νά πῆ λέξι, διότι τόν κατέλαβαν λυγμοί. Προσπάθησα νά τόν διασκεδάσω καί μοῦ λέει: “Σήμερα θυμήθηκα ὅτι ὁ παπποῦς μου κάθε Δευτέρα ἔφευγε ἀπ’ τό σπίτι καί πήγαινε στό βουνό γιά νά προσευχηθῆ. Ἐπίσης, πολλές φορές ἔβλεπα τόν πατέρα μου, πού ἦταν ἀπ’ τή Μικρά Ἀσία, νά μή περπατᾶ στό χῶμα. Πηγαίνοντας σ’ ἕνα μοναστήρι τό χειμῶνα μέ πολλά χιόνια καί πάγους, τόν ἔβλεπα νά ὑψώνεται πάνω ἀπ’ τούς πάγους καί, ὅταν φθάναμε στό μοναστήρι, ἀντιλαμβανόμουν ὅτι σέ κάτι διαφέρει ἀπ’ τούς ἄλλους πού ἦταν τριγύρω μας. Σήμερα κατάλαβα τό μυστικό τοῦ πατέρα μου. Μοῦ ἔδωσε μία πίστι, τήν ὁποία ξαναποκτῶ σήμερα”. Αὐτή εἶναι ἡ φυσική, ἡ κληρονομική πίστι»(ΑΑ, 201). 

108. Ἀλληλογραφεῖ ὁ ὅσ. Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος: «Ὁ Θεός νά δώση, ὥστε νά παραμείνη γιά πάντα μέσα σου αὐτή ἡ διάθεσι, ἡ ἀπόρριψι τῆς κοσμικῆς ζωῆς καί τῶν ἀπολαύσεών της. Ὑπάρχει, ὅμως, καί ἡ πιθανότητα νά τήν ἀγαπήσης. Ἄν θέλης νά ἀποφύγης αὐτό τόν κίνδυνο, θά πρέπη νά μείνης μακρυά ἀπό μιά τέτοια ζωή. Γιατί μπορεῖ τή δεύτερη φορά νά σοῦ φανῆ λιγότερο βλαβερή, λιγότερο δυσάρεστη τήν τρίτη φορά, ἀκόμη λιγότερο καί μετά τήν τρίτη, δέν θά σοῦ φαίνεται πιά καθόλου ἄσχημη. Εἶναι, βλέπεις, σάν τή βότκα: Μέ τό πρῶτο ποτήρι, λένε, σπᾶς μόνο τούς φραγμούς μέ τό δεύτερο, πετᾶς στά ὕψη σάν ἀετός καί μετά τό τρίτο, δέν κάνης πιά τίποτε ἄλλο παρά νά γεμίζης τό ποτήρι σου...
Τί συμβαίνει, ὅταν ἐπισκεφθῆ κανείς μιά καπνοβιομηχανία; Τά μάτια του τσούζουν, ἡ μύτη του τρέχει, ἡ ἀναπνοή του κόβεται. Ὅσοι, ὅμως, ἐργάζονται ἐκεῖ, δέν αἰσθάνονται ἀπολύτως τίποτε. Μά καί ὁ ἐπισκέπτης, ἀφοῦ μείνη στό χῶρο τοῦ ἐργοστασίου γιά ἕνα μικρό διάστημα, δέν σφίγγει πιά τά μάτια του, δέν φτερνίζεται, δέν βήχει τόσο πολύ. Καί ὕστερα ἀπό κάμποση ὥρα, προσαρμόζεται ἀπόλυτα στό περιβάλλον. Πρόσεξε, λοιπόν, μή σοῦ συμβῆ κάτι παρόμοιο!»(ΟΘ, 13).

109. «“Βλέπω κίνησι καί θόρυβο, ζωή, ὅμως, ὄχι. Καί ἡ ραπτομηχανή μου κινεῖται. Κάνει κι αὐτή θόρυβο. Τί λογῆς ζωή, ὅμως, ἔχει μέσα της;”.
Τό κοφτερό μυαλουδάκι σου κατέβασε μιά ἔξοχη ἰδέα»(ΟΘ, 14).

110. «Ἡ ἀνθρώπινη φύσι, καί συνακόλουθα ἡ ἀνθρώπινη ζωή, εἶναι σύνθετη καί πολυμερής. Ἔχει τή σωματική, τή διανοητική καί τήν πνευματική της πλευρά. Καθεμιά, πάλι, ἀπ’ τίς πλευρές αὐτές ἔχει τίς δυνάμεις της, τίς ἀνάγκες της καί τούς τρόπους της. Ἔχει ἀκόμη τήν ἐνάσκησι καί τήν ἱκανοποίησι ὅλων αὐτῶν τῶν στοιχείων.
Ὅταν, λοιπόν, ὅλες οἱ δυνάμεις μας εἶναι σέ ἐνέργεια καί ὅλες οἱ ἀνάγκες μας ἱκανοποιοῦνται, τότε μόνο ζοῦμε πραγματικά. Ὅταν, ἀντίθετα, ἕνα μικρό μόνο μέρος τῶν δυνάμεών μας ἐνεργεῖ καί ἕνας μικρός μόνο ἀριθμός τῶν ἀναγκῶν μας ἱκανοποιεῖται, ζωή δέν ὑπάρχει μέσα μας. Καί ξέρεις γιατί; Εἶναι ἁπλό: Ὅλα τά στοιχεῖα, ὅλες οἱ δυνάμεις τίς ὁποῖες διαθέτει ἡ ἀνθρώπινη φύσι, πρέπει νά λειτουργοῦν σάν μιά ἑνότητα, σέ ὁμαλή συνεργασία καί ἀλληλεξάρτησι —ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τή ραπτομηχανή σου, πού βρίσκεται σέ κίνησι ὅταν ὅλα τά τμήματά της κινοῦνται. Σταμάτα τή λειτουργία ἑνός ἐξαρτήματος, καί ἡ μηχανή ἀκινητοποιεῖται. Δέν “ζῆ”. Μά καί ὁ ἄνθρωπος δέν ζῆ, ὅταν τό κάθετί μέσα του δέν βρίσκεται σέ κίνησι, σέ ἐνέργεια. Μέ τή μόνη διαφορά, ὅτι ἡ ἀδράνεια τῆς “ζωῆς” μιᾶς μηχανῆς, ἡ διακοπή δηλαδή τῆς λειτουργίας της, γίνεται ἀμέσως ἀντιληπτή, ἐνῶ ἡ ἀδράνεια τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀφανής καί ἀθέατη. Καί ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σέ ἀδράνεια, δέν ζῆ ἀληθινά, ὅταν μία μόνο πλευρά τῆς ζωῆς του λειτουργεῖ καί ἐλάχιστες μόνο ἀνάγκες του ἱκανοποιοῦνται. Τότε εἶναι ἀκριβῶς σάν μιά μηχανή σέ ἀκινησία, μόνο πού αὐτό, ὅπως εἶπα, δέν φαίνεται.
Ποιές δυνάμεις καί ποιά ὄργανα χρησιμοποιοῦνται ἀπ’ τόν ἄνθρωπο πού ζῆ μιά κοσμική ζωή; Χρησιμοποιοῦνται τά χέρια, τά πόδια, ἡ γλῶσσα, τά μάτια, τά αὐτιά, ἡ ὄσφρησι, ἡ ἁφή, ἡ μνήμη, ἡ φαντασία, ἡ νοημοσύνη... Τά περισσότερα ἀπ’ αὐτά ἀντιπροσωπεύουν τήν κατώτερη πλευρά τοῦ ἀνθρώπου, τήν πλευρά πού εἶναι κοινή στόν ἄνθρωπο καί στά κτήνη. Ἡ ζωή τῶν κτηνῶν ἐξαντλεῖται στήν ἱκανοποίησι μιᾶς μόνο ἀνάγκης. Τό διαπιστώνει κανείς εὔκολα, ἄν παρατηρήση τίς προβατίνες μέ τά ἀρνάκια τους νά βόσκουν σέ ἕνα καταπράσινο λιβάδι. Πέρα ἀπ’ αὐτές τίς δυνάμεις, ὅμως, ὑπάρχουν στόν ἄνθρωπο δυό-τρία ἀκόμη “στρώματα” δυνάμεων μέ ἕνα κεντρικό ἄξονα»(ΟΘ, 14).

111. Σημειώνει ὁ ὅσ. Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος: «Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Μέγας περιέγραψε τήν ἀκαταστασία, τήν πολύβουη κίνησι καί τό μάταιο κυνηγητό τῆς ἐπιγείας ζωῆς, πού τό γεύθηκες ἤδη. “Οἱ κάτοικοι τῆς γῆς”, γράφει ὁ ἅγιος, “καί τά τέκνα τοῦ κόσμου τούτου μοιάζουν μέ τό σιτάρι μέσα στό κόσκινο. Ἔτσι κοσκινίζονται καί οἱ ψυχές μέ τούς ἄστατους κοσμικούς λογισμούς, τήν ἀκατάπαυστη ταραχή τῶν γηΐνων πραγμάτων καί τίς πολύπλοκες ὑλικές φροντίδες. Ὁ σατανάς ταρακουνάει μέ τό κόσκινο, δηλαδή μέ τίς ἐπίγειες μέριμνες, ὁλόκληρο τό ἁμαρτωλό γένος τῶν ἀνθρώπων. Μετά τό προπατορικό ἁμάρτημα, ἀφότου δηλαδή ὁ Ἀδάμ ἀθέτησε τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ καί βρέθηκε κάτω ἀπ’ τήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, ὁ ἄρχοντας τοῦ σκότους κοσκινίζει μέ ἀκατάπαυστους ἀπατηλούς λογισμούς τούς ἀνθρώπους, χτυπώντας τους στά τοιχώματα τοῦ κόσκινου αὐτῆς τῆς γῆς. Ὅπως, δηλαδή, τό κόσκινο ταρακουνάει καί περιστρέφει καί χτυπάει τό σιτάρι, ἔτσι καί ὁ διάβολος, αἰχμαλωτίζοντας μέ τά γήινα πράγματα τίς ψυχές τῶν ἁμαρτωλῶν ἀπογόνων τοῦ Ἀδάμ, τίς ταράζει, τίς ἀναστατώνει, τίς ξεσηκώνει καί τίς παρασύρει σέ μάταιους λογισμούς, σέ αἰσχρές ἐπιθυμίες καί σέ κοσμικούς δεσμούς, ἐξαπατώντας τες καί ξελογιάζοντάς τες ἀκατάπαυστα. Ὁ Κύριος εἶχε μιλήσει προφητικά στούς ἀποστόλους Του γιά τόν μελλοντικό τους πειρασμό: ‘Ὁ σατανάς ζήτησε νά σᾶς δοκιμάση σάν τό σιτάρι στό κόσκινο. Ἐγώ, ὅμως, προσευχήθηκα στόν Πατέρα Μου νά μή σᾶς ἐγκαταλείψη ἡ πίστι σας’. Ἡ ρῆσι καί ἀπόφασι, ἄλλωστε, πού ἐξαγγέλθηκε ἀπ’ τό Δημιουργό στόν Κάιν, εἶναι ξεκάθαρη: ‘Θά στενάζης καί θά τρέμης καί θά χτυπιέσαι πάνω στή γῆ’. Αὐτό ἀκριβῶς συμβαίνει, μεταφορικά, μέ ὅλους τούς ἁμαρτωλούς. Νιώθουν ἀνασφάλεια καί ἀβεβαιότητα μέσα στούς ἄστατους λογισμούς τῆς δειλίας, μέσα στό φόβο, τή σύγχυσι, τήν ἐπιθυμία, τήν ἡδονή γιατί ὁ ἄρχοντας τοῦ κόσμου τούτου πειράζει ὅσους δέν ἔχουν ἀναγεννηθῆ ἀπό τό Θεό, περιστρέφοντας ἄστατα, σάν τό σιτάρι μέσα στό κόσκινο, τούς λογισμούς τους, προκαλώντας τους αἴσθημα ἀνασφάλειας καί παγιδεύοντάς τους μέ κοσμικές ἀπάτες, σαρκικές ἡδονές, φόβους καί συγχύσεις”»(ΔΖ, 18).

112. «Ὁ Μιχαήλ ὁ Βουρλιώτης, ἦταν ἕνα νεαρό παιδί 18 χρονῶν ἕνα παλληκαράκι γεμάτο ὀμορφιά καί χάρι. Ἕνας Τοῦρκος τοῦ μίλησε γιά τήν ἄνεσι καί τή χαρά τῆς νιότης. Καί τόν κατάφερε. Καί ὁ Μιχαλάκης ἀρνήθηκε τό Χριστό. Ἦταν τό Σάββατο τῆς πρώτης Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν τό Σάββατο τοῦ ἁγίου Θεοδώρου, τό ἔτος 1772. Στή Σμύρνη.
Κύλησαν οἱ ἡμέρες. Καί ἦρθε τό Πάσχα. Τόν ἴδιο χρόνο. Καί περπατώντας ὁ Μιχαλάκης στούς δρόμους τῆς Σμύρνης, ἄκουσε μέσα σέ ἕνα καπηλειό, σέ μιά ταβέρνα, τούς πρώην φίλους του ρωμιούς νεαρά παιδιά, ἀντί γιά τραγούδια κοσμικά, νά ψάλλουν τό “Χριστός Ἀνέστη” κάτι ξύπνησε μέσα του ἦλθε σέ αἴσθησι μετάνιωσε ἔτρεξε ἐκεῖ ἔγινε μαζί τους ἕνα κι ἔψαλλε, ὅπως παλαιότερα, μαζί τους κι αὐτός τό “Χριστός Ἀνέστη”.
Τόν λυπήθηκαν. Καί τόν προσφώνησαν:
—Φύγε! Δέν κάνει Τοῦρκος νά ψάλλη τό Χριστός ἀνέστη! Θά τό πληρώσης ἀκριβά!
Ἀπάντησε ὁ Μιχάλης:
—Ἔννοια σας καί αὔριο θά δῆτε.
Καί πράγματι τή Δευτέρα πῆγε στόν κατῆ καί τοῦ εἶπε:
—Ἕνας ἄνθρωπος μέ βρῆκε μικρό καί κουτό καί μέ ἀπάτησε. Μοῦ πῆρε χρυσάφι. Καί μοῦ ἔδωσε μολύβι! Δέν λέει ὁ νόμος, ὅτι ἔχω δικαίωμα νά τοῦ ἐπιστρέψω τό μολύβι του καί νά ζητήσω νά πάρω πίσω τό χρυσάφι μου;
—Ναί, ἀπάντησε ὁ κατῆς. Αὐτό λέει ὁ νόμος μας.
—Λοιπόν, τοῦ λέει ὁ Μιχαλάκης. Ἐμένα γέλασαν. Μοῦ ἔδωσαν μολύβι καί μοῦ πῆραν τό χρυσάφι μου. Ἐγώ τό ἐπιστρέφω τό μολύβι σας τήν πίστι σας! Ἀφῆστε με νά ξαναπάρω τήν πίστι μου, πού εἶναι χρυσάφι!
Προσπάθησαν ὅλοι μαζί, οἱ Τοῦρκοι πού βρέθηκαν ἐκεῖ, νά συνετίσουν τό “ἄμυαλο” παιδί. Δέν τά κατάφεραν. Τό ἔκλεισαν γιά δύο ἡμέρες στή φυλακή (Τρίτη καί Τετάρτη).
Καί τότε τόν ξαναπῆγαν στόν κατῆ. Καί ἐκεῖ ὁ νεαρός Μιχαήλ ὁμολόγησε καί πάλι τό Χριστό, ὅτι εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός.
Μετά ἀπ’ αὐτό ὁ Τοῦρκος δικαστής, σκεπτόμενος εὔσπλαγχνα γιά ἕνα “ἀνόητο” παιδί, διέταξε νά τοῦ κόψουν τό κεφάλι, χωρίς βασανιστήρια.
Στόν τόπο στόν ὁποῖο θά τόν ἀποκεφάλιζαν εἶχαν συγκεντρωθῆ πολλοί Χριστιανοί. Νά καμαρώσουν τόν ἀθλητή τοῦ Χριστοῦ.
Βλέποντάς τους ὁ Μιχάλης ἔσκυψε τό κεφάλι ταπεινά καί, μέ σχῆμα καί μέ λόγο τούς παρακάλεσε:
—Συγχωρῆστε με, ἀδελφοί χριστιανοί, τό ἀνόητο παιδί. Παρακαλέστε τόν Κύριο, νά μέ δεχθῆ κοντά Του.
Τόν ἔσφαζαν κι ἔλαμπε ἀπό χαρά. Καί πῆρε τοῦ μαρτυρίου τόν ἀμαράντινο στέφανο. Ἦταν τότε 16 Ἀπριλίου 1772, ἡμέρα Πέμπτη»(ΗΑ, 26).

113. «Ὁ Ingmar Bergman εἶναι ἕνας ἀπ’ τούς πιό ἐπιτυχημένους ἀνθρώπους στό Hollywood. Σημείωσε μιά καταπληκτική ἐπιτυχία στά τρία βασικά σημεῖα, πού ἀποτελοῦν τίς ἐπιδιώξεις τοῦ ἀνθρώπου πού ζῆ χωρίς Θεό: χρήματα ἔρωτας δημοσιότητα.
Ὅμως ἡ περιπλάνησι στή ζωή χωρίς Θεό καί χωρίς ἐλπίδα, τόν γέμισε ἀγωνία. Καί κάποια στιγμή κατάλαβε τό λάθος τῆς μέχρι τότε τοποθετήσεώς του. Καί τό ἔλεγε ἀνοιχτά. Καί τό διεκήρυττε.
Σέ μιά τέτοια συνομιλία του, ἕνας φίλος του τοῦ πέταξε ξαφνικά τό ἐρώτημα:
—Κι ἄν δέν ὑπάρχη Θεός, τί κάνουμε;
Ἀπάντησε ὁ Bergman:
—Ἄν δέν ὑπάρχη Θεός, δέν μᾶς μένει παρά νά αὐτοκτονήσουμε!
Ζωή “χωρίς Χριστό”(Ἐφ 2, 12) δέν γίνεται. Ἡ πιό ταλαίπωρη μορφή ζωῆς, εἶναι νά ζῆς “ὡς ἄθεος ἐν τῶ κόσμῳ”(Ἐφ 2, 12)»(ΗΑ, 30).

114. «Τό Εὐαγγέλιο δέν μᾶς δίνει τό ὄνομα τοῦ πλουσίου, ἐνῶ ἀντίθετα μᾶς λέει τό ὄνομα τοῦ φτωχοῦ. Μέ αὐτό, τό Εὐαγγέλιο θέλει νά μᾶς δείξη, ὅτι ὁ πλοῦτος συνήθως τόν διαλύει τόν ἄνθρωπο σέ τέτοιο βαθμό, πού τόν κάνει νά χάνη κάθε προσωπική ἀξία. Καί νά καταντάη καί ὁ ἴδιος “πορτοφόλι”. Δηλαδή ἕνας ἄνθρωπος μέ πολλά λεφτά. Καί τίποτε ἄλλο.
Ἕνας ἄνθρωπος, χωρίς καμμία δική του ἀξία. Ἕνας ἄνθρωπος, χωρίς καθόλου προσωπική ἀξία. Ἕνας ἄνθρωπος-πορτοφόλι χωρίς λεφτά. Ἔχει πορτοφόλι ἀξία χωρίς λεφτά;
Δέν εἶναι τυχαῖο, ὅτι τό Εὐαγγέλιο δέν ἀναφέρει τό ὄνομα τοῦ πλουσίου. Γιατί... ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶχε χάσει καί ξεχάσει κάθε ἀνθρώπινη καί κάθε ἠθική ἀξία»(ΕΖ, 5).

115. «Βασιλιᾶς τῶν Βανδάλων ἦταν ὁ Γελίμερ. Στή βόρεια Ἀφρική. Πάμπλουτος. Καί παντοδύναμος. Μά νικήθηκε ἀπ’ τό στρατηγό τοῦ μεγάλου βασιλιᾶ μας Ἰουστινιανοῦ, τό Βελισάριο, πού μάλιστα, τόν συνέλαβε καί αἰχμάλωτο.
Ποῦ ὁ ὑψηλός θρόνος, καί ποῦ τό μπουντρούμι τῆς φυλακῆς! Καί ἀπό ἐκεῖ, ἐντελῶς ἐξουθενωμένος, ὁλοκληρωτικά ταπεινωμένος, ὁ Γελίμερ ἀπηύθυνε στό Βελισάριο ἕνα ταπεινότατο αἴτημα. Τοῦ ζήτησε:
—λίγο ψωμί, νά γεμίση τήν κοιλιά του.
—μιά κιθάρα νά παίζη, νά ξεχνᾶ τήν πίκρα του.
—κι ἕνα μαντήλι νά σκουπίζη τά δάκρυά του.
Τί ταπείνωσι! Τί ἐξευτελισμός!
Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καί ἐπείνασαν!»(ΕΖ, 13).

116. «—Ἄν ἐρχόταν κάποιος πεθαμένος καί μοῦ ἔλεγε ὅτι ὑπάρχει μετά θάνατον ζωή, θά πίστευα θά ἄλλαζα θά γινόμουν κι ἐγώ καλός χριστιανός.
Μά δέν εἶναι ἀληθινό. Εἶναι μιά ψεύτικη πρόφασι μιά ὑπεκφυγή. Γιατί εἶναι γεγονός. Κάποιος πῆγε καί γύρισε. Καί μᾶς τό εἶπε. Ὁ Χριστός. Πού κατέβηκε στόν Ἅδη. Καί ξαναγύρισε. Καί ἀναστήθηκε. Τοῦ Χριστοῦ λόγια εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ πλουσίου καί τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου»(ΕΖ 1998, 29).

117. «Ἕνα μικρό παιδί εἶχε πάει στό φτωχομαγαζάκι τοῦ πατέρα του. Καί ἐκεῖ παρακολουθοῦσε σιωπηλά τή δουλειά τοῦ μπαμπᾶ του καί τίς συναλλαγές του.
Οἱ πελάτες διάλεγαν τά πράγματα τά ὁποῖα ἤθελαν, πλήρωναν, ἔπαιρναν τά ρέστα τους κι ἔφευγαν.
Ὅλα καλά, ἤρεμα καί εἰρηνικά.
Κάποια στιγμή ἦλθε καί μιά πλούσια κυρία. Πῆρε τά πράγματα τά ὁποῖα ἤθελε. Ἔδωσε ἕνα μεγάλο νόμισμα, νά τά πληρώση. Καί περίμενε τά ρέστα της, τά ὁποῖα ἦσαν διάφορα μικρότερα νομίσματα. Ἀνάμεσά τους ἦταν κι ἕνα νομισματάκι τιποτένιας ἀξίας, πολύ βρώμικο.
Ἡ πλούσια κυρία δέν καταδέχθηκε νά τό πιάση στό χέρι της. Τό κύτταξε μέ ἀηδία καί εἶπε:
—Αὐτό νά τό δώσης στό παιδί σου νά τό ρίξη τήν Κυριακή στήν Ἐκκλησία!
Τό ἔσπρωξε πρός τό μέρος του κι ἔφυγε.
Τό φτωχό παιδί τό πῆρε. Ἀλλά τά λόγια της τό εἶχαν ἀναστατώσει. Καί ρώτησε.
—Κάνει νά δίνουμε στό Χριστό τά βρώμικα, μπαμπά;
Δέν τοῦ πήγαινε αὐτή ἡ σκέψι.
Τοῦ ἀπάντησε ὁ πατέρας του:
—Ἐκεῖνα τά ὁποῖα δίνουμε στό Χριστό, παιδί μου, πρέπει νά εἶναι τά πιό ὄμορφα τά πιό λαμπρά.
Ἔτσι τό μικρό παιδί πῆρε τή βρώμικη ἐκείνη δεκάρα. Γιά νά τή ρίξη στήν Ἐκκλησία. Ἀλλά μή θέλοντας νά τή δώση βρώμικη στό Χριστό, ἄρχισε νά τήν τρίβη, νά καθαρίση.
Καί τρίβοντάς την κάθε ἡμέρα λίγο, μέχρι τήν Κυριακή τήν εἶχε κάνει ἀπό χάλκινη καί ἔλαμπε σάν νά ἦταν ἀπό χρυσάφι.
Καί ὅταν τήν Κυριακή, τήν ἔρριξε στό κουτί, γιά νά πάρη κερί, τήν πῆραν οἱ ἄγγελοι καί τήν πῆγαν κατ’ εὐθεῖαν στό Χριστό. Καί τήν ἀπέθεσαν στά χέρια Του.
Καί ὁ Χριστός τήν πῆρε. Καί τήν εὐλόγησε. Καί εἶπε:
—Εἶναι μιά ἀπ’ τίς πιό ὄμορφες προσφορές τίς ὁποῖες ἔχω δεῖ!
Τί ἦταν ἐκεῖνο, πού ἔκανε τή δεκάρα τόσο ὄμορφη στά μάτια τοῦ Χριστοῦ;
Τό χρῶμα; Τό τρίψιμο; Ἡ λάμψι; Ὄχι. Ἦταν κάτι ἄλλο.
Ἡ ἐσωτερική διάθεσι τοῦ μικροῦ παιδιοῦ, πού δέν τό ἀνεχόταν, νά δώση στό Χριστό κάτι τό ἄσχημο, κάτι πού κι αὐτό τό ἔβλεπε ὅτι ἦταν βρώμικο.
Ἔτσι καθάρισε τό παιδί τή δεκάρα. Χωρίς, λόγῳ ἡλικίας, νά τό ὑποψιάζεται, ὅτι καθαρίζοντας τή δεκάρα, καθάριζε πρῶτα τήν ψυχή του, ἀφοῦ ἔτσι κατανοοῦσε ὅλο καί πιό πολύ, ὅτι, ὅ,τι ἔχει σχέσι μέ τό Θεό, πρέπει νά εἶναι μέσα κι ἔξω καθαρό.
Ἐμεῖς, πῶς θά καθαρίσουμε ἀπ’ τή σκουριά τήν καρδιά μας καί τήν ψυχή μας;»(ΕΖ, 33).

118. «Ἕνα καράβι ταξίδευε στό πέλαγος. Καί τό ἔπιασε φοβερή τρικυμία. Φόβος παγερός εἶχε καταλάβει καπετάνιο καί πλήρωμα. Δέν ἦταν ἡ σημερινή ἐποχή. Τότε τά καράβια ἦταν ξύλινα. Καί μέ πανιά! Καί τό παλιοκάραβο εἶχε ἀρχίσει νά μπάζη νερά. Ἡ τρόμπα δούλευε ἀδιάκοπα. Μά δέν πρόφθανε! Καί τό καράβι εἶχε ἀρχίσει νά βουλιάζη. Ἄν τό καράβι χανόταν, τί νά τούς ἔκαναν οἱ βαρκοῦλες του καί τά σωσίβια; Ἔνοιωσαν ὅλοι, πώς κάθε ἐλπίδα εἶχε χαθῆ. Καί τότε ἔστρεψαν τό νοῦ στήν Παναγία, πού εἶναι: “ἐλπίς ἀπηλπισμένων”.
—Φθάσε, Παναγία Μυρτιδιώτισσα, Προστάτρια καί Σκέπη τοῦ νησιοῦ μας. Σῶσε μας. Λυπήσου τά παιδιά μας καί τούς γέροντες γονεῖς μας, πού μᾶς περιμένουν!...
Λίγο ἤθελε ἀκόμη τό καράβι νά βουλιάξη. Μά ξαφνικά φάνηκε ἀνάμεσά τους μιά ὁλόφωτη γυναῖκα. Καί τούς εἶπε:
—Ἦρθα! Μή φοβᾶσθε! Τό καράβι σας θά σωθῆ! Καί βούτηξε μέσα στή θάλασσα μέ ἕνα σφουγγάρι στό χέρι κι ἔκλεισε τήν τρύπα πού εἶχε ἀνοίξει στό σκάφος!
Σέ λίγα λεπτά, τό καράβι συνέχιζε ἥσυχο τό δρόμο του.
Στό πρῶτο λιμάνι πῆγαν τό σκάφος γιά ἐπισκευή. Καί τί θαῦμα εἶδαν! Εἶδαν τήν τρύπα, πού εἶχε ἀνοίξει στό σκάφος, βουλωμένη μέ τό σφουγγάρι τό ὁποῖο κρατοῦσε στά χέρια της ἡ Παναγία, ὅταν φάνηκε στό καράβι τους! Ὅλος ὁ κόσμος τό εἶδε αὐτό τό θαῦμα»(ΘΕ, 8).
Ἡ θαυματουργία τῶν Ἁγίων.

119. «Ἕνας σουλτᾶνος εἶχε νά κάνη πόλεμο μέ τούς Μογγόλους, πού τότε (ΙΓ´-ΙΔ´ αἰ.) ὄργωναν τίς χῶρες τῆς ἀνατολῆς.
Μάζεψε τό στρατό του καί ξεκίνησε νά τούς ἀντικρούση νά τούς ἀπωθήση ἔξω ἀπ’ τά ὅρια τοῦ σουλτανάτου του. Ὅμως, ὅλα δέν πήγαιναν ὅπως τά ἤθελε. Καί μή μπορώντας νά τό ἀνεχθῆ, πώς κάτι δέν γίνεται ὅπως ὁ ἴδιος τό ἤθελε, ἀνάβει. Καί τά συναισθήματα ὀργῆς γίνονται μέσα του θύελλα. Οἱ νεαροί ἀξιωματικοί τοῦ στρατοῦ του τοῦ χτυποῦν στά νεῦρα. Κάνουν ἐνέργειες, πού ὅσο πιό πολύ πέφτουν στήν ἀντίληψί του, τόσο ἀνάβει! Καί ἐπειδή δέν μένει τίποτε κρυφό, τό ποτήρι ξεχειλίζει. Καί τό παίρνει ἀπόφασι: Ἕνας δέν θά μείνη! Θά τούς κόψη τά κεφάλια ὅλων! Ποιός ὅμως θά ὑλοποιήση τήν ἀπόφασι;
Συγκαλεῖ τό συμβούλιο τῶν στρατηγῶν του, κάτι γεροντάκια, τούς ὁποίους σέρνουν στόν πόλεμο, γιατί ἔχουν πεῖρα. Καί τούς ἀνακοινώνει τήν ἀπόφασί του.
Οἱ στρατηγοί καταλαβαίνουν, ὅτι κάτι δέν πάει καλά. Προσπαθοῦν κάτι νά ποῦν. Καί ψελλίζουν δειλά:
—Μήν ἀνάβεις, σουλτᾶνε μας!
Ἀλλά ἐκεῖνος ἀνάβει χειρότερα. Καί λέει μέ ὀργή:
—Ξέρετε, τί γίνεται γύρω σας; Δέν δέχομαι τίποτε! Θά ξεκαθαρίση ἡ κατάστασι!
Οἱ γέροι στρατηγοί μένουν ἄφωνοι, βουβοί. Τό θέμα γιά τό σουλτᾶνο εἶναι λυμένο. Συμβούλιο συγκαλεῖ, ἀλλά δέν ζητάει συμβουλή! Τί νά τοῦ ἔλεγαν; Καί σιωποῦν. Καλά δέν ἔκαναν;
Ἀλλά ἐνῶ ἐκεῖνοι σιωποῦν, παίρνει τό λόγο ὁ γελωτοποιός τοῦ σουλτάνου. Τόν θεωροῦσαν διανοητικά καθυστερημένο. Ἔλεγε χαζομάρες. Καί ὁ σουλτάνος γελοῦσε. Καί μαζί του οἱ φίλοι του. Καί ἐπειδή ὁ σουλτᾶνος μας πάντοτε ἐνδιαφερόταν νά διώχνη προβλήματα καί πίκρες καί νά βρίσκη τρόπο νά γελᾶ, νά περνᾶ ὄμορφα —ἔστω κι ἄν γύρω του ὁ κόσμος χαλάει—, ὁ γελωτοποιός του ἦταν παντοῦ καί πάντοτε σέ ὅλα παρών.
Παρακολουθεῖ, λοιπόν, ὁ γελωτοποιός. Μά δέν γελάει! Καί δέν κάνει οὔτε χειρονομίες ἀστεῖες οὔτε χαζομάρες. Εἶναι συνοφρυωμένος! Καί μέσα στή γενική σιγή παίρνει τό λόγο. Καί λέει:
—Μπράβο, σουλτᾶνε μου, πολυχρονεμένε μου! Ἡ πιό σωστή καί ἡ πιό δίκαιη ἀπόφασι! Ἕνας νά μή μείνη! Γίνεται στρατός μέ τέτοιους ἀξιωματικούς; Καί μπορεῖ κανείς νά περιμένη ἀπ’ αὐτούς καλό; Ἕνας νά μή μείνη! Ὅσο γιά τούς Μογγόλους μή χολοσκᾶς! Σύ θά πάρης τή σημαία! Κι ἐγώ τή σάλπιγγα! Καί θά ὁρμήσουμε πάνω τους! Ἕνας δέν θά μείνη! Ἀμ’ τί δά!
Αὐτά εἶπε. Μά τί παράξενο! Οὔτε ὁ ἴδιος γελάει, οὔτε κανένας ἄλλος. Οὔτε ὁ σουλτᾶνος. Καί τό ἀκόμη πιό παράξενο! Ὅλοι θέλουν νά γελάσουν (καί ὁ ἴδιος ὁ σουλτᾶνος) εἰς βάρος τοῦ σουλτάνου!
Ὅλοι τό καταλαβαίνουν, ὅτι ὁ χαζούλης, πού μέχρι τότε ἔλεγε μόνο χαζομάρες, τώρα εἶχε πεῖ τό σωστό τώρα ἦταν ὁ μόνος πού ἔλεγε τό σωστό. Ὅλοι τό ἔβλεπαν, τό εἶδαν, τό συνειδητοποίησαν, ὅτι τά θέματα, καί μάλιστα τά σοβαρά, δέν κάνει νά τά λύνουμε μέ τίς παρορμήσεις τῆς ψυχολογικῆς μας διαθέσεως καί μέ ὁδηγό τά πάθη μας καί τίς κακίες μας, ἀλλά μέ τή λογική»(ΜΜ, 12).

120. «Ὁ Λυσίμαχος ἦταν ἕνας ἀπ’ τούς γενναιοτέρους στρατηγούς τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου. Μά παράλληλα ἦταν ὑποδουλωμένος στά πάθη του καί στίς ὀρέξεις του. Τοῦ ἦταν ἀδύνατο νά πῆ “ὄχι”, στήν ὅποια ἐπιθυμία του! Μόλις τόν ἔπιανε, τό μυαλό του σκοτιζόταν! Τά ξέχναγε ὅλα! Κι ἕνα μόνο ἔβλεπε μπροστά του. Πῶς θά ἱκανοποιήση τήν ἐπιθυμία του! Φαντασθῆτε, τί χουνέρια θά εἶχε πάθει!
Κάποτε ἔπαθε τό χειρότερο.
Βρισκόταν σέ πόλεμο. Ἡ μάχη εἶχε ἀνάψει. Καί βρισκόταν στό πιό κρίσιμο σημεῖο της. Ἀλλά ἡ ζέστη, ὁ ἱδρώτας, ὁ κόπος τῆς πολύωρης σῶμα μέ σῶμα πάλης, τόν εἶχαν πιά στεγνώσει. Ὁ Λυσίμαχος αἰσθάνθηκε μιά ἀφόρητη δίψα. Καί μή ὄντας συνηθισμένος νά λέη στίς ὀρέξεις του ὄχι, κάθε ἀντίστασι μέσα του κάμφθηκε. Ξέχασε τά πάντα. Κι ὅρμησε σέ μιά κοντυνή πηγή νά πιῆ, νά ξεδιψάση, χωρίς νά δώση ὁδηγίες στό στρατό!
Καί ὁ στρατός; Μή βλέποντας πιά τόν ἀρχηγό του ἀνάμεσά του, κάμφθηκε! Ἔχασε τό ἠθικό του. Καί νικήθηκε. Καί ὁ Λυσίμαχος; Συνελήφθη αἰχμάλωτος. Σάν τό λιοντάρι. Πού, ἐνῶ εἶναι ὁ βασιλιᾶς τῶν ζώων, συλλαμβάνεται καί κλείνεται στό κλουβί, γιατί δέν ξέρει νά κυριαρχήση στή λαιμαργία του. Καί δέν ξέρει νά κάνη πίσω!
Κλαίει ὁ Λυσίμαχος. Κτυπᾶ τό κεφάλι του:
—Αἰχμάλωτος γιά ἕνα ποτήρι νερό!»(ΜΜ, 22).

121. Ὁ Στάρετς Ἀνατόλιος τῆς Ὄπτινα, «λίγο μετά τήν κουρά, παρεκάλεσε τήν ἀδελφή Ἀμβροσία, πού εἶχε κατεβεῖ ἀπ’ τό Σαμορντίνο στήν Ὄπτινα νά τόν παρακολουθῆ [ὡς γιατρός], νά τοῦ διαβάση κάτι. Καί ἐκείνη τοῦ διάβασε ἀπό κάποιο φυλλάδιο, μιά ἱστορία:
“Ἔπαθε βλάβη ἕνα καράβι καί βούλιαξε. Καί ὁ κάθε ἐπιβάτης ἔκανε ὅ,τι μποροῦσε να σωθῆ. Ἄλλος σέ μιά βάρκα. Ἄλλος σέ μιά σανίδα. Ἄλλος κολυμποῦσε στό νερό... Ἄλλος... Ἄλλος... Ὁ καπετάνιος καθόταν στό τιμόνι κι ἔκανε προσευχή. Παρακαλοῦσε τόν Κύριο νά βοηθήση τούς ἐπιβάτες τοῦ καραβιοῦ του νά σωθοῦν. Κρατοῦσε τό τιμόνι, γιά νά κρατᾶ τό καράβι, μέχρι πού νά φύγουν ὅλοι νά σωθοῦν. Καί παρακαλοῦσε τόν Κύριο γιά τούς ἄλλους. Καί ξαφνικά, εἶδε καί ἄνοιξαν οἱ οὐρανοί. Καί εἶδε τό Σωτῆρα Χριστό, νά τόν περιμένη μέ ἀνοιχτή τήν ἀγκαλιά Του”.
Τό ἴδιο ἔκανε καί ὁ π. Ἀνατόλιος. Μέχρι τήν τελευταία του πνοή»(ΣΑ, 119).

122. «Ἔλεγαν οἱ μαθητές τοῦ στάρετς Μιχαήλ Μπαντίλα (1880-1957) καί αὐτή τήν ἀξιοθαύμαστη ἱστορία του:
Μιά καλοκαιριάτικη νύκτα, ἐνῶ κοιμόταν ὁ Γέροντας, ἄκουσε ξαφνικά μιά προστακτική φωνή, πού ἐπαναλήφθηκε δύο φορές.
—Πήγαινε καί πάρε τόν ἐρημίτη ἀπ’ τό ξέφωτο Ὀμπίρσιε!
Ὅταν ξημέρωσε, ὁ Γέροντας προσευχήθηκε, καί παίρνοντας τόν Πνευματικό του, Ἀντώνιο ἱερομόναχο, ἀνέβησαν μαζί στό βουνό γιά τό ξέφωτο Ὀμπίρσιε. Κανείς δέν γνώριζε ὅτι ἀγωνιζόταν στό μέρος ἐκεῖνο ἕνας ἐρημίτης. Πράγματι στό ξέφωτο βρῆκαν ἕνα ἐρημικό καλυβόσπιτο καί μπροστά του ἕνα μοναχό καθισμένο σ’ ἕνα κούτσουρο ἀπό κορμό δένδρου.
—Εὐλόγησον, πάτερ, εἶπε ὁ στάρετς Μιχαήλ. Παρετήρησαν, ὅμως, ὅτι ὁ ἄγνωστος καί ἅγιος αὐτός ἡσυχαστής εἶχε φύγει ἀπ’ αὐτή τή ζωή. Τότε οἱ πατέρες τόν κατέβασαν ἀπ’ τό βουνό καί τόν ἔθαψαν στή σκήτη, δίπλα στήν ἐκκλησία. Πόσοι ἄγνωστοι ἀπ’ τούς ἀνθρώπους ἐρημίτες μοναχοί ἀγωνίζονται στά βάθη τῶν Καρπαθίων ὀρέων!»(ΡΠ, 122).

123. Γέρων Ἀρσένιος Μπόκα: «Αὐτός πού ἀποκαλύπτει τά καλά του ἔργα καί τά σαλπίζει, μοιάζει μέ τό γεωργό, ὁ ὁποῖος σπέρνει τό σπόρο στίς πέτρες, καί ἔρχονται τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ καί τόν τρώγουν. Ἡ κενοδοξία μεταβάλλει τά καλά ἔργα καί τά κάνει ἀνώφελα καί κοσμικά»(ΡΠ, 248).

124. Γράφει ὁ Θ. Δημακόπουλος γιά τόν π. Ἀχίλλειο: «Σέ μιά ἀπ’ τίς περίφημες ὡριαῖες ὁμιλίες του τῆς Τρίτης στόν Ἅγ. Γεώργιο τῆς Ἀμαλιάδος, ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ 1950, θυμᾶμαι, ἀνέφερε ἕνα πραγματικό περιστατικό γιά κάποιο ταπεινό χωρικό ὀνόματι Χαράλαμπο. Ἀπελπιστική ξηρασία στή περιοχή, ἀδυναμία καλλιέργειας καί σπορᾶς, καί ὁ ἀγαθός χωρικός πέφτει στά γόνατα, ἀτενίζει δακρυσμένος τόν οὐρανό καί διαμαρτύρεται καί παρακαλεῖ: “Θεέ μου ἄν ἤμουν ἐγώ Θεός καί ἐσύ Χαράλαμπος καί μέ παρακαλοῦσες δέν θά σοῦ ἔστελνα βροχή; Τώρα γιατί δέν μοῦ στέλνεις;”. Καί σέ λίγο ἦρθαν τά σύννεφα μέ τή βροχή καί μαζί μέ τό χωράφι τοῦ Χαράλαμπου πότισαν καί τά χωράφια τῶν ἄλλων»(ΠΑ, 17).

125. Ἀναφέρει ὁ Ἅγ. Παΐσιος: «Στόν πόλεμο ἕνας βαρειά τραυματισμένος ζήτησε ἀπό ἕνα ἱερέα νερό καί ἐκεῖνος δέν τοῦ ἔδωσε. Ἀδιαφόρησε, ἐνῶ εἶχε στό παγούρι του λίγο νερό. Ὁ τραυματίας σέ λίγο πέθανε καί ὁ ἱερέας, μόλις συνειδητοποίησε τό σφάλμα του, ἦταν ἀπαρηγόρητος. Τόν μνημόνευε συνεχῶς. Ἦρθε στό Καλύβι καί μοῦ εἶπε τόν πόνο του. Ὁ καημένος εἶχε πολύ θυσία, ἀλλά δέν κατάλαβε πῶς τό ἔκανε αὐτό. Τό ἐπέτρεψε ὁ Θεός, πῆρε δηλαδή γιά λίγο τή Χάρι Του, ἐπειδή ὁ τραυματίας εἶχε πολύ ἀνάγκη ἀπό προσευχή. Ἄν ὁ ἱερέας τοῦ ἔδινε νερό, θά τόν ξεχνοῦσε, ἐνῶ τώρα τόν πείραζε ἡ συνείδησί καί προσευχόταν συνέχεια γι’ αὐτόν»(ΠΠ, 146).

126. Γράφει ὁ Ἅγ. Ἰγνάτιος Μπριαντσανίνωφ: «Ἄς μή δίνουμε σημασία στίς ὀπτασίες καί ἄς μήν πιάνουμε σχέσεις ἤ συζήτησι μέ τά πρόσωπα πού μᾶς ἐμφανίζονται. Ἄς θεωροῦμε τόν ἑαυτό μας ἀδύναμο γιά ἀναμέτρησι μέ τά πονηρά πνεύματα καί ἀνάξιο γιά ἐπικοινωνία μέ τά ἅγια πνεύματα»(ΑΧ, 167).

127. «Ὅπως τό παράθυρο τοῦ σπιτιοῦ χρησιμοποιεῖται γιά δυό ἀνάγκες: γιά νά βγῆ ἀπό αὐτό ὁ ἀκάθαρτος ἀέρας καί νά μπῆ ὁ καθαρός, ἔτσι καί μέ τή μετάνοια ἐξέρχεται ἀπ’ τόν ἄνθρωπο τό κακό πνεῦμα καί εἰσέρχεται τό Ἅγ. Πνεῦμα!»(ΑΧ, 14).

128. Ἕνας στρατιώτης τοῦ ᾽40 σημειώνει: «Αὐτό τό ὁποῖο θά σᾶς πῶ τώρα ἔγινε τήν πρώτη Κυριακή τοῦ Δεκέμβρη: Ἦταν καί ἡ τελευταία μου μέρα στό μέτωπο, γιατί κατά τό μεσημέρι τραυματίσθηκα. Ξημερώνοντας, λοιπόν, ἡ Κυριακή μᾶς βρῆκε νά κατεβαίνουμε μιά πλαγιά, στήν ὁποία εἴχαμε φθάσει ἀπ’ τήν προηγούμενη μέρα. Ὅλο τό Σάββατο ὁ π. Ἀχίλλειος ἐξομολογοῦσε καί μᾶς εἶπε, ὅσοι ἤθελαν, μποροῦσαν νά κοινωνήσουν τήν ἄλλη μέρα. Τό Σύνταγμά μας θά ἔμπαινε σέ καινούργιες μάχες. Σάν ξημέρωσε, τό χιόνι εἶχε πάψει νά πέφτη. Μερικοί στρατιῶτες εἶχαν στολίσει μέ ἐλάτια καί ἀγριορύκια, τά ὁποῖα εἴχαν κόψει ἀπό ἕνα χωριό, τό μέρος στό ὁποῖο θά ἔμπαινε ἡ Ἁγία Τράπεζα. Τό μάτι κουραζόταν νά βλέπη αὐτή τήν ἀπέραντη λευκότητα. Ὁ διοικητής, οἱ ἀξιωματικοί καί στρατιῶτες, ὅλοι συγκεντρωθήκαμε ὅσο μπορούσαμε ὁ ἕνας κοντά στόν ἄλλο. Τά ψαλσίματα ἀντιλαλοῦσαν στά γύρω ὑψώματα. Εἶχε προχωρήσει ἡ λειτουργία ἀρκετά, ὅταν ἀκούσαμε ξαφνικά τό βόμβο πολλῶν ἀεροπλάνων καί φάνηκαν σέ λίγο στό βάθος καμμιά πενηνταριά. Δεκαεπτά ἀπ’ τά δεξιά μας, εἴκοσι ἀπό πίσω μας, δώδεκα κατευθεῖαν πάνω μας. Ξαπλωθήκαμε ὅλοι ἀμέσως, σάν νά ἤμασταν ἕνας ἄνθρωπος, μέσα στό χιόνι. Οἱ ἀναπνοές μας σταμάτησαν. Ἔλεγες πώς σταμάτησαν καί οἱ καρδιές μας. Ἡ Λειτουργία φυσικά διεκόπη. Ἔσβησαν ἀπότομα τά ψαλσίματα. Ἔσβυσε καί τό θυμιατό. Οἱ βόμβες ὄργωναν γύρω μας τό παχύ στρῶμα τοῦ χιονιοῦ. Σφύριζαν καί βογγοῦσαν ἀπό πάνω μας σάν μανιασμένα τεράστια φίδια τοῦ οὐρανοῦ καί ἔσκαζαν μέ τό συνηθισμένο φοβερό τους κρότο πού ξεκούφαινε. Φαίνεται πώς μᾶς εἶχαν καταλάβει, γιατί πρώτη φορά ἐπέμεναν τόσο πολύ νά ξεφορτώσουν συγκεντρωμένες τίς βόμβες. Ξαφνικά ἕνα τρομερό βουητό, σά νά σηκώθηκε ἀπότομα δυνατός ἀέρας, σίφουνας σωστός, μᾶς ἔκανε ὅλους νά ἀνατριχιάσουμε, καθώς ἤμασταν χωμένοι μέσα στό χιόνι. Μιά τεράστια βόμβα στρίγγλισε πάνω ἀπ’ τά κεφάλια μας καί σφηνώθηκε μέσα στό χιόνι μπροστά, μά ἀκριβῶς μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα, χωρίς νά σκάση. Ἄν ἔσκαζε θά μᾶς ἔκανε κομμάτια. Θά σκότωνε ποιός ξέρει πόσους ἀπό μᾶς, καθώς ἤμασταν μαζεμένοι ὁ ἕνας κοντά στόν ἄλλο. Αὐτή ἦταν καί ἡ τελευταία βόμβα τήν ὁποία ἔρριξαν. Θά νόμισαν πώς μᾶς ἔκαναν σμπαράλια καί σηκώθηκαν καί ἔφυγαν... Πήραμε μιά βαθειά ἀνάσα ὅλοι μαζί πού ἀκούσθηκε σάν στεναγμός. Σηκώσαμε σιγά τά κεφάλια μας περιμένοντας νά ἀντικρύσουμε νεκρούς καί τραυματίες. Νά δοῦμε τό χιόνι κοκκινισμένο ἀπό αἷμα συντρόφων μας, κορμιά λυωμένα καί σκορπισμένα ἀπ’ τίς βόμβες πού ἔσκασαν. Ὁ καθένας μας δέν πίστευε πώς καί ὁ ἴδιος ἦταν γερός. Κουνούσαμε τά χέρια καί τά ποδάρια μας γιά νά νοιώσουμε ἄν ἦταν κολλημένα στό κορμί μας. Δέν εἶχαμε τό θάρρος νά σηκωθοῦμε ἀκόμη ἐντελῶς ὄρθιοι. Ἔβλεπες ἕνα γύρω νά φυτρώνουν σάν μανιτάρια μονάχα κεφάλια καί ἄκουγες ἐρωτήματα γεμᾶτα ἀπορία: Ζῆς, ὠρέ Θανάση; Ζῆς, Σταμάτη, καί σύ ζῆς; Εἶσαι καλά; Ὁλόκληρος; Καί σύ, Δημητρό; Ὁ ἕνας δέν μποροῦσε νά πιστεύση γιά τόν ἄλλο πώς ζοῦσε. Πρῶτος σηκώθηκε ὁ ἱερέας. Τόν εἴδαμε πώς ὕψωσε τά χέρια του στόν οὐρανό κι ἔκανε τό σταυρό του. Κύτταξε γύρω του ἐρευνητικά καί φώναξε δυνατά:
—Σηκωθῆτε ὅλοι νά εὐχαριστήσουμε τό Θεό. Ζοῦμε ὅλοι. Δόξα στό Θεό.
Ὅπως ὁρμούσαμε στή μάχη, σάν μᾶς ἔδιναν τό σύνθημα, ἔτσι πεταχθήκαμε ὅλοι πάνω μέ ἀλαλαγμούς χαρᾶς. Οὔτε μιά μύτη δέν εἶχε ἀνοίξει κανενός. Τό χιόνι ἦταν λευκό, κατάλευκο, χωρίς μιά σταγόνα αἷμα. Ὁλόγυρά μας μόνο ἦταν γεμάτο λάκκους, πιτσιλισμένους μέ χώματα καί πέτρες. Ὅλοι γονατιστοί συνεχίσαμε τή Λειτουργία. Θαῦμα, μεγάλο θαῦμα, ἔλεγαν ὅλοι»(στό: ΘΔ, 70).

129. Ἀναφέρει ὁ Ἅγ. Νικόλαος Ἀχρίδος: «Πρίν ἀπό μερικές μέρες μέ ἐπισκέφθηκε ἕνας ἔμπορος, πού μοῦ εἶπε γιά τόν ἑαυτό του τά ἑξῆς: “Κληρονόμησα μία ἐμπορική ἐπιχείρησι ἀπ’ τόν πατέρα μου καί ἐπιθυμοῦσα μέ κάθε τρόπο νά τήν ἐπεκτείνω. Χρησιμοποιοῦσα κάθε τρόπο καί κάθε μέσο γιά νά πετύχω τό στόχο μου. Ἐξαπατοῦσα τούς ἀνθρώπους, χρησιμοποίησα πλαστά χρήματα, ὁρκιζόμουν ψεύτικα τήν ὥρα κατά τήν ὁποία πουλοῦσα καί τήν ὥρα κατά τήν ὁποία ἀγόραζα, ἔβαζα μεγάλο τόκο στούς ὀφειλέτες μου, ἔκλεβα ἀπ’ τόν καθένα καί ἤμουν τσιγκούνης μέ ὅλους. Καί ὅσο ἐγώ βυθιζόμουν μέ ὅλη μου τήν ψυχή στίς ἐμπορικές μου δραστηριότητες, ὁ διάβολος μπῆκε στό σπίτι μου ἀπ’ τήν ἄλλη πόρτα καί ἄρχισε νά τό καταστρέφη συθέμελα. Δηλαδή, ἡ γυναῖκα μου παραδόθηκε στήν ἀκολασία καί ὁ μοναχογιός μας, περιφρονώντας καί ἐμένα καί τή μητέρα του, ἔφυγε μακρυά, ἐγκατέλειψε τό σπίτι χωρίς νά πῆ τίποτε. Μιά Κυριακή, πρίν νά βραδιάση, καθόμουν στό σπίτι δίπλα στό παράθυρο, σκεπτόμενος τή δουλειά μου. Τότε ἄκουσα δύο ἀνθρώπους νά μιλοῦν, στό δρόμο κάτω ἀπ’ τό παράθυρό μου. Ὁ ἕνας ρώτησε τόν ἄλλο:
—Ποῦ βρισκόμασθε;
Καί ὁ ἄλλος εἶπε:
—Αὐτό εἶναι τό σπίτι τοῦ τάδε ἐμπόρου.
Ἀκούγοντας τό ὄνομά μου εἶπε ὁ πρῶτος:
—Ὁ Θεός ἄς συγχωρέση τήν ψυχή τοῦ τίμιου πατέρα του. Καλύτερα θά ἦταν αὐτός ὁ ἄσπλαγχνος γυιός του, νά σβήση ἀπ’ τήν ταμπέλα τό ὄνομα τοῦ τίμιου πατέρα του καί νά γράψη τήν ἐπιγραφή ‘Διάβολος καί Σία’.
Ἐκείνη τή στιγμή ἄν ἕνας κεραυνός κτυποῦσε τό σπίτι μου, λιγότερο θά μέ τάραζε ἀπό αὐτά τά λόγια. Τήν ἴδια νύκτα, παρόλο πού ἦταν σκοτάδι καί ἔβρεχε, πῆγα στόν τάφο τοῦ πατέρα μου καί ἔμεινα ἐκεῖ μέχρι τό ξημέρωμα, κλαίγοντας μέ λυγμούς. Τό πρωΐ ἐγκατέλειψα τά πάντα καί βρῆκα καταφύγιο σ’ ἕνα ἀπομακρυσμένο μοναστήρι. Ἐκεῖ παρέμεινα μέχρι τώρα, μετανοώντας βαθειά μέ νηστεία καί προσευχή. Σήμερα νιώθω πώς εἶμαι ἐντελῶς διαφορετικός ἄνθρωπος. Βρῆκα τήν ψυχή μου, τό μοναδικό μου θησαυρό. Ἄρχισα νά σκέπτωμαι καί νά φροντίζω γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μου, περισσότερο ἀπό καθετί ἄλλο στόν κόσμο”»(ΝΑ, 19).

130. Σημειώνει ὁ Ἅγ. Ἰγνάτιος Μπριαντσανίνωφ: «“Ὅπου εἶναι τό σῶμα, ἐκεῖ θά μαζευθοῦν καί οἱ ἀετοί”(Λκ 17, 37), πού τρέφονται μ’ αὐτό τό σῶμα, μαρτυρεῖ τό ἅγιο Εὐαγγέλιο. Οἱ ἄξιοι, συμμετέχοντας στή μετάληψι τῆς πνευματικῆς τροφῆς, πού κατέβηκε ἀπ’ τόν οὐρανό καί δίνει ζωή στόν κόσμο, γίνονται πνευματικοί ἀετοί καί ἀνεβαίνουν ἀπ’ τά χαμηλώματα τῆς σαρκικῆς καταστάσεως στά οὐράνια ὕψη τῆς πνευματικῆς. Ἄς πετάξουμε κι ἐμεῖς ψηλά, ἐκεῖ ὅπου ὁ Θεάνθρωπος ἀνέβασε τό σῶμα Του καί τήν ἀνθρώπινη φύσι. Αὐτός μέ τή θεία Του φύσι εἶναι προαιώνια ἑνωμένος μέ τόν Πατέρα καί μέ τήν ἀνθρώπινή Του φύσι κάθησε στά δεξιά τοῦ Πατέρα, στούς οὐρανούς, μετά τήν πραγματοποίησι τῆς λυτρώσεως τῶν ἀνθρώπων»(ΑΕ, 227).

Από το βιβλίο: Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Ψυχική Τόνωση (Διαχρονικό Ημερολόγιο), εκδ. Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός


<>





Ἀναφέρει ὁ π. Ἰωακείμ Σπετσιέρης: 

«Μιά κόρη πού λεγόταν Ἄννα ἀπ᾽ τή Νάξο ἔμενε στήν Ἀθήνα ὡς ὑπηρέτρια σέ διάφορες καλές οἰκογένειες. Τότε πού τή γνώρισα ἦταν εἴκοσι ἐτῶν.
Μία μέρα, ἐνῶ διάβαζα τόν ἐσπερινό στήν ἐκκλησία τῶν Ἁγ. Ἀναργύρων, ἦρθε στήν ἐκκλησία καί μετά τόν ἐσπερινό μοῦ εἶπε:
—π. Ἰωακείμ, κινδυνεύει ἡ τιμή μου· εἶμαι ὑπηρέτρια σέ μία καλή οἰκογένεια καί ὁ ἴδιος ὁ κύριός μου ἐπιβουλεύεται τήν τιμή μου. Ἄχ! Τί νά κάνω; Νά παντρευόμουν νά ἡσυχάσω.
Τῆς λέω:
—Κάνε τρεῖς μετάνοιες μπροστά στήν εἰκόνα τῶν Ἁγ. Ἀναργύρων.
Ἔκανε καί τῆς εἶπα:
—Προσκύνησε τήν εἰκόνα καί κάνε ἄλλες τρεῖς μετάνοιες.
Προσκύνησε καί ἔκανε καί τίς τρεῖς μετάνοιες.
Τότε τῆς εἶπα:
—Πήγαινε καί μέσα σέ δεκαπέντε μέρες θά παντρευτῆς.
Καί ἔτσι ἔγινε· δέν πέρασαν δεκαπέντε μέρες καί παντρεύτηκε μέ ἕνα καλοκάγαθο νέο πού λεγόταν Λάζαρος. Ἀπέκτησε παιδιά καί ζῆ ἀκόμη στήν Ἀθήνα μέ τά παιδιά της»(ΠΕ, 43).

<>





Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Ἄνθρωποι πού δέν ζητοῦν τίποτε, εἶναι πάντα ἐκείνοι πού δίνουν τά περισσότερα.
<> Συμβουλές της γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Εἴμαστε ἀνοιχτά βιβλία στά χέρια ἀγράμματων ἀνθρώπων.
Οἱ ἄνθρωποι, κρίνουν ἀπ᾽ τό ἐξώφυλλο, χωρίς νά διαβάζουν μέσα.
<> Συμβουλές της γιαγιάς, facebook.com



Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Εὐαισθησία εἶναι, νά φορᾶς τά παπούτσια ὅλων καί νά μήν κρίνης τά βήματα κανενός!
<> Συμβουλές της γιαγιάς, facebook.com



Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Εἶσαι δυνατός ὅταν ἀναγνωρίζεις τίς ἀδυναμίες σου, ὄχι ὅταν πατᾶς σέ ἄλλους ἀνθρώπους.
<> Συμβουλές της γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Νομίζω ὄτι οἱ ἐξαιρετικοί ἄνθρωποι εἶναι ἐκείνοι πού ζοῦν τή ζωή μέ εὐαισθησία, πού ξέρουν πῶς νά ἀφοσιωθούν στούς ἄλλους καί ἀγαποῦν τή ζωή γιά αὐτό πού ἔχει νά προσφέρη ἡ κάθε μέρα.
Ἡ Πίστι εἶναι ἡ ἀληθινή δύναμι τῆς ζωῆς...
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Οἱ πιό εὐτυχισμένοι ἄνθρωποι δέν εἶναι ἀπαραίτητα ἐκείνοι πού ἔχουν τά καλύτερα, ἀλλά ἐκείνοι πού κάνουν τό καλύτερο ἀπό αὐτό πού ἔχουν. Ἡ ζωή δέν εἶναι γιά τήν ἐπιβίωσι τῆς καταιγίδος, ἀλλά γιά τον χορό στη βροχή!
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Νά εἶσαι πάντα ὁ δρόμος γιά ἐκείνους πού χάνονται καί φῶς γιά ἐκείνους πού δέν ἐλπίζουν πιά.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com





«Καταθέτω κι ἐγώ, ὡς μιά σταγόνα ἀπ᾽ τήν προσωπική μου ὀδύνη, μιά φράσι πού εἶχα νά τήν ἀκούσω καί νά τήν αἰσθανθῶ ἀπ᾽ τό θάνατο ἐνός ἄλλου μακαριστοῦ Ἐπισκόπου, ἴδιας “κοπῆς” μέ τόν μακαριστό: τοῦ Χρυσοστόμου Βούλτσου, τοῦ πρῶτου Μητροπολίτου Νέας Σμύρνης. Εἶχαν πεῖ γιά ἐκεῖνον, τό λέω κι ἐγώ τώρα ἐνώπιον τοῦ σεπτοῦ σκηνώματος τοῦ Σιατίστης:
Δεσπότης, ὄχι ἀπ᾽ τό “δεσπόζω”, ἀλλά ἀπ᾽ τό “δές πῶς ζῶ”.
Παῦλος, Μητροπολίτης Σισανίου καί Σιατίστης, Ὑπέρτιμος καί Ἔξαρχος Μακεδονίας: Ἕνας δεσπότης, ν᾽ ἀλλάξης ζωή»(ΜΣ).



<>





«Ἡ καρδερίνα (Παύλος Νιρβάνας)

—Φλώρια, καρδερίνες, φλώριααα!
—Πόσο τίς δίνεις, βρέ παιδί, τίς καρδερίνες; 
—Τρεῖς δραχμές, μπάρμπα. Τρεῖς δραχμές καί μ᾽ ἐγγύησι. Πάρε, ἀφέντη, νά σέ ξυπνᾶ τό πρωΐ.
—Δέν κάνει δύο δραχμές;
—Ἄν θέλης νά πάρης τή βραχνιασμένη...
Ὁ μεσόκοπος ἄνθρωπος μέ τά ξενικά ροῦχα, κάποιος πρόσφυγας ἀπό ἐκείνους, πού πλημμύριζαν τό πειραιώτικο λιμάνι, ἔβγαλε τό κομπόδεμα ἀπό τό ζωνάρι του, ἔδωσε ἕνα δίδραχμο στό παιδί καί πῆρε στά χέρια του τήν καρδερίνα.
Τήν κράτησε λιγάκι ἐλαφρά στά δάχτυλά του, τήν χάιδεψε πονετικά καί τήν κοίταξε καλά καλά, φέρνοντας τό ἀνήσυχο κεφαλάκι της μπροστά στά μάτια του, σάν νά ἤθελε νά τῆς πῆ κάποιο γλυκό λόγο. Ὕστερα, τινάζοντάς την ἐλεύθερη πάνω στήν παλάμη του, τήν ἄφησε νά πετάξη, κάνοντας τἄχα πώς τοῦ εἶχε ξεφύγει ἀπ᾽ τά χέρια του:
—Βρέ, τό ἀφιλότιμο τό πετούμενο! Tό εἶδες ἐκεῖ!
Ἀπό μέσα του ὅμως φαινόταν καταχαρούμενος ὁ παράξενος ἐκεῖνος ἄνθρωπος. Θά μποροῦσε νά ὁρκιστῆ κανείς, πώς αὐτό πού ἔγινε, δέν ἦταν καθόλου τυχαῖο. Ὁ ξένος, χωρίς ἄλλο, εἶχε ἀγοράσει τό πουλί, γιά νά τοῦ χαρίση τήν ἐλευθερία του. Ἄν προσπαθοῦσε νά κρύψη τό σκοπό του, τό ἔκανε ἴσως ἀπό ἐυγένεια. Καί θά μποροῦσε νά ὁρκιστῆ κανείς ἀκόμη, πώς ἔτσι ἦταν τό πράγμα, ἄν τόν ἔβλεπε μέ τί λαχτάρα ἀκολουθοῦσε τό φτερούγισμα τῆς καρδερίνας στόν ἐλεύθερο ἀέρα. Ἕνα φτερούγισμα τρελό, μέ μουδιασμένα φτερά, πού τήν ἔφερε στό κατάρτι ἑνός καϊκιοῦ, σαστισμένη ἀκόμη ἀπό τήν ξαφνική χαρά της.
—Βρέ, τό ἀφιλότιμο τό πετούμενο, πῶς μοῦ ξέφυγε!
Ἀπό μέσα του ὅμως ἔλεγε χωρίς ἄλλο ὁ γεροντάκος:
—Κάνε τη δουλειά σου, πουλάκι μου, καί μή σέ μέλει.
Δύο μορτάκια, πού ἔκαναν τό βαρκάρη ἐκεί δίπλα, πήδησαν ἀμέσως μέσα στό καΐκι:
—Νά το, νά το, πάνω στό πανί ἀκούμπησε, εἶπε τό ἕνα.
—Πέτα τό σακκάκι σου, νά τό ρίξης κάτω. Δεν βλέπεις, πώς εἶναι μουδιασμένο;, ἀπάντησε τό ἄλλο.
Ὁ ἐλευθερωτής δέν μπόρεσε νά κρυφτῆ πιά. Ὅρμησε ἄγριος στήν ἄκρη τοῦ μόλου καί φώναξε, κουνώντας τό μπαστούνι κατά τό καΐκι.
—Κάτω, παλιόπαιδα! Δικό σας εἶναι τό πουλί; Ἐγώ τό ἀγόρασα, ἐγώ θέλησα καί τό ἄφησα. Ὁρίστε μας! Κάτω γρήγορα, γιατί θά σᾶς σπάσω τά παΐδια σας.
Καί μόνον ὅταν εἶδε τό πουλί νά τινάζη τίς φτερουγίτσες του καί νά σκίζη χαρούμενο τόν ἀέρα, μονάχα τότε πῆρε τό δρόμο του, μουρμουρίζοντας:
—Μά, βέβαια, μέσα στήν ἐλευθερία γεννήθηκαν· ποῦ νά ξέρουν τί θά πῆ σκλαβιά!



<>





Να χαίρεσθε όσα μας περιβάλλουν. Όλα μας διδάσκουν και μας οδηγούν στον Θεό. Όλα γύρω μας είναι σταλαγματιές της αγάπης του Θεού. Και τα έμψυχα και τα άψυχα και τα φυτά και τα ζώα και τα πουλιά και τα βουνά και η θάλασσα και το ηλιοβασίλεμα και ο έναστρος ουρανός. Είναι μικρές αγάπες μέσα από τις οποίες φθάνουμε στη μεγάλη Αγάπη. Τον Χριστό.  Για να γίνει κάνεις χριστιανός πρέπει να έχει ποιητική ψυχή, πρέπει μα γίνει ποιητής. Η φύση είναι το μυστικό Ευαγγέλιο. Όταν όμως δεν έχει κανείς εσωτερική Χάρι δεν τον ωφελεί η φύση. Η φύση μας ξυπνάει, αλλά δεν μπορεί να μας πάει στον Παράδεισο. Ο πνευματεμφόρος, αυτός που έχει το Πνεύμα του Θεού προσέχει όπου περνάει, είναι όλο μάτια, όλο όσφρηση. Όλες του οι αισθήσεις ζούνε, αλλά ζούνε με το Πνεύμα του Θεού. Είναι αλλιώτικος. Όλα τα βλέπει κι όλα τα ακούει. Βλέπει τα πουλιά την πέτρα την πεταλούδα... περνάει από κάπου, αισθάνεται το κάθε τι, ένα άρωμα για παράδειγμα. Ζει μέσα σε όλα. Στις πεταλούδες στις μέλισσες κ.τ.λ. Η Χάρις τον κάνει μα είναι προσεκτικός. Θέλει να είναι μαζί με όλα. Κι εγώ στην αρχή ήμουν "χοντρός" (στο πνεύμα), δεν καταλάβαινα. Μετά ο Θεός μου έδωσε την Χάρι. Τότε όλα άλλαξαν. Αυτό έγινε αφού άρχισα την υπακοή. 

— Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης (+1991)


<>





«Καλοκαίρι 2012. Στίς ὄχθες μιᾶς μεγάλης λίμνης τῆς Γερμανίας πολύς κόσμος προσπαθῆ νά χαρῆ τή δροσιά μιᾶς θάλασσας στά νερά τῆς λίμνης. Ἀνάμεσά τους μιά οἰκογένεια, τῆς ὁποίας ὁ πατέρας ἔχει ἑλληνική καταγωγή.
Νέος ἄνδρας, ὁ ὁποῖος μέ τή φώτισι τοῦ Θεοῦ βαπτίστηκε Ὀρθόδοξος πρίν λίγα χρόνια στό Μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Βαρνάκοβας. Πῆρε τή Χάρι τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, κι ἐκείνη τήν ἡμέρα ἐπρόκειτο νά ζήση μιά ζωντανή ἐμπειρία τῆς θείας Βοηθείας καί προστασίας τοῦ Χριστοῦ.
Τά παιδάκια του, ὅταν ἔρχονταν στήν Ἑλλάδα, παρακολουθοῦσαν μέ ἐξαιρετικό ἐνδιαφέρον τόν παπποῦ, ὅταν μέ πολλή εὐλάβεια στεκόταν μπροστά στό εἰκονοστάσι καί προσευχόταν. Τότε πήγαιναν κι αὐτά κοντά του καί ἐμιμοῦντο ὅ,τι ἔκανε ὁ παπποῦς. Ἐκεῖνος, ὅμως, δέν ἀρκεῖτο σ᾽ αὐτό, ἀλλά τά ἐνημέρωνε γιά τήν ἀξία τῆς προσευχῆς καί τά δίδασκε πῶς πρέπει νά προσεύχωνται.
Τήν ἡμέρα πού ἔγινε τό ἐξιστορούμενο γεγονός, ὁ πατέρας πῆρε τό ἕνα ἀγοράκι του ἐπάνω σ᾽ ἕνα κανό καί ἀπομακρύνθηκαν στά βαθειά τῆς λίμνης. Τόσο βαθειά πῆγαν, πού διέκριναν τήν ἀπέναντι δασωμένη ἀλλά καί ἀπόκρημνη ὄχθη τῆς λίμνης.
Τότε, σέ μιά στιγμή ἔσπασε τό μοναδικό κουπί τοῦ κανό! Ταράχτηκε ὁ πατέρας καί προσπάθησε νά βρῆ μιά λύσι, νά δέση κάπως τό κουπί. Δέν ὑπῆρχε, ὅμως, τίποτε. Μόνο ἕνα καρδόνι πού εἶχε τριγύρω στή μέση του, ὄχι πολύ χοντρό. Μέ αὐτό ἄρχισε τήν προσπάθεια νά δέση τό κουπί. Ἀπελπισμένη προσπάθεια, ἀλλά κάτι ἔπρεπε νά κάνη.
Τό ἀγοράκι κατάλαβε τόν κίνδυνο καί γονάτισε στό μικρό κοίλωμα τοῦ κανό, ἔκρυψε τό προσωπάκι του στά χέρια του καί ἄρχισε νά προσεύχεται! (Εὐπρόσδεκτη ἀπ᾽ τό Θεό παιδική προσευχή!) Κάποια στιγμή τό παιδάκι σταμάτησε νά προσεύχεται καί λέει στόν πατέρα του μέ σοβαρότητα:
—Μπαμπά, μήν στενοχωριέσαι! Ὁ Χριστούλης μοῦ εἶπε πώς θά μᾶς βοηθήση!
Πράγματι τό δεμένο μέ τό κορδόνι κουπί δέν ἔσπασε παρά 20 μέτρα ἀπ᾽ τήν ἀκτή! Ὁλοφάνερη ἡ θεία ἐπέμβασι καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ!»(ΠΒ).

<>





«Ἕνας ταξιτζής διηγεῖται ἕνα σπάνιο περιστατικό πού τοῦ συνέβη μέ πελάτη του. Ἦταν ἀπόγευμα, ἕνα ἀπ᾽ τά συνηθισμένα πολυτάραχα ἀπογεύματα στό κέντρο τῆς ἀθήνας. Ὁ κόσμος οὐρά στή στάσι τῆς Ὀμονοίας τῶν ΤΑΞΙ.
—Κουκάκι, παρακαλῶ!...
—Εὐχαρίστως, τοῦ ἀπαντῶ.
Αὐτός ἦταν ὅλος ὁ διάλογος μέχρι τέλους τῆς διαδρομῆς, διότι τό ὕφος καί ὁ τρόπος δέν ἄφηνε κανένα περιθώριο συζητήσεως. Στό ὕψος τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου (Γαργαρέτας) καί ἐπί τῆς ὁδοῦ Βεΐκου κατέβηκε, καί λίγα μέτρα πιό κάτω ἕνα ἄλλο χέρι μέ τό χαρακτηριστικό νεῦμα μέ σταματάει.
Ἦταν νεαρός ὁ καινούργιος μου ἐπιβάτης 25-27 ἐτῶν περίπου, μετρίου ἀναστήματος καί κρατοῦσε μιά βαλίτσα.
Τοποθετώντας ἐγώ τά πράγματά του στό “πόρτ-μπαγκάζ”, ὁ νεαρός κάθησε στή θέσι τοῦ συνοδηγοῦ.
Καί μέ μιά ποιητική ἔκφρασι, πού σπάνια χρησιμοποιοῦσα κατά τό παρελθόν: “Σάν βγεῖς στόν πηγαιμό γιά τήν Ἰθάκη, νά εὔχεσαι νά ᾽ναι μακρύς ὁ δρόμος σου, μεγάλο τό ταξίδι”, ὑπονοούσα: “γιά ποῦ πᾶμε;”.
—Ναι, φίλε μου, γιά τήν Ἰθάκη, ὅμως ὄχι γιά τό νησί, ὅπως θά φαντάστηκες, ἄλλα γιά τό ἀποτοξινωτικό κέντρο “Ἰθάκη”..., ἦταν ἡ ἀπάντησι πού γιά λίγα δευτερόλεπτα μέ ἄφησε ἄναυδο.
—Στό σταθμό Λαρίσης στά τραῖνα, παρακαλῶ..., συμπληρώνει.
Ἦταν ἀναπάντεχη πράγματι ἡ ἀπάντησι τοῦ νεαροῦ ἐπιβάτη μου, διότι τίποτε ἀπ᾽ τά ἐξωτερικά του γνωρίσματα (ματιά, ὕφος, ἐνδυμασία, συμπεριφορά) δέν πρόδιδε τό ἐπάρατο πάθος τῆς ναρκομανίας του.
Ἕνα πλῆθος συναισθημάτων, (πόνου, λύπης, συμπάθειας, ἀγάπης...), διαδέχονταν τό ἕνα τό ἄλλο μέσα μου, ἕνα δυνατό σφίξιμο στήν καρδιά μου πού τήν ἔκανε νά κινῆται ἄτακτα μέσα στό στῆθος μου, ἕνα δάκρυ κύλησε στά μαγουλά μου γιά τό κατάντημα τοῦ ἀδελφοῦ μου, γιά τό πλάσμα τοῦ Θεοῦ μου.
Προσπάθησα νά συγκρατηθῶ, διότι ἤθελα καί νά μάθω κάτω ἀπό τί συνθήκες ἔφθασε ἐκεῖ πού ἔφθασε, ἐπειδή εἶμαι καί ἐγώ πατέρας μέ παιδιά στά πρόθυρα τῆς ἐφηβείας.
Ἀφοῦ ἀλληλοσυστηθήκαμε, παρακάλεσα τόν Παῦλο, ἄν δέν τοῦ ἔκανε κακό τό φρεσκάρισμα τέτοιων γεγονότων καί ἄν δέν τόν κούραζε, νά μοῦ ἔλεγε λίγα πράγματα γύρω ἀπ᾽ τή ζωή του καί ἀπό τό πάθος του.
Με προθυμία ἀνταποκρίθηκε στήν παράκλησί μου καί τόν εὐχαριστῶ.
“Κατ᾽ ἀρχήν ἔχω νά πᾶρω δύο μῆνες ἀπ᾽ αὐτό τό δηλητήριο καί νοιώθω ὅπως ὅλοι οἰ ἄνθρωποι οἰ φυσιολογικοί. Δέν ἔχω καμμία ἐπιθυμία γιά νά τό ξαναβάλω στό αἷμα μου καί αὐτό τό ὀφείλω ὄχι σέ κάποια προσπάθεια δική μου, ἄλλα ἐξ ὁλοκλήρου στή θαυμαστή δύναμι τοῦ Θεοῦ καί τῶν Ἁγίων Του, ἀλλά θά σοῦ τά πω ἀπ᾽ τήν ἀρχή ἀφοῦ τόσο πολύ τό θέλεις.
Γεννήθηκα καί μέχρι ὀκτώ ἐτῶν μεγάλωσα στήν Ἀθήνα καί συγκεκριμένα στό Κουκάκι ἐκεῖ πού μέ πῆρες. Εἶμαι μοναχοπαίδι καί οἰ γονεῖς μου μέ ἀγαποῦν παθολογικά, χωρίς νά μοῦ χαλοῦν κανένα χατίρι.
Σέ ἡλικία λοιπόν ὀκτώ ἐτῶν, μαζί μέ τούς γονεῖς μου φύγαμε γιά τήν Ἀμερική γιά καλύτερη ζωή. Οἰ γονεῖς μου μέ τή βοήθεια τῶν συγγενῶν μου ἐκεῖ ἔπιασαν δουλειά καί ἐγώ πήγαινα στό σχολεῖο.
Μεγαλώνοντας, ὅμως, μεγάλωναν μαζί μου καί οἰ παράλογες ἐπιθυμίες μου καί τά “βίτσια” μου. Ἔμπλεξα λόγῳ χαρακτήρα εὔκολα μέ ἄσχημες παρέες καί πολύ γρήγορα δοκίμασα τή μαριχουάνα καί τό χασίς.
Περνώντας ὁ καιρός καί τά χρόνια δέν μέ ἱκανοποιούσαν τά ἐλαφρά ναρκωτικά οὔτε ἐμένα οὔτε καί τήν παρέα μου. Τό ρίξαμε, λοιπόν, ὅλοι στά σκληρά ναρκωτικά, πού τά βρίσκαμε στό ἴδιο περιβάλλον καί μέ τήν ἴδια εὐκολία, ὅπως καί τά ἐλαφρά. Αὐτά, ὅμως, ἦταν ἀκριβά κι ἐγώ δέν ἐργαζόμουν.
Στήν ἀρχή ἔκλεβα ἀπό τίς τσέπες καί τά πορτοφόλια τῶν γονιῶν μου. Ὅταν, ὅμως, μέ τόν καιρό εἶχα ἀνάγκη ἀπό μεγαλύτερες δόσεις καί σέ σημεῖο πού ἔγινα ἀντιληπτός ἀπ᾽ τούς γονεῖς μου, τότε μέχρι καί πού τούς ἔδερνα γιά νά τούς τά παίρνω. Ἡ κατάστασί μου ἦταν δραματική τό καταλάβαινα, ἀλλά δέν μποροῦσα νά κάνω πίσω μέ τίποτε.
Οἱ γονεῖς μου μέ ἔτρεχαν σέ γιατρούς καί σέ ψυχολόγους μήπως καταφέρουν κάτι, ἄλλα τίποτε, κανένα φῶς ἀπό πουθενά, μερικοί καί μάλιστα διακεκριμένοι ἐπιστήμονες τούς ἔλεγαν, ὅτι ἄν δέν ἀλλάξω σύντομα περιβάλλον, λίγος εἶναι ὁ καιρός τῆς ζωῆς μου.
Στό διάστημα αὐτό καί καθώς ἤμουν μόνος μου στό σπίτι σέ κατάστασι ἀπελπισίας, ἐμφανίζεται μπροστά μου ἕνας παράξενος ἐπισκέπτης πού γιά πρώτη φορά τόν ἔβλεπα.
Ἦταν μέτριος στό ἀνάστημα, εἶχε στρογγυλά καί πολύ μεγάλα μάτια πού περιστρεφόντουσαν, εἶχε μαύρο καί δασύ τρίχωμα, τοῦ ὀποίου τό μῆκος θά ξεπερνοῦσε τά δεκαπέντε ἐκατοστά.
Ἐπίσης εἶχε κέρατα καί οὐρά. Εἶχε μία τρανταχτή σταθερή φωνή καί φοβερή πειθώ πού δέν σοῦ ἄφηνε περιθώρια γιά ἀντιρρήσεις.
Ἄρχισε νά ἀπαριθμῆ τή ζωή μου ἀπό τότε πού γεννήθηκα μέχρι ἐκείνη τή στιγμή μέ κάθε λεπτομέρεια κι᾽ἐγώ ἀπλώς ἔλεγα: “Ναι”.
—Ὅλα τά ἔχεις ἀπολαύσει, μου λέει στό τέλος, τίποτε δέν σοῦ μένει πιά, παρά ναρθῆς μαζί μου...
Τοῦ ἀπαντώ:
—Πῶς;
—Θά πάρης τό αὐτοκίνητο, μοῦ λέει, καί θ᾽ ἀκολουθήσης τόν τάδε δρόμο, θά τρέξης μέ τόσα μίλια (δέν θυμάμαι τόν ἀριθμό) κι ἐκεῖ θά σέ περιμένω ἐγώ...
Ὁ δρόμος αὐτός ἦταν εὐθύς γιά πολλά μίλια καί σέ κάποιο σημεῖο εἶχε μιά ἐλαφρά στροφή, ὥστε ὅσοι ἔτρεχαν μέ ὑπερβολική ταχύτητα ἔβγαιναν ἔκτος δρόμου καί προσέκρουαν σ᾽ ἕνα μανδρότοιχο πού δέν γλύτωναν.
Εἶχα ἀκούσει γιά πολλά ἀτυχήματα στό σημεῖο ἐκεῖνο κατά τό παρελθόν. Ἔκανα ὅπως ἀκριβῶς μου εἶπε καί κατέληξα κι ἐγώ στόν μανδρότοιχο.
Τό αὐτοκίνητο ἔγινε σχεδόν ἀγνώριστο κι ἐμένα μ᾽ ἔβγαλαν μέ μικροτραύματα. Ἀφοῦ μοῦ προσέφεραν τίς πρῶτες Βοήθειες, πῆγα στό σπίτι μου.
Πέρασαν δέκα ἡμέρες περίπου ἀπ᾽ τό ἀτύχημά μου καί ἐμφανίζεται στό σπίτι μου, στήν κουζίνα αὐτή τή φορά, ὄ ἴδιος παράξενος ἐπισκέπτης.
Μιά γκριμάτσα δυσφορίας στό ἄγριο καί ἐπιβλητικό πρόσωπό του· ἕνα κούνημα τῆς κεφαλῆς πρός τά πίσω· καί ἡ ἴδια χαρακτηριστική φωνή του μοῦ λέει:
—Τίποτε δέν κατάφερες.
Καθόμουν καί τόν κοίταζα σάν ἀπολιθωμένος καί μόλις πού κατάφερα νά τόν ρωτήσω:
—Τί νά κάνω;
—Τώρα θά πάρης τρεῖς φορές δόσι ἀπ᾽ αὐτό πού παίρνεις καί θά ἔρθης σίγουρα μαζί μου.
Ἐξαφανίστηκε αὐτός καί δέν ἀναρωτήθηκα, οὔτε πῶς μπῆκε στό σπίτι οὔτε ποιός ἦταν.
Ἔβαλα σέ ἐφαρμογή ἀμέσως τό σχέδιο.
Ἑτοίμασα τό ὑλικό στήν σύριγγα κι ἔψαξα νά βρῶ μέρος στό κατάσπαρτο ἀπ᾽ τά τρυπήματα σῶμα μου. Ἡ δόσι ἦταν μεγάλη κι ἔπεσα ἀμέσως ἀναίσθητος.
Καθώς βρισκόμουν σ᾽ αὐτή τήν κατάστασι, βλέπω ἕνα ψηλό μέ ράσα μέ μαῦρο σκουφί πού στό μέτωπό του ἦταν χαραγμένος Σταυρός.
—Μη φοβᾶσαι, μοῦ εἶπε, θά γίνης καλά καί ὅταν ἐπιστρέψης στήν Ἑλλάδα, νά ἔρθης στό σπίτι μου· εἶμαι ὁ Ἐφραίμ...
Σηκώθηκα σάν νά μήν εἶχα πάρει ἐντελῶς ἀπ᾽ αὐτό τό καταραμένο δηλητήριο. Ἔνοιωσα τήν ἐπιθυμία νά φύγω γιά τήν Ἑλλάδα καί μόλις τό εἶπα στή μητέρα μου ἀπόρησε καί τό θεώρησε θαῦμα, διότι πολλές φορές προσπάθησαν νά μέ διώξουν ἀπ᾽ αὐτό τό περιβάλλον καί δέν τά κατάφερναν.
Ἐξιστόρησα στή μητέρα μου τά ὅσα μοῦ εἶχαν συμβεί καί θέλησε νά μέ συνόδευση στό ταξίδι μου.
Ὅταν ἤρθαμε στήν παλαιά μου γειτονιά, πήγαμε στόν ἱερέα τῆς ἐνορίας ἐκεῖ καί ἀπ᾽ αὐτόν ἔμαθα, ποιος ἦταν αὐτός ὄ παράξενος ἐπισκέπτης καί τί ζητοῦσε ἀπό μένα.
Ἦταν ὁ διάβολος καί ζητοῦσε τήν ἀθάνατη ψυχή μου.
Εὐχαριστώ τό Θεό μέσα ἀπό τά τρίσβαθα τῆς ψυχῆς μου.
Ἀφοῦ ἐξομολογήθηκα καί νήστεψα, ὁ ἰερέας μέ κοινώνησε σέ δεκαπέντε μέρες.
Ὅταν εἶδα τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγ. Ἐφραίμ τῆς Ν. Μάκρης, θυμήθηκα ὅτι αὐτός ἦταν πού μέ γλύτωσε ἀπ᾽ τό φοβερό μου πάθος.
Πῆγα στή Ν. Μάκρη κι ἔκανα Λειτουργία κι εὐχαρίστησα τόν Ἅγιο.
Τώρα πηγαίνω σ᾽ αὐτό τό ἴδρυμα, γιά νά ξεφύγω λίγο ἀπό τόν κόσμο καί νά σιγουρευτῶ, ὅτι δέν τό ἀποζητῶ”.
Κ. Σ., Ἀθήνα»(Ἠλίας Καλλιώρας, https://www.facebook.com).


<>



«Κουβεντιάζεις γιά ὅλα, γιά τά γίδια, γιά τά χωράφια, γιά τά λεφτά, γιά τίς καταθέσεις, γιά τίς παντρειές καί τά διαζύγια...
Γιά τό Χριστό δέν μιλᾶς.
Τό νά μήν μιλᾶς γιά τό Χριστό, πού σοῦ δίνει τό φῶς, τόν ἀέρα, τό ψωμί, τά πάντα, εἶναι ἁμαρτία, ἀχαριστία.
Ὅπως, λοιπόν, ἡ Ἁγ. Φωτεινή μιλοῦσε γιά τό Χριστό, ἔτσι νά μιλᾶς καί ἐσύ γιά αὐτόν.
Νά μιλᾶς μέσα στό σπίτι.
Εἶσαι πατέρας; Ὅταν βραδιάζη φώναξε τήν γυναῖκα καί τά παιδιά σου καί μίλα τους γιά τό Χριστό.
Πᾶρε καί διάβασε τό Εὐαγγέλιο.
Θά πεθάνης μιά μέρα καί ὅλα θά τά ξεχάσουν τά παιδιά καί τά λεφτά καί τά πλούτη.
Ἕνα δέν θά ξεχάσουν ποτέ.
Ὅτι τούς μιλοῦσες γιά τό Χριστό.
Δέν θά ξεχάσουν ποτέ τή μάνα, τόν πατέρα καί τή γιαγιά πού τούς μιλοῦσαν γιά τό Χριστό.!
Δημήτριος Παναγόπουλος, Ἱεροκήρυξ+»(Ἠλίας Καλλιώρας, https://www.facebook.com).


<>






«Πρίν ἀπό πολλά χρόνια στή Ρωσία οἰ ἄνθρωποι δέν μποροῦσαν ν᾽ ἀγοράσουν ἐλεύθερα ὅσο ψωμί ἤθελαν.
Τήν ποσότητα τοῦ ψωμιοῦ, πού ἔπρεπε νά πάρουν, τήν ὅριζε τό κράτος ἀνάλογα μέ τά μέλη τῆς κάθε οἰκογένειας.
Ἔτσι στόν καθένα ἀντιστοιχοῦσε ἕνα “κουπόνι ψωμιοῦ” καί μέ αὐτό τό κουπόνι μποροῦσε νά πάρη ἀπ᾽ τόν φοῦρνο τήν ποσότητα ψωμιοῦ, πού τοῦ ἀναλογοῦσε.
Στήν πόλι Λένινγκραντ —σήμερα ἡ πόλι αὐτή λέγεται Ἁγ. Πετρούπολι— ζοῦσε μιά εὐσεβής γυναῖκα, ἡ Ἐλισάβετ Ἐφίμοβνα Χμελέβα.
Μέ τό κουπόνι τοῦ ψωμιοῦ της μποροῦσε κάθε μέρα νά ἀγοράζη ἀπ᾽ τόν φοῦρνο 400 γραμμάρια ψωμί.
Τό 1941, στόν Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο, τό Λένινγκραντ πολιορκήθηκε ἀπ᾽ τούς Γερμανούς γιά 900 ἡμέρες, δηλαδή γιά δυόμιση περίπου χρόνια.
Ὅταν ἄρχισε ἡ πολιορκία τά τρόφιμα γίνανε δυσεύρετα καί τά κουπόνια τοῦ ψωμιοῦ, πού κρατοῦσαν στά χέρια τους οἰ κάτοικοι, ἦταν πιά ἄχρηστα.
Μιά μέρα ἡ Ἐλισάβετ ἄδικα προσπάθησε γυρνώντας ὁλόκληρη σχεδόν τήν πόλι νά βρῆ λίγο ψωμί.
Οἱ διαδόσεις πώς τάχα σέ “κάποια” γειτονιά “κάποιος” φοῦρνος εἶχε βρεῖ ἀλεύρι κι ἔψησε ψωμί ἀποδείχτηκαν πώς ἦταν ὅλες ψεύτικες.
Ἡ γυναῖκα γύρισε ἀργά τό βράδυ ἀπελπισμένη, ταλαιπωρημένη καί νηστική στό σπίτι της.
Ἡ στεναχώρια της ἦταν πολύ μεγάλη.
Ἔβγαλε τό κουπόνι ἀπ᾽ τήν τσάντα της καί κρατώντας το στά χέρια ἔστρεψε τά δακρυσμένα μάτια της στό εἰκονοστάσι καί κοίταξε τόν Ἅγ. Νικόλαο.
Δέν μπόρεσε ἀπ᾽ τή λύπη της νά τοῦ μιλήση τήν ὥρα ἐκεῖνη.
Τό μόνο πού ἔκανε ἦταν νά σηκωθῆ καί νά βάλη τό ἄχρηστο ἐκεῖνο κουπόνι τοῦ ψωμιοῦ, πού κρατοῦσε, στό μικρό, στενόμακρο, ξύλινο κουτάκι τῶν κεριῶν, πού βρισκόταν μπροστά ἀπ᾽ τήν εἰκόνα.
—Ἄς τό φυλάξω, σκέφτηκε, ἴσως κάποτε ξαναγίνει χρήσιμο.
Ἔτσι, κουρασμένη καί ἐξαντλημένη ὅπως ἦταν, ἔπεσε ἄμέσως νά κοιμηθῆ.
Τήν ἄλλη μέρα ἕνα ἁπαλό σκούντημα στήν πλάτη της τήν ἔκανε νά ξυπνήση ἀπ᾽ τόν βαθύ της ύπνο.
—Ἐλισάβετ, ἄκουσε τή γειτόνισσά της, τή Μάσα, νά τῆς μιλάη.
—Μάσα, πῶς μπῆκες στό σπίτι;, ρώτησε ἡ γυναῖκα.
—Ἡ ὥρα κοντεύει ἐννέα καί, σάν εἶδα πώς δέν ἄνοιξες τό κουρτινάκι σου ἀπ᾽ τό παράθυρο πού βλέπει στό δρόμο, σκέφτηκα μήπως ἤσουν ἄρρωστη καί ἤρθα νά σέ δω. Χτύπησα πολλές φορές τό χερούλι τῆς πόρτας, μά δέν μου ἀπάντησες.
Κόλλησα τό αὐτί μου πάνω της καί δέν ἄκουσα τόν παραμικρό θόρυβο.
Τότε πῆρα τήν ἀπόφασι νά μπῶ στό σπίτι.
—Ἔκανες σάν καλή γειτόνισσα. Σ᾽ εὐχαριστῶ, Μάσα, εἶπε ἡ Ἐλισάβετ καί σηκώθηκε ἀπ᾽ τό κρεββάτι.
Κάθισε καί θά βάλω τό σαμοβάρι στή φωτιά γιά νά πιοῦμε τό τσάι μας.
Μέ τά λόγια αὐτά ἡ Ἐλισάβετ ἔστρεψε τό βλέμμα της στό τραπέζι καί εἶδε ἄξαφνα πάνω στό ὑφαντό τραπεζομάντηλο ἕνα μικρό φραντζολάκι ἴσαμε τετρακόσια γραμμάρια φρέσκο ψωμί.
—Μάσα, ποῦ βρῆκες τό ψωμί;, φώναξε ἔκπληκτη ἡ Ἐλισάβετ στή γειτόνισσά της.
Ἡ Μάσα, πού τήν ὥρα ἐκείνη εἶχε πλησιάσει τό παράθυρο καί τραβοῦσε τό κουρτινάκι γιά νά μπῆ τό πρωϊνό φῶς, γύρισε σαστισμένη τό κεφάλι της καί κάρφωσε τά μάτια στό φραντζολάκι τοῦ ψωμιοῦ, πού ἦταν πάνω στό τραπέζι.
—Ἕνα φραντζολάκι ψωμί, εἶπε σαστισμένη καί πλησίασε ἀργά, σάν μαγεμένη ἀπ᾽ τήν εἰκόνα πού ἀντίκριζαν τά μάτια της.
—Μά πές μου, Μάσα, πού βρῆκες τό ψωμί;, φώναξε ξανά τρελή ἀπ᾽ τή χαρά της ἡ Ἐλισάβετ.
—Ἐγώ πού βρῆκα τό ψωμί;
Ἐσύ θά μοῦ πῆς πού τό βρῆκες γιά νά τρέξω μέ τό κουπόνι μου νά πάρω κι ἐγώ.
—Μά τί λές, Μάσα!
Ἐγώ χθές μάτωσα τά πόδια μου γυρίζοντας ὅλο τό Λένινγκραντ ψάχνοντας νά βρῶ σέ φοῦρνο ψωμί.
Οἱ δύο γυναίκες, δίχως ν᾽ ἀγγίζουν τό ξεροψημένο φραντζολάκι, ἔσκυψαν ἀπό πάνω του καί κλείνοντας τά μάτια τους μύρισαν τό ὑπέροχο ἄρωμά του.
—Ἄν λες ἀλήθεια πώς τό ψωμί αὐτό δέν τό πῆρες μέ τό κουπόνι σου, τότε νά μοῦ τό δείξης γιά νά πειστῶ, εἶπε ἡ Μάσα.
—Νά! Ἐδῶ τό ἔχω βάλει! Στάσου μιά στιγμή καί θά σοῦ τό δείξω!
Αὐτά εἶπε τρέμοντας ἀπό συγκίνησι ἡ Ἐλισάβετ κι ἀπλώνοντας τό χέρι της πῆρε τό στενόμακρο, ξύλινο κουτάκι τῶν κεριῶν ἀπ᾽ τό εἰκονοστάσι καί τό ἀκούμπησε πάνω στό τραπέζι, δίπλα στό μικρό φραντζολάκι τοῦ ψωμιοῦ .
Ἡ Μάσα ἔσκυψε μ᾽ ἀγωνία ἀπό πάνω του καί, καθώς τό καπάκι ἄνοιξε, ἐκεῖνη ἔμεινε μέ τά μάτια ὀρθάνοιχτα νά κοιτάζη τό κουπόνι τοῦ ψωμιοῦ, πού ἦταν διπλωμένο κι ἀκουμπισμένο δίπλα σ᾽ ἕνα λεπτό κεράκι.
Οἱ δυό γυναῖκες κοιτάχτηκαν ἔκπληκτες κι ἔπειτα μηχανικά γύρισαν τά μάτια τους καί κοίταξαν τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγ. Νικολάου στό μικρό εἰκονοστάσι.
—Δέν ὑπάρχει ἄλλη ἐξήγησι, Μάσα, εἶπε ἡ Ἐλισάβετ.
Τό ψωμί μοῦ τό ἔφερε ὁ Ἅγ. Νικόλαος.
—Ναί! Δέν ὑπάρχει ἄλλη ἐξήγησι, ψέλλισε σαστισμένη μά μέ σιγουριά καί ἡ Μάσα.
—Ζοῦμε ἕνα θαῦμα, Μάσα, ἕνα θαῦμα, εἶπε ἡ Ἐλισάβετ κι ἔκανε τό σταυρό της.
—Ἐλισάβετ, εἶπε συγκινημένη ἡ Μάσα. Σέ παρακαλῶ ἄφησέ με νά βάλω κι ἐγώ τό κουπόνι μου μέσα στό κουτί μέ τά κεριά. Ποῦ ξέρεις;
Ὁ Ἅγ. Νικόλαος μπορεί νά λυπηθῆ τά παιδιά μου καί νά φέρη καί σέ μᾶς ψωμί.
—Τρέξε καί φέρε τό κουπόνι σου, εἶπε μέ χαρά ἡ Ἐλισάβετ. Φέρε το καί θά προσευχηθοῦμε στόν Ἅγιο νά κάνη καί πάλι τό θαῦμα του.
Ἡ Μάσα σάν ἀγέρας πῆγε καί γύρισε στό σπίτι κρατώντας σφιχτά στή χούφτα της τό κουπόνι τοῦ ψωμιοῦ, πού εἶχε γραμμένο πάνω του:
Οἱ γυναῖκες ἔβαλαν στό κουτί τῶν κεριῶν τά δυό κουπόνια καί τό ἐπέστρεψαν στή θέσι του, μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Ἁγ. Νικολάου.
Τήν ἄλλη μέρα, μέ τό πού ξημέρωσε, ἡ Ἐλισάβετ βρῆκε πάνω στό τραπέζι της ἕνα ζεστό, φρεσκοψημένο φραντζολάκι 400 γραμμαρίων, ἐνῶ ἡ Μάσα ἕνα καρβέλι ψωμί 800 γραμμαρίων.
Τό νέο σάν ἀστραπή μαθεύτηκε στήν γειτονιά καί τό κουτί τῶν κεριῶν τοῦ Ἁγ. Νικολάου γέμισε ἀπό κουπόνια τόσα, πού δέν ἔκλεινε πια τό καπάκι του.
Κι ὁ Ἅγ. Νικόλαος ὁ ψωμάς κάθε πρωΐ ἄφηνε πάνω στό τραπέζι τους τό ψωμί, πού ἀναλογοῦσε στόν καθένα σύμφωνα μέ τό κουπόνι του.
Κι ἐτοῦτο τό θαῦμα κράτησε ὅσο καί ἡ πολιορκία τοῦ Λένινγκραντ, 900 ὁλόκληρες ἡμέρες, δηλαδή δυόμισι περίπου χρόνια.
Ἡ ὄμορφη αὐτή πραγματική ἱστορία βρίσκεται μεταξύ ἄλλων ἐννέα αὐτοτελῶν παρόμοιων ἱστοριῶν στό βιβλίο τῆς κ. Ἄννας Ἰακώβου: Ὅταν Γελάει ὁ Οὐρανός 2»(Ἠλίας Καλλιώρας, https://www.facebook.com).


<>



«Σέ μιά διακοπή συνεδριάσεως, μιᾶς ἀπ᾽ τίς τελευταῖες μεγάλες δίκες, ὁ εἰσαγγελεύς κ. Λυμπέρης Παπανδρέου, μοῦ διηγήθηκε τά ἑξῆς, ὅταν πρόσεξε ὅτι εἶχα στό λαιμό μου ἕνα σταυρό. Μοῦ ἔδειξε ἕνα σταυρό πού φοροῦσε κι αὐτός στό λαιμό του καί μοῦ εἶπε:
—Αὐτός ὁ σταυρός μοῦ ἔσωσε τή ζωή. Χωρίς αὐτόν θά ἤμουν ἤδη ἀπ᾽ τό χειμώνα τοῦ 1943 νεκρός. Ἦταν ἡ περίοδος, κατά τήν ὁποῖα ὄποιος ἔπεφτε στά χέρια τῶν Γερμανῶν καί ὁδηγεῖτο στό ἄντρο τῶν βασανιστῶν τους, στήν ὀδό Μέρλιν, δέν ἔφευγε ἀπό αὐτό παρά γιά τό νεκροταφεῖο.
Ἐκεῖνη τήν ἐποχή συνελήφθηκα καί ἐγώ. Εἶχα κατηγορηθῆ ἀπό ἕνα ἀνώτατο ὑπάλληλο τοῦ Δήμου Πειραιῶς —ὄργανο τῶν Γερμανῶν— καί ἕνα Δήμαρχο Συνοικισμοῦ τοῦ Πειραιῶς ὡς Γενικός εἰσαγγελεύς τῶν Κομμουνιστῶν, διότι καί τούς δύο αὐτούς κυρίους συνέλαβα γιά καταχρήσεις τροφίμων, ἀπό ἐκεῖνα πού προορίζόνταν γιά τούς πεινασμένους.
Ἡ ἄρνησι, τήν ὁποία ἀντέτασσα σέ κάθε “κατηγορῶ”, ἐξαγρίωνε τούς ἀνακριτές μου.
Ἔτσι παραδόθηκα σέ βασανιστήρια. Τήν τρίτη ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου μου ὁδηγήθηκα σ᾽ ἕνα εὐρύχωρο δωμάτιο.
Σέ αὐτό ὑπέστην τά πάνδεινα. Παρήλασαν καί πέντε γιγαντόσωμοι βασανιστές, καθένας τῶν ὁποίων ἐξήντλησε ὅλες τίς δυνάμεις του ἐπάνω μου.
Σιγά-σιγά ἄρχισα νά αίσθάνωμαι ὅτι σέ λίγο θά ἔμενα νεκρός ἐκεῖ.
Μετά τούς γιγαντοσώμους βασανιστές, μέ παρέλαβε ὁ ἴδιος ὁ ἀνακριτής.
Σέ μιά στιγμή ἔξαλλος μέ ἔπιασε μέ τά δυό του χέρια ἀπ᾽ τό λαιμό καί ἄρχισε νά τόν σφίγγη. Ἔνοιωσα ὅτι θά πέθαινα ἀπό ἀσφυξία.
Διέθεσα ὄσες δυνάμεις εἶχα καί ἀπαλλάχτηκα ἀπ᾽ τά χέρια του. Ἀμέσως ἄνοιξα, σχίζοντας τό πουκάμισό μου, τό στῆθος. Ἤθελα νά ἀναπνεύσω. Δέν εἶχα σκεφθῆ κἄν τί εἶχα κάνει.
Τήν ἴδια ὅμως στιγμή ἀντίκρισα τόν βασανιστή μου νά γίνεται χλωμός. Ἔγινε ἄσπρος ὕστερα, περισσότερο καί ἀπό τόν κάτασπρο τοῖχο τοῦ δωματίου. Προσπαθοῦσε νά σηκώση τά χέρια του καί δέν τό κατόρθωνε.
Ἄρχισε τότε νά κλαίη...
Ναί, νά κλαίη τρομαγμένα καί σαν μικρό παιδί!
Ἔπειτα ἦλθε κοντά μου, ἔσκυψε στό στήθος μου καί... φίλησε αὐτόν ἐδῶ τό σταυρό!
Ὁμολογώ ὅτι δέν πίστευα στά μάτια μου γιά ὅσα ἔβλεπα.
Σέ λίγο φώναξε καί τοῦ ἔφεραν ἕνα ποτήρι νερό. Μέ αὐτό ἔπλυνε μόνος του, μέ τά χέρια του, πού τώρα κινοῦνταν, τίς πληγές μου καί ἀφοῦ μέ κάθισε σέ μιά καρέκλα νά συνέλθω ἔφυγε γιά νά ἐπιστρέψη μέ ἀρκετούς συναδέλφους του, μπροστά στούς ὁποίους ἀφηγήθηκε τά ἑξῆς:
—Μόλις ἄνοιξε ὁ ἄνθρωπος αὐτός τό στῆθος του, ἔλαμψε στά μάτια μου σαν ἀστραπή αὐτός ὁ μικρούτσικος σταυρός. Καί ἡ λάμψι σχημάτισε ἕνα φλογερό “Nein” (ὄχι). Τώρα πού ἔχω συνέλθει, κύριοι, μπορῶ νά πῶ ὅτι ὁ Θεός βρίσκεται κοντά στούς πιστούς.
Ἔπειτα ἀπευθύνθηκε σέ μένα καί μου εἶπε:
—Θά σᾶς παρακαλοῦσα νά μου προσφέρετε αὐτό τό σταυρό γιά νά μέ προφυλάσση ἀπ᾽ τήν ἄδικη κρίσι. Ὄχι ἀπ᾽ τό θάνατο, διότι δέν τόν φοβοῦμαι. Ἀλλά δέν εἶμαι ἄξιος... Δέν πιστεύω ὅπως ἐσεῖς στό Θεό. Διότι ἄν πίστευα...
Καί σταμάτησε ἀπότομα τή φράσι.
—Ἔτσι, ἀγαπητέ μου, σώθηκα ἀπό βέβαιο θάνατο χάρις στήν πίστι μου, κατέληξε ὁ εἰσαγγελεύς κ. Λυμπέρης Παπανδρέου.
Σύγχρονα Θαύματα καί εὐεργετικές ἰδιότητες τοῦ Τιμίου Σταυρού: Ὁ σταυρός τοῦ κ. εἰσαγγελέως (Ν. Καπιτσόγλου, “Θαύματα πού γίνονται σήμερα”, περ. Κιβωτός, ἀρ. 21/Σεπτέμβριος 1953, σελ. 347)»(Ἠλίας Καλλιώρας, https://www.facebook.com).


<>



«Τό ἀκόλουθο περιστατικό μέ τό Γέροντα Παΐσιο, εἶναι ἀληθινό, ἐνῶ ἡ δημοσιοποίησί του ἄργησε λόγῳ τῆς ταπεινότητος τῶν ἀνθρώπων πού ἀρχικά τό διηγήθηκαν.
Ὁ Ν.Α., εὐκατάστατος ὁμογενής ἀπ᾽ τό Σικάγο τῶν Η.Π.Α., πολύ κάλος ἄνθρωπος καί ἄθεος, πρίν 25 περίπου χρονιά, εἶδε μιά βραδυά στόν ὕπνο του ἕνα μικροσκοπικό παππούλη νά τοῦ ζητάη εὐγενικά νά τόν παραλάβη ἀπό κάποιο ἀεροδρόμιο τοῦ Σικάγου, δίνοντάς του συγκεκριμένη ἡμερομηνία καί ὥρα.
“Νίκο καλό μου παιδί, ἔλα τάδε μέρα τάδε ὥρα στό τάδε ἀεροδρόμιο νά μέ παραλάβης σέ παρακαλῶ”.
Ὅταν ξύπνησε τό πρωΐ, ὁ Ν. διηγήθηκε στή σύζυγό του Μ. τό ὄνειρο πού εἶχε δεῖ.
Ἐκεῖνη, ἀρχίζοντας τά πειράγματα λόγῳ τῆς ἀθεΐας του, τοῦ εἶπε ὅτι ἦταν ἀπλῶς ἕνα ὄνειρο καί νά μήν δώση σημασία.
Τό ὄνειρο μέ τό μικροσκοπικό παππούλη ἐπαναλήφθηκε στόν ὕπνο τοῦ Ν. πολλές φόρες, σέ σημεῖο πού ὁ ἄνθρωπος εἶχε ἀρχίσει νά ταράζεται. Κάποτε ὁ “ἐφιάλτης” σταμάτησε καί ὁ Ν. ἠρέμησε.
Μετά ἀπό ἀρκετό καιρό ἔφθασε ἡ καθορισμένη ἡμερομηνία πού ὁ παππούλης εἶχε προαναγγείλει στό ὄνειρο. Ὁ Ν. ἀποφάσισε νά πάη κρυφά στό ἀεροδρόμιο γιά νά ἀποφύγη τά κοροϊδευτικά σχόλια τῆς γυναίκας:
“Τί ἔχω νά χάσω”, συλλογίστηκε, “στό κάτω κάτω θά κάνω τή βόλτα μου, θά πιῶ τό καφεδάκι μου καί ὕστερα θά πάω στή δουλειά μου”.
Πράγματι ἔτσι κι ἔγινε. Πῆγε καί ἀφοῦ κάθισε σέ μιά γωνιά τοῦ χαώδους ἀεροδρομίου τοῦ Σικάγου, περίμενε τόν ἄγνωστο παππούλη τοῦ ὀνείρου.
Ἦπιε κάμποσους καφέδες, ἄλλα ἡ ὥρα περνοῦσε καί ὁ παππούλης δέν φαινόταν πουθενά. Μέτα ἀπό μιά-μιάμιση ὥρα, σκέφτηκε, “ἕνα τσιγάρο ἀκόμα καί φεύγω, καλά καί δέν τό εἶπα στή Μ. γιατί θά μέ κορόιδευε αἰωνίως”.
Πρίν καλά καλά προλάβη νά τελειώση τή σκέψι του, γυρίζοντας ἀπ᾽ τήν ἄλλη μεριά, βλέπει ξαφνικά μπροστά του νά ἐμφανίζεται στ᾽ ἀλήθεια ὁ μικροσκοπικός παππούλης πού ἔβλεπε στόν ὕπνο του. “Εὐχαριστώ Ν. καλό μου παιδί πού ἦρθες, ἤξερα πώς θά ἐρχόσουν”, τοῦ ἐἶπε ὁ Γέροντας Παΐσιος.
Μήν πιστεύοντας στά μάτια του, ἔχοντας μπροστά του στήν πραγματικότητα τόν παππούλη πού ἔβλεπε στόν ύπνο του, ὁ Ν. παραλίγο νά πάθη συγκοπή!
Εντελώς σαστισμένος καί σοκαρισμένος, ἀφοῦ τρόμαξε νά συνέλθη, πήρε τόν παππούλη καί πῆγαν στό σπίτι του, στά προάστια τοῦ Σικάγου, ὀπού ὁ Γέροντας διέμεινε κάμποσο καιρό.
Ὁ Ν. καί ἡ Μ. μεταμελήθηκαν καί μπῆκαν στό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Ἀπό ὁρκισμένος ἄθεος, ὁ Ν. ἔγινε πολύ πιστός Χριστιανός.
Μοῦ διηγήθηκαν οἰ ἴδιοι τό ἀπίστευτο αὐτό περιστατικό, στό σπίτι τούς στό Σικαγο, πρίν δεκαπέντε χρόνια.
Μαρτυρία: Ἀντωνία Μποτονάκη-Ἁγιορείτικο Βῆμα»(Ἠλίας Καλλιώρας, https://www.facebook.com).

<>


«Ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ ’80. Κρατικό Πανεπιστήμιο Τιφλίδας.
 Νεαρός Γεωργιανός φοιτητής, τελείωνε μια Θεωρητική Σχολή. Γιά νά πάρη τό πτυχίο του ἔπρεπε νά περάση τήν κρατική ἐξέτασι τοῦ μαθήματος “Ἀθεΐα”. Τό ἐπέβαλλε τό καθεστώς. Ὁ νεαρός εἶχε τότε τό δικαίωμα νά διαλέξη τόν καθηγητή, (ἡ ἐξέτασι ἦταν πάντα προφορική).
 Διάλεξε, λοιπόν, ἕνα πού τοῦ φάνηκε κάπως συμπαθής. Ὅταν πῆγε νά ἐξεταστῆ τοῦ δήλωσε ὀρθά-κοφτά ὅτι δέν πιστεύει σέ αὐτές τίς ἀθεϊστικές θεωρίες καί δέν πρόκειται νά ἀπαντήση σέ καμμία σχετική ἐρώτησι.
—Μπορῆτε νά μέ κόψετε, εἶπε στόν καθηγητή.
—Βέβαια καί θά σέ κόψω, ἀλλά πρῶτα πές μου, τί θά κάνhς. Σπούδασες πέντε χρόνια καί ἀποφασίζεις νά μήν πάρης τό πτυχίο σου; Κρίμα δέν εἶναι;
—Δέν πειράζει, ἀπάντησε ὁ νεαρός ψύχραιμα. Υπάρχει ποίησι, φιλία... ὅλα αὐτά θά μέ βοηθῆσουν νά τό ξεπεράσω. Σέ καμμία περίπτωσι, ὅμως, δέν θά μποροῦσα νά σᾶς πῶ αὐτό πού δέν πιστεύω.
—Δικό σου τό πρόβλημα.
—Τώρα μεταξύ μας (ὁ νεαρός χαμήλωσε τή φωνή του) ἐσεῖς στ᾽ ἀλήθεια πιστεύετε ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατάγεται ἀπ'  τόν πίθηκο; Δηλαδή, οἱ πρόγονοί μας πού ἔχυσαν τόσο αἷμα γιά νά υπερασπιστοῦν τήν πίστι ἦταν ἀνόητοι;
Ὁ καθηγητής χαμογέλασε.
—Πολύ θαρραλέος εἶσαι καί αὐτό τό 2 πού θά σοῦ βάλω τώρα (δηλαδή σέ κόβω) εἶναι μόνο γιά τό θάρρος σου. Στό καλό νά πᾶς.
Ὁ καθηγητής ἔγραψε τό βαθμό στό φοιτητικό βιβλιάριο τοῦ νεαροῦ, ὅπως συνήθιζαν τότε καί συνέχισε τήν ἐξέτασι ἄλλων φοιτητών. Ὁ νεαρός ἔφυγε. Κάθισε σ᾽ ἕνα καφενεῖο πικραμένος. Ἄνοιξε τό φοιτητικό του βιβλιάριο. Αὐτό πού εἶδε ἦταν ἀπίστευτο. ὁ καθηγητής, τοῦ εἶχε βάλει 20... Ἄριστα...!!!
Γ.Π.
Σημείωσι: Τό περιστατικό τό διηγήθηκε Γεωργιανή φοιτήτρια, πού ἔκανε μεταπτυχιακές σπουδές στό Παν/μιο Ἰωαννίνων.
Ὁ ἀντίπαλος καί ὁ ἀντίθεος ὄχι μόνο βαθμολογεῖ μέ ἄριστα τό θάρρος τῆς ὁμολογίας ἀλλά καί τό θαυμάζει καί τόν πείθει»(https://proskynitis.blogspot.com/2012/02/20.html).




<>


Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Ψυχική Τόνωση:

1. Μικρές ἀλήθειες: «Τά δάκρυα τῆς μητέρας εἶναι ἡ πιό ἰσχυρή ὑδροηλεκτρική δύναμι τοῦ κόσμου»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Ἕνα ἔγκλημα, δέν παύει νά εἶναι ἔγκλημα, ἐπειδή τό κάνουν πολλοί»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Ἡ σεμνότητα εἶναι ἡ ταξιθέτις πού μᾶς βοηθάει νά βρίσκουμε πάντα στή ζωή, τή σωστή μας θέσι»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

2. Ὁ Josh McDowell σημειώνει: «Ὁ Παῦλος μᾶς ὑπενθυμίζει: “Ἀλλά ἐμεῖς, πού ἔχουμε αὐτό τό θησαυρό, εἴμαστε σάν τά πήλινα δοχεῖα· ἔτσι γίνεται φανερό πώς ἡ ὑπερβολική ἀξία τοῦ θησαυροῦ αὐτοῦ προέρχεται ἀπ᾽ τό Θεό καί ὄχι ἀπό μᾶς”(Β´ Κορ 4, 7). Σκέψου: Ὁ Θεός χρησιμοποίησε ἕναν ἐρασιτέχνη νά “κτίση” τήν κιβωτό, ἀλλά ἐκπαιδευμένοι ἐπαγγελματίες ναυπήγησαν τόν Τιτανικό!».

3. «Μιά πρᾶξι ἀγάπης μπορεῖ νά ζυμώση “πέντε ἄρτους”. Μιά λέξι εὐγενική μπορεῖ νά χορτάση “πεντακισχιλίους”»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

4. Ὁ Κ. Κούρκουλας ἀναφέρει: «Τά ὅσα χρωστάει ἡ Ἀνθρωπότητα στούς 3 Ἱεράρχες δέν τά χρωστάει οὔτε σέ 3 ἑκατομμύρια δοκησίσοφους. Γιατί οἱ τρεῖς αὐτοί συνδυάζοντας σοφία καί ἀρετή θεμελίωσαν τόν ἑλληνοχριστιανικό πολιτισμό πάνω στόν ὁποῖο στάθηκαν καί ἐργάσθηκαν ὅλοι οἱ σοφοί τοῦ κόσμου. Καί θά ἄξιζε νά ἀκουσθοῦν καί γι᾽ αὐτούς τά μνημειώδη λόγια τοῦ Churchill γιά τή μικρή, τήν ὀλιγάριθμη ὁμάδα ἀεροπόρων πού ἔπεσαν (μεταξύ αὐτῶν κι ἕνας Ἕλληνας, ὁ σμηναγός Ν. Δημάδης) στήν ἱστορική μάχη τῆς Ἀγγλίας:
—Οὐδέποτε, εἶπε ὁ Churchill, στήν Ἱστορία τῆς Ἀνθρωπότητος πρόσφεραν τόσο λίγοι, τόσα πολλά σέ τόσους πολλούς (So few, so much to so many).
Λόγια πού ταιριάζουν καί στούς τρεῖς αὐτούς ἄνδρες τῆς Ἱστορίας, τούς τρεῖς Ἱεράρχες, πού τόσο λίγοι αὐτοί πρόσφεραν καί προσφέρουν τόσα πολλά σέ τόσους πολλούς. Στήν Οἰκουμένη ὁλόκληρη ὡς “οἰκουμενικοί διδάσκαλοι”»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

5. «Ὁ Soljenitsyne ἔχει πεῖ σέ μιά ἀξιομνημόνευτη φράσι του, ὅτι “ἡ διαχωριστική γραμμή μεταξύ τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ περνᾶ μέσα ἀπό τήν καρδιά τοῦ κάθε ἀνθρώπου”»(ΕΣ 53).

6. «Τό ταξίδι τῆς ζωῆς οἱ ἄνθρωποι τό ζοῦν μέ δύο διαφορετικούς τρόπους.
Ἄλλοι μπαίνουν στό ἀεροπλάνο κι ἄλλοι μένουν στό ἀεροδρόμιο.
Οἱ πρῶτοι, πετοῦν στούς αἰθέρες καί ἀπολαμβάνουν τή γοητεία τοῦ ταξιδιοῦ.
Οἱ ἄλλοι, καρφώνονται στίς αἴθουσες ἀναμονῆς, χαζεύουν στίς βιτρίνες τοῦ ἀεροδρομίου καί ξοδεύουν τή ζωή τους ἀγοράζοντας... “εἴδη ἀφορολόγητα”»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

7. Διδάσκει ὁ Ἐπίσκοπος Σεργκίεβο Βασίλειος Ὄσμπορν: Ὁ Ζακχαῖος «ἀνέβηκε σ᾽ ἕνα δέντρο.
Τό ἀποτέλεσμα ἦταν ὄχι μόνο νά Τόν ἀντικρίση, μά καί ὁ ἴδιος νά γίνη θεατός ἀπό τόν Ἰησοῦ. Κι ὅταν ὁ Ἰησοῦς τόν πρόσεξε, δέν τόν ἐπαίνεσε ἀμέσως γιά τό ζῆλο του, ἀλλά μᾶλλον τοῦ ζήτησε νά κατέβη κάτω, νά πατήση στό ἔδαφος ἄν ἤθελε νά Τόν συναντήση. Τοῦ εἶπε κατ᾽ οὐσίαν πώς ἄν σκόπευε νά Τόν γνωρίση κατά πρόσωπο, ἔπρεπε νά κατέβη ἐκεῖ ὅπου ὁ Χριστός ἦταν, στό ἔδαφος.
Καί ἐμεῖς ἔχουμε τά ἴδια προβλήματα μέ τό Ζακχαῖο. Γνωρίζουμε ὅτι εἴμαστε “κοντοί στό ἀνάστημα” καί δέν μποροῦμε νά δοῦμε· κοιτάζουμε τριγύρω καί νομίζουμε ὅτι οἱ ἄλλοι ἔχουν πλεονεκτικότερη θέσι ἀπό μᾶς στή θέασι τοῦ Χριστοῦ. Καί ὁ καθένας μας μέ τόν τρόπο του σκαρφαλώνει ἐνδόμυχα σ᾽ ἕνα δέντρο, ἤ ἔστω ἁπλά τό ἐπιθυμεῖ, λέγοντας: “Ἄν ἤμουν ἀλλιώτικος, ἄν ἤμουν ψηλότερος... θά μποροῦσα νά δῶ”.
Ὅμως ὁ Χριστός λέει στόν καθένα ἀπό μᾶς:
“Ἔλα κάτω”. “Ἔλα ἐκεῖ ὅπου Ἐγώ βρίσκομαι. Βάλε στήν ἄκρη κάθε λογισμό πού σοῦ ὑποβάλλει τήν ἀνάγκη τῆς προσωπικῆς σου ἀνυψώσεως προκειμένου νά Μέ δῆς. Ἐγώ ἔχω ἔρθει σέ σένα, στό δικό σου τόπο. Λαχταρῶ νά σέ συναντήσω ἐκεῖ ὅπου ζῆς· ὄχι κάπου ἀλλοῦ. Ἐπιθυμῶ νά σέ γνωρίσω ὅπως εἶσαι, κι ἐσύ νά Μέ γνωρίσης ὅπως εἶμαι”. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Χριστός μᾶς ζητᾶ νά εἴμαστε ἀληθινοί· ἀληθινοί ἀπέναντι στόν ἑαυτό μας —ἄν σκοπεύουμε καί ἐμεῖς νά γνωρίσουμε Ἐκεῖνον πού εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Καί μόνο ἡ ἀλήθεια γιά τόν ἑαυτό μας μπορεῖ νά μᾶς ὁδηγήση στήν ταπείνωσι, νά μᾶς ἀνυψώση μέχρι τό κατώφλι τῆς μετανοίας»(ΕΣ 3).

8. «Οἱ “πλούσιοι τοῦ χρήματος” εἶναι δύσκολο νά μποῦνε στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Οἱ “πλούσιοι τοῦ πνεύματος” εἶναι ἀδύνατο»(ΙΕ 87).
Οἱ “πλούσιοι τοῦ πνεύματος” εἶναι οἱ ὑπερήφανοι. 

9. Μικρές ἀλήθειες: «Ἡ καλή φήμη εἶναι ἕνα ἄλογο, πού ὅλοι θέλουν νά τό καβαλικέψουν. Ἀλλά λίγοι θέλουν νά τό ταΐσουν»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Ἡ ζωή μοιάζει μέ βιβλίο, τό ὁποῖο οἱ ἐπιπόλαιοι καί οἱ τεμπέληδες τό φυλλομετροῦν ἀδιάφορα, ἐνῶ οἱ φρόνιμοι τό διαβάζουν μέ προσοχή γιατί ξέρουν ὅτι μιά μονάχα φορά ἐπιτρέπεται νά τό διαβάσουν»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

10. Ἀναφέρει ὁ Κ. Κούρκουλας: «Σέ ἕνα παλαιό μουσουλμανικό νεκροταφεῖο ὑπάρχει ὁ τάφος ἑνός πασίγνωστου φιλάργυρου. Στήν πλάκα κάτω ἀπ᾽ τό ὄνομά του καί στήν θέσι ὅπου χαράσσουν τό ἔτος γεννήσεως καί τό ἔτος θανάτου, ἐκεῖ ἔγραφαν: “Δέν ἔζησε! Μέρα-νύχτα μάζευε παράδες”»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).


11. «Μόνο οἱ “πτωχοί τῷ πνεύματι” εἶναι “πλούσιοι τῇ πίστει”»(ΙΕ 282).

12. «Ἕνας γεωργός δούλευσε πολύ σκληρά στή ζωή του, νά διακριθῆ σάν ἕνας ἀπ᾽ τούς καλύτερους παραγωγούς ροδάκινων. Τά δένδρα ἦταν κάτανθα. “Σέ εὐχαριστῶ Θεέ μου!”. Ἀλλά ἦλθε ἡ παγωνιά καί κατέστρεψε ὅλα τά ροδάκινα. Τήν ἑπομένη Κυριακή δέν πῆγε στήν Ἐκκλησία. Σταμάτησε γιά πολύ καιρό. Πῆγε νά τόν ἐπισκεφθῆ ὁ ἱερέας του. Ὁ ἀπογοητευμένος γεωργός τοῦ εἶπε:
—Οὔτε θά ξαναπατήσω στήν ἐκκλησία. Νομίζεις ὅτι μπορῶ νά λατρεύσω ἕνα Θεό, πού μέ ἀγαπᾶ τόσο λίγο, πού ἐπιτρέπει σέ μιά παγωνιά νά καταστρέψη ὅλα τά ροδάκινά μου;
Ὁ ἱερέας τόν κοίταξε σιωπηλά γιά λίγο καί μέ πολλή εὐγένεια τοῦ ἀπάντησε:
—Ἀγαπητέ μου, ὁ Θεός ἀγαπᾶ ἐσένα περισσότερο ἀπ᾽ τά ροδάκινά σου. Ξέρει ὅτι, παρά τό γεγονός ὅτι τά ροδάκινα δέν ἔχουν ἀνάγκη τήν παγωνιά, ὅμως δέν μπορεῖ νά παραγάγη τούς καλύτερους ἀνθρώπους χωρίς παγωνιές. Ὁ Θεός δέν εἰδικεύεται σέ ροδάκινα, ἀλλά σέ ἀνθρώπους»(ΖΘ 7).

13. Γράφει ὁ Κ. Κούρκουλας: «Ὅταν ἔφθασε ἡ εἴδησι πού συγκλόνισε τόν κόσμο, ὅτι ὁ μεγάλος Ἰνδός ἡγέτης Mahatma Gandhi δολοφονήθηκε, ὁ Bernard Shaw ἔκανε τό ἀκόλουθο σχόλιο: “Δέν φταίει ὁ δολοφόνος. Φταίει αὐτός πού ὕψωσε τό κεφάλι του τόσες σπιθαμές πάνω ἀπ᾽ τά δικά μας σκυφτά κεφάλια κι ἔγινε στόχος”.
Παρόμοιο πικρό σχόλιο ἔκανε ἕνας θυμόσοφος Ἱεράρχης ὅταν ἡ Ἱ. Σύνοδος ἀρνήθηκε τήν προαγωγή σέ Ἐπίσκοπο ἑνός λαμπροῦ μέ μεγάλα προοσόντα κληρικοῦ: “Δέν φταῖμε ἐμεῖς οἱ συνοδικοί, εἶπε, ἀλλά αὐτός, πού φρόντισε ν᾽ ἀποκτήση τόσα προσόντα καί νά ψηλώση τόσο, ὥστε νά μήν τόν χωράη ἡ πόρτα μας”»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

14. Σκόρπιες ἀλήθειες: «Ἄν τά ὄνειρά σου δέν πραγματοιοῦνται, σημαίνει ὅτι παρακοιμᾶσαι»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Οἱ λεπτομέρειες στή ζωή κάνουν τήν τελειότητα. 
Ἡ τελειότητα στή ζωή δέν εἶναι λεπτομέρεια»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Ὁ Χριστιανισμός δέν γνωρίζει συνταξιούχους οὔτε ἀπομάχους. Ἀναγνωρίζει μόνο ἀγωνιστές»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

15. «Ἦταν ἕνας περίφημος διευθυντής ὀρχήστρας. Ἔκανε πρόβες ἡ ὀρχήστρα του. Ἀποτελεῖτο ἀπό 120 μουσικά ὄργανα. Ἐκεῖνος πού ἔπαιζε ἕνα μικρό φλάουτο νόμιζε πώς ἦταν ἀνάγκη νά ξεκουρασθῆ λιγάκι. “Ποιός θά μέ ἀντιληφθῆ ὅτι σταμάτησα νά παίζω μέσα σέ τόσα ὄργανα;”. Ξαφνικά, ὅμως, ὁ διευθυντής τίναξε τά χέρια του στόν ἀέρα. Διέταξε τήν ὀρχήστρα νά σταματήση. Φώναξε: “Ποῦ εἶναι τό μικρό φλάουτο; Τό ἔχασα ἀπό τ᾽ αὐτί μου”.
Καί ἐσύ νομίζεις πώς ἀποτελεῖς ἕνα ἀσήμαντο μικρό φλάουτο. Μέσα στούς τόσους ἀνθρώπους, πῶς μπορεῖ ὁ Θεός νά σέ παρακολουθῆ καί νά ἐνδιαφέρεται γιά σένα; Κι ὅμως ξέρει πώς Τόν ἔχεις ἀνάγκη, θέλει νά Τόν πλησιάσης, νά μιλήσης μαζί Του, νά τοῦ ζητήσης καί ἐσύ τό ἔλεός Του»(ΣΖ 90).

16. Γράφει ὁ Bernie May: «Στίς ἀρχές Μαΐου τοῦ 1972, ὁ καλός μου φίλος ὁ Μπένγκετ Γιάνβικ ἔγινε τό ἀντικείμενο μιᾶς μαζικῆς ἐπιχειρήσεως διασώσεως, ἐνῶ μετέφερε ἕνα καινούργιο ἀεροπλάνο στήν Galena τῆς Alaska. Τό ὕπουλο “βροχερό πέρασμα”, μιά πυξίδα πού ταλαντευόταν καί κάποια ἀπότομα καθοδικά ρεύματα εἶχαν σάν ἀποτέλεσμα νά συντριβῆ σ᾽ ἕνα ἀπρόσιτο βουνίσιο φαράγγι. Ὁ Μπένγκετ, ἄν καί ἐπέζησε ἀπ᾽ τήν πτῶσι χωρίς τραύματα, ἦταν ἀγνοούμενος. Μιά χιονοθύελλα πού ξέσπασε, κάλυψε ὅλη τήν περιοχή γιά τίς ἑπόμενες τέσσερεις μέρες.
Στό μεταξύ οἱ ἀρχές καί οἱ φίλοι του ἔκαναν ὅ,τι μποροῦσαν. Πενῆντα ὁμάδες ἔρευνας καί διασώσεως καί ἄλλα τόσα στρατιωτικά καί πολιτικά ἀεροπλάνα ἄρχισαν νά ψάχνουν τό βουνό. Ἕνας φίλος ἐπιχειρηματίας ἀπ᾽ τήν California πῆγε στήν Alaska καί μίσθωσε ἐπιπλέον ἀεροπλάνα καί ἑλικόπτερα, γιά νά βοηθήσουν στίς ἔρευνες. Χριστιανοί φίλοι ἀπ᾽ ὅλο τόν κόσμο προσεύχονταν.
Τήν πέμπτη μέρα ἀναγνωριστικά ἀεροπλάνα πέταξαν πάνω ἀπ᾽ τόν Μπένγκετ, ὅμως δέν τόν εἶδαν. Τή δέκατη τρίτη μέρα τά ἀεροπλάνα σταμάτησαν τίς ἔρευνες. Καθώς τελείωναν τά ἐφόδιά του, ὁ Μπένγκετ πίστευε πώς κάθε ἐλπίδα σωτηρίας εἶχε χαθῆ. Ἐκείνη τή δέκατη τρίτη μέρα, ὅμως, ἕνα ἑλικόπτερο, πού πέταξε στό φαράγγι, τόν ἐντόπισε.
Ὁ χαμένος βρέθηκε! Μπορεῖτε νά φαντασθῆτε τήν ἀγαλλίασι καί τόν ἐνθουσιασμό! Ἡ γυναῖκα καί τά παιδιά του, οἱ φίλοι του, οἱ ὁμάδες ἔρευνας, ὅλοι ξεφώνιζαν ἀπ᾽ τή χαρά τους.
Τότε ὀργανώθηκε μιά δεξίωσι. Ὁ μεγαλύτερος διαθέσιμος χῶρος, μέ καθίσματα γιά 250 ἄτομα, ἦταν ἀσφυκτικά γεμάτος. Συντονιστής τῆς βραδυᾶς ἦταν ὁ ἐπιχειρηματίας, πού εἶχε ναυλώσει τό ἑλικόπτερο, ὅταν ὅλα τά ἄλλα ἀεροπλάνα εἶχαν ἐγκαταλείψει τίς προσπάθειες. Ὁ Μπένγκετ, ὁ ἴδιος, εἶχε τήν εὐκαιρία νά πῆ “εὐχαριστῶ” στούς ἀνθρώπους, πού εἶχαν περάσει ὧρες καί μέρες, ψάχνοντας γι᾽ αὐτόν, ἕνα χαμένο, τόν ὁποῖο δέν τόν γνώριζαν προσωπικά.
Καθώς ὁ Μπένγκετ μᾶς ἐδιηγεῖτο αὐτή τήν ἱστορία, δέν μπόρεσα νά μή σκεφθῶ μιά ἄλλη σύναξι. Τελετάρχης θά εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς. Ἡ μεγαλόπρεπη οὐράνια αἴθουσα θά εἶναι κατάμεστη. Μπορῶ νά ἀκούσω ἀνθρώπους ἀπό διάφορες φυλές —Κάμπας, Κέουας, Ἄουκας— νά λένε: “Σᾶς εὐχαριστοῦμε, γιατί ὀργανώσατε τήν ὁμάδα σωτηρίας· σᾶς εὐχαριστοῦμε, γιατί παραμείνατε σ᾽ αὐτήν. Σᾶς εὐχαριστοῦμε πού μᾶς βρήκατε. Βρισκόμαστε ἐδῶ, ἐπειδή ἐσεῖς ἐνδιαφερθήκατε”»(ΚΘ 63).

17. «Ἦταν μιά ἀρχοντογυναῖκα. Τήν ἐπισκέφθηκε μιά μέρα ἕνας πιστός. Ἦταν βαρειά ἄρρωστη. Ἤξερε ὅτι κινδύνευε νά πεθάνη.
—Θέλω νά σᾶς ρωτήσω κάτι, εἶπε στόν ἐπισκέπτη. Τώρα πού πρόκειται νά πεθάνω, θά ἤθελα νά μάθω ἄν στόν οὐρανό ὑπάρχουν δύο χωριστά διαμερίσματα, ἕνα γιά τούς ἄρχοντες, τούς φημισμένους καί ἀνεπτυγμένους· κι ἕνα γιά τούς ὑπηρέτες, τούς ἀγραμμάτους, τούς ἄξεστους. Ἄν μόνο ἕνα διαμέρισμα ὑπάρχη, δέν ξέρω πῶς θά τά καταφέρω νά ἀνεχθῶ νά ζήσω μέ τήν ὑπηρέτριά μου, πού εἶναι τόσο ἄξεστη.
—Μή στενοχωρεῖσθε, τῆς λέει ὁ πιστός. Δέν ὑπάρχει φόβος συνυπάρξεως. Ἄν πρῶτα δέν ἀπαλλαγῆτε ἀπό τήν καταραμένη ὑπερηφάνειά σας, δέν πρόκειται νά πᾶτε στόν οὐρανό καθόλου!»(ΘΚ 20).

18. Μικρές ἀλήθειες: «Μή λές πάντοτε ὅσα γνωρίζεις.
Γνώριζε, ὅμως, πάντοτε ὅσα λές»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Ὁ Χριστιανισμός ἐκπολιτίζει, ἀλλά ὁ πολιτισμός δέν ἐκχριστιανίζει»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Τό σπουδαιότερο μέρος τοῦ βιβλίου τῆς ζωῆς, εἶναι ὁ ἐπίλογος. “Τά στερνά τιμοῦν τά πρῶτα”, λέει ὁ λαός»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Εἶχε ὁράματα ἀετοῦ ἀλλά δέν διέθετε παρά φτερά πεταλούδας. Γι᾽ αὐτό μιά ὁλόκληρη ζωή παράδερνε. Κι ὀνειροβατοῦσε»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

19. «Ἕνας διάσημος ἱεροκήρυκας, ἐνῶ ἦταν στόν ἄμβωνα, ἔλαβε μιά κάρτα, πού τοῦ διαβιβάσθηκε ἀπό κάποιον, πού βρισκόταν στό ἀκροατήριο. Τή διάβασε ὁ ἱεροκήρυκας. Ἦταν ἀπό κάποιο φημισμένο ἀγνωστικιστή. Ἔδινε τήν πρόσκλησι στό Χριστιανό ἱεροκήρυκα, νά συζητήση δημοσίᾳ μαζί του, γιά τό θέμα: “Ὁ Ἀγνωστικισμός κατά τοῦ Χριστιανισμοῦ”. Ὁ ἀγνωστικιστής, θά πλήρωνε ὅλα τά σχετικά ἔξοδα τῆς αἴθουσας κοκ.. Ὁ ἱεροκήρυκας, ἀδίστακτα, διάβασε τήν πρόσκλησι τοῦ ἀγνωστικιστῆ μεγαλοφώνως, εἰς ἐπήκοον ὅλων τῶν ἀκροατῶν καί πρόσθεσε: “Δέχομαι τήν πρόσκλησι ὑπό τούς ἑξῆς ὅρους: 1) Νά ὑποσχεθῆτε, νά φέρετε μαζί σας στήν ἐξέδρα, στήν ὁποία θά συζητήσουμε, κάποιον, πού κάποτε ὑπῆρξε ἄσωτος, χαμένος καί ὁ ὁποῖος, ἀκούγοντας μία ἤ περισσότερες διαλέξεις ἀγνωστικισμοῦ, ὠφελήθηκε καί ἀπαλλάχθηκε τῶν ἁμαρτιῶν του, κι ἔγινε καινούργιος ἄνθρωπος, καί σήμερα ἀπ᾽ τήν κοινωνία ἐκτιμᾶται.
2) Νά φέρετε στήν ἐξέδρα μαζί σας, μιά γυναῖκα, ξένη πρός τήν ἠθική καί τήν ἁγνότητα, ἡ ὁποία, ὅμως, τώρα, μπορεῖ νά ὁμολογήση ὅτι, χάρις στήν ἀπιστία, ἐλευθερώθηκε ἀπ᾽ τά σαρκικά της πάθη καί ἀπέκτησε μίσος πρός τήν ἁμαρτία καί ἀγάπη γιά τήν καθαρότητα καί ἁγιότητα τῆς ζωῆς. Καί ὅτι ὅλη αὐτή ἡ ἀλλαγή ὀφείλεται στήν ἀπιστία της πρός τή Βίβλο.
Τώρα, κ. Ἄπιστε, ἄν δέχεσθε τούς ὅρους αὐτούς, ἐγώ ὑπόσχομαι νά φέρω μαζί μου ἑκατό τέτοια πρόσωπα, κάποτε χαμένα, πού ἄκουσαν τό Εὐαγγέλιο τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, πίστευσαν, ἀναγεννήθηκαν καί ἡ ζωή τους ριζικά ἄλλαξε. Θά σᾶς φέρω ἑκατό ἀνθρώπους, πού ἀπό σατανάδες, ἔγιναν ἅγιοι. Δέχεσθε, κ. Ἄπιστε;”.
Ὁ ἀγνωστικιστής τά μάζεψε καί, χωρίς νά πῆ λέξι, σηκώθηκε κι ἔφυγε»(ΘΚ 23).

20. Σκόρπιες ἀλήθειες: «Ἡ τιμιότητα καί τά πλούτη δέν βρίσκονται μέσα στό ἴδιο σακκί»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Τά μικρά ρυάκια φλυαροῦν μέ θόρυβο γιατί δέν ἔχουν βάθος. Οἱ μεγάλοι ποταμοί κυλᾶνε σιωπηλά»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

21. «Ἕνας κλέφτης τά ᾽χασε ὅταν τόν ἔπιασε ὁ Δημοσθένης νά κλέβη τό σπίτι του θέλοντας δέ νά δικαιολογηθῆ, τοῦ εἶπε: “Δέν ἤξερα ὅτι εἶναι δικό σου”. Ἀλλά ὁ Δημοσθένης τόν ἀποστόμωσε: “Ἤξερες, ὅμως, ὅτι δέν εἶναι δικό σου”»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

22. Ἀναφέρει ὁ Κ. Κούρκουλας: «Ἐκεῖ ὅπου ὁ Σατανᾶς δέν μπορεῖ νά πάη αὐτοπροσώπως στέλνει —λέει μιά παροιμία— ὡς ἀντιπρόσωπό του τό κρασί...
Πόσα ἐγκλήματα δέν ἔγιναν καί δέν γίνονται καθημερινά ἐξαιτίας του:
Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος πάνω στή μέθη του φόνευσε τόν Κλεῖτο, τό Φιλώτα καί τόν Παρμενίωνα τούς ἀρίστους στρατηγούς καί φίλους του. Καί πολλοί ἄλλοι ἄσημοι “ἀλέξανδροι” φονεύουν ὑπό τούς καπνούς τῆς μέθης πολλά ἄλλα “ἄριστα” καί “φίλτατα” τῆς ζωῆς τους»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

23. Γράφει ὁ Bernie May: «Τό νά στηρίζεται κανείς σέ ὑποθέσεις εἶναι μερικές φορές ἐπικίνδυνο —εἰδικά ὅταν αὐτές γίνωνται πρίν τήν ἀπογείωσι καί ἀφοροῦν τόν ἀνεφοδιασμό του μέ καύσιμα.
Πρίν μερικά χρόνια στόν Ἰσημερινό, ἕνα τετρακινητήριο Douglas (DC 4), μόλις ἀπογειώθηκε, παρουσίασε προβλήματα. Μετά ἀπό δέκα λεπτά πτήσεως, ὁ πιλότος τοῦ βαρυφορτωμένου μεταγωγικοῦ ἀεροσκάφους, μετέδωσε μέ τόν ἀσύρματό του στό Guayaquil ὅτι ἕνας ἀπ᾽ τούς κινητῆρες του εἶχε σταματήσει. Μέ ἠρεμία ἀνέφερε ὅτι “πτέρωσε” τήν ἕλικα καί συνέχιζε τήν πτῆσι του.
Μετά ἀπό τρία λεπτά μετέδωσε ὅτι σταμάτησε κι ἕνας ἀκόμη κινητήρας καί ὅτι τώρα ἐπέστρεφε στό ἀεροδρόμιο. Ἕνα λεπτό ἀργότερα κάλεσε ἐπειγόντως, γιά νά ἀνακοινώση ὅτι οἱ κινητῆρες τρία καί τέσσερα εἶχαν ἐπίσης σταματήσει κι ὅτι τό σκάφος ἔπεφτε. Σάν ἀπό θαῦμα, μπόρεσε νά προσγειώση τό βαρύ ἀεροσκάφος σέ μιά μπανανοφυτεία καί τά τρία μέλη τοῦ πληρώματος πήδηξαν ἔξω χωρίς γρατζουνιά.
Οἱ ἀνακρίσεις ἀποκάλυψαν ὅτι τό κάθε μέλος τοῦ πληρώματος νόμιζε ὅτι οἱ ὑπόλοιποι εἶχαν φροντίσει νά ἀνεφοδιάσουν τό σκάφος μέ καύσιμα. Ἔτσι εἶχαν ἀπογειωθῆ μέ ἄδειες τίς δεξαμενές. Πρίν ἀπό ἕνα λεπτό ὅλα λειτουργοῦσαν τέλεια. Στό ἑπόμενο ἔπεφταν στό ἔδαφος. Ἕνα DC 4 δέν μπορεῖ νά κρατηθῆ γιά πολύ στόν ἀέρα, χωρίς νά δουλεύουν οἱ κινητῆρες του.
Ἡ εἰρωνεία εἶναι ὅτι τό ἀεροπλάνο αὐτό, πού ἔμεινε ἀπό καύσιμα, ἦταν φορτωμένο μέ βαρέλια βενζίνης γιά ἀεροπλάνο, πού ἔπρεπε νά παραδοθοῦν σ᾽ ἕνα ἄλλο ἀεροδρόμιο.
Μιά ἀνάλογη περίπτωσι παραλείψεως στόν πνευματικό πιά χῶρο φανερώθηκε, καθώς δειπνούσαμε, τελευταῖα, μέ τό διευθυντή ἑνός χριστιανικοῦ κολλεγίου. Ἡ συζήτησί μας ἄρχισε ἀπ᾽ τήν πολιτική κατάστασι, πέρασε στήν ἠθική παρακμή, τή διάλυσι τῆς οἰκογενείας καί κατέληξε στό ἑξῆς ἐκπληκτικό:
Ὁ ἐφημέριος τοῦ Κολλεγίου, ἀνησυχώντας γιά τήν ἔλλειψι ἐνδιαφέροντος ἀπ᾽ τό μέρος τῶν φοιτητῶν γιά τά πνευματικά πράγματα, ἔφτιαξε ἕνα ἁπλό τέστ βιβλικῶν γνώσεων. Χωρίς δύσκολες ἤ διφορούμενες ἐρωτήσεις, ἁπλᾶ μιά προσπάθεια νά καταλάβη πόσο αὐτά τά παιδιά εἶχαν κάνει κτῆμα τους τά σχετικά μέ τή Βίβλο. Ἑτοιμασθῆτε γιά τά ἀποτελέσματα. Ἄν καί τό 95% ἀπό αὐτούς πού ρωτήθηκαν προέρχονταν ἀπό χριστιανικές οἰκογένειες..., ἦταν βιβλικά ἀκατατόπιστοι καί ἀπληροφόρητοι. Σχεδόν κανένας τους δέν ἤξερε τόν ἀριθμό τῶν βιβλίων τῆς Γραφῆς. Μερικοί νόμιζαν ὅτι ὁ Μωϋσῆς ἦταν μαθητής τοῦ Χριστοῦ καί οἱ περισσότεροι εἶπαν ὅτι ἡ Ἔξοδος βρίσκεται στήν Καινή Διαθήκη.
Βέβαια, ὁ κίνδυνος βρίσκεται στό γεγονός ὅτι ὅλοι αὐτοί νομίζουν πώς προχωροῦν μέ γεμάτες δεξαμενές. Πιστεύουν ὅτι διαθέτουν κάτι, τό ὁποῖο στήν πραγματικότητα δέν κατέχουν.
Χαίρομαι γιά καθένα πού ἀνυψώνεται πρός τό Θεό. Ἐλπίζω, ὅμως, πρίν πετάξη πάνω ἀπό κάποια πυκνή ζούγκλα, νά ἔχη ἐλέγξει τίς δεξαμενές του μέ τά καύσιμα.
Θυμηθῆτε ὅτι ἀκόμα καί μετά ἀπό τρία ὁλόκληρα χρόνια φοιτήσεως σέ βιβλικό σχολεῖο, ὁ Ἰησοῦς σύστησε στούς μαθητές Του νά μή δώσουν τή μαρτυρία τους, πρίν πάρουν, μαζεμένοι σέ ἕνα ἀνώγειο, τή δύναμι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ σκέψι τῆς συντριβῆς ἑνός ἀεροπλάνου, ξέρετε, μπορεῖ νά καταστρέψη ὁλόκληρη τή μέρα σας»(ΘΒ 58).

24. J. Ηolzner: «Ὅποιος φυτεύει κέδρα καί βαλανιδιές, πρέπει νά ᾽χη τήν παρηγοριά ὅτι θά ρίχνουν τή σκιά τους στόν τάφο του· ὁ ἴδιος, ὅμως, δέν θά δῆ παρά μόνο κάτι λεπτά δενδράκια.
Κάτω, ὅμως, ἀπ᾽ τή σκιά τους θά ξεκουρασθοῦν γενεές γενεῶν»(στό: Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

25. Μικρές ἀλήθειες: «Ἡ ἀληθινή ταπεινοφροσύνη κρύβει ὄχι μονάχα ὅλες τίς ἄλλες ἀρετές, ἀλλά ἀκόμη καί τόν ἑαυτό της»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Γιά ψάρι πού δέν ἔπιασες τί βάζεις τηγάνι;»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

26. Διαπιστώνει ὁ Κ. Κούρκουλας: «Ὦ, Κύριε! Ὅσο κακό μποροῦσαν νά Σοῦ κάνουν οἱ ἄνθρωποι Σοῦ τό ἔκαναν ἤδη. Ἑκατομμύρια Ἰοῦδες Σέ φίλησαν. Λεγεῶνες Φαρισαίων Σέ βλασφημοῦν μέ τήν ὑποκρισία τους. Ἕνας ἀφρισμένος ὄχλος, μέσα στούς αἰῶνες ζητᾶ διαρκῶς, κάτω ἀπ᾽ τό Πραιτώριο τῆς ζωῆς, τό θάνατό Σου. Καί Πιλάτοι ἀναρίθμητοι, ντυμένοι μαῦρα καί κόκκινα Σέ παραδίδουν στό θάνατο, ἀφοῦ ἀναγνωρίσουν τήν ἀθωότητά Σου. Σέ ἀπωθήσαμε, γιατί ἤσουν πολύ ἁγνός γιά μᾶς. Σέ καταδικάσαμε νά πεθάνης, γιατί ἤσουν ἡ καταδίκη τῆς ζωῆς μας. Ὅλες οἱ γενιές εἶναι ἀπαράλλακτες μέ τή γενιά πού Σέ σταύρωσε. Ἀλλά ἐμεῖς, θέλουμε νά ἔλθης μέσα στή δόξα Σου τό γρηγορότερο. Θά Σέ περιμένουμε κάθε μέρα, θεῖε Ἐσταυρωμένε πού ὑπέφερες ἀγαπώντας μας καί τώρα μᾶς κάνεις νά ὑποφέρουμε ἀγαπώντας Σε»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

27. Alexis Carrel: «Τά ἕλκη τοῦ στομάχου δέν προέρχονται τόσο ἀπ᾽ αὐτό τό ὁποῖο τρῶμε (τίς τροφές), ἀλλά κυρίως ἀπ᾽ ὅ,τι μᾶς τρώει (τίς πίκρες)»(στό: Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

28. Blaise Pascal: «Τό μέγα θαῦμα στή Δημιουργία ἔγκειται στό ὅτι δέν ὑπάρχει ἀνάγκη νά γίνωνται θαύματα γιά νά συνεχίζεται ἡ δημιουργία»(στό: Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

29. Percy Bysshe Shelley (Ὀζυμανδίας, 1817):
«Συνάντησα ἕνα ταξιδιώτη ἀπό χώρα ἀρχαία.
Εἶπε: “Τεράστια, δίχως κορμό, δύο πόδια πέτρινα
ὑψώνονται στήν ἔρημο... Κοντά τους, μές στήν ἄμμο
βυθισμένο, ἕνα θρυμματισμένο πρόσωπο· τά σκυθρωπά του
χείλη, πτυχωμένα σ᾽ ἕνα χαμόγελο ψυχρῆς ὑπεροχῆς,
λένε ὁ γλύπτης τους πώς διάβασε σωστά αὐτά τά πάθη
πού ἀκόμη ζοῦνε χαραγμένα στ᾽ ἄψυχα τοῦτα πράγματα
τό χέρι πού τά περιγέλασε καί τήν καρδιά πού τά ᾽θρεψε.
Καί πάνω στό κρηπίδι αὐτές οἱ λέξεις ἀχνοφαίνονται:
῾Ὀζυμανδίας τ᾽ ὄνομά μου, ὁ Βασιλεύς τῶν Βασιλέων,
κοιτάξτε τά ἔργα μου, ἰσχυροί, κι ἀπελπισθεῖτε!᾽
Ἄλλο τίποτε δέν μένει. Γύρω ἀπ᾽ τή φθορά
τῶν κολοσσιαίων ἐρειπίων, ἀπέραντη, γυμνή,
μόνη ἡ ἔρημος, κι ἐπίπεδη, ἁπλώνεται μακρυά”»(ΚΕ 341).
Τό ἄστατο τῆς ζωῆς. 

30. Γράφει ὁ Κων/νος Κούρκουλας: «Στό βασιλιά τῶν Περσῶν ἔφθασε πρεσβεία Σπαρτιατῶν γιά διαπραγματεύσεις. Τούς ρώτησε ἄν εἶναι κρατική ἤ ἰδιωτική ἀποστολή καί ὁ ἐπικεφαλῆς εἶπε: “Ἄν ἐπιτύχουμε εἴμαστε κρατικοί, ἄν ἀποτύχουμε εἴμαστε ἰδιωτικοί”.
Κάπως παρόμοιο ἦταν καί τό σύνθημα τοῦ μεγάλου πολιτικοῦ Adenauer, ἱδρυτῆ καί ἡγέτη τοῦ Χριστιανοδημοκρατικοῦ κόμματος τῆς Γερμανίας. Στόν ἐκλογικό στίβο κατέβηκε μέ τή διακήρυξι: “Ἄν ἐπιτύχω, τοῦτο θά τό χρωστᾶμε στίς χριστιανικές μου πεποιθήσεις. Ἄν ἀποτύχω, τοῦτο θά ὀφείλεται στίς προσωπικές μου ἀδυναμίες”»(Κων/νου Κούρκουλα, Τό Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

Από το βιβλίο: Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Ψυχική Τόνωση (Διαχρονικό Ημερολόγιο), εκδ. Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός




<>









Ἅγ. Ἰγνάτιος Bryanchaninov: «Ο βαπτισμένος ἄνθρωπος, κάνοντας τό καλό, ἀναπτύσσει μέσα του τή Χάρη τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, τήν ὁποία ἔλαβε μέ τό Βάπτισμα. Ἡ Χάρι αὐτή καθεαυτή, δέν μεταβάλλεται. Ἁπλῶς φωτίζει τόσο πιό λαμπρά τόν ἄνθρωπο, ὅσο περισσότερο ἐκεῖνος κάνει τό κατά Χριστόν καλό. Συμβαίνει δηλαδή ἐδῶ, ὅ,τι καί μέ μία ἡλιακή ἀκτίνα. Μολονότι ἡ λαμπρότητά της εἶναι σταθερή, αὐτή φέγγει στό μέτρο πού ὁ οὐρανός εἶναι ἐλεύθερος ἀπό σύννεφα»(https://www.rimata-zois.gr).


<>



Ἅγ. Δημήτριος τοῦ Rostov: «Χωρίς τή Χάρι τοῦ Θεοῦ δέν εἶσαι τίποτε περισσότερο ἀπό ἕνα ξερό καλάμι, ἕνα ἄκαρπο δέντρο, ἕνα ἄχρηστο κουρελόπανο, σκεῦος ἁμαρτίας, δοχεῖο παθῶν. Ὅλα τά καλά πού ἔχεις μέσα σου εἶναι τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Δικά σου εἶναι μόνο τά πάθη καί οἱ ἁμαρτίες»(https://www.rimata-zois.gr).

<>




Ἅγ. Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος: «Τή Χάρι τοῦ Θεοῦ ἀπομακρύνουν κυρίως τέσσερεις κακίες:
α) ἡ οργή
β) ἡ ἀδικία
γ) ἡ κατάκρισι καί
δ) ἡ ὑπερηφάνεια.
Καί τήν ἑλκύουν τή Χάρι, οἱ ἀντίθετες σ᾽ αὐτές ἀρετές:
α) ἡ πραότητα
β) ἡ δικαιοσύνη
γ) τό ἀκατάκριτο καί
δ) ἡ ταπεινοφροσύνη»(https://www.rimata-zois.gr).

<>




Ἅγ. Σιλουανός Ἀθωνίτης: «Ὁ σαρκικός ἄνθρωπος, μή ἔχοντας ἀκόμη πείρα τῆς αἰωνίου ζωῆς τοῦ Πνεύματος, δέν ἀντιλαμβάνεται τήν ἀλλαγή τῆς καταστάσεώς του μετά τή διάπραξι τῆς ἁμαρτίας, διότι παραμένει πάντοτε σέ πνευματικό θάνατο.
Ἀντίθετα ὁ πνευματικός ἄνθρωπος, σέ κάθε κλίσι τοῦ θελήματός του πρός τήν ἁμαρτία, βλέπει μέσα του τήν ἀλλαγή τῆς καταστάσεώς του, λόγῳ τῆς ὑποστολῆς τῆς Χάριτος»(https://www.rimata-zois.gr).

<>




Ὅσιος Ἄνθιμος τῆς Χίου: «Καθάρισε τήν καρδιά σου, καθάρισε τούς ὀφθαλμούς σου, καθάρισε τήν ἀκοή σου, καθάρισε τήν γλώσσα σου, τά χέρια καί τά πόδια σου, τότε θά εἰσέλθη τό Ἅγ. Πνεῦμα μέσα σου καί θά σέ “μεθύση”... τό Ἅγ. Πνεῦμα εἶναι τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ»(https://www.rimata-zois.gr).

<>



«Ἡ δύναμι χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει ἐπιθετικό.
Ἡ τιμή χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει ψηλομύτη.
Τό καθῆκον χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει κακόκεφο.
Ἡ εὐθύνη χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει ἀδίστακτο.
Ἡ δικαιοσύνη χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει σκληρό.
Ἡ ἀλήθεια χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει κριτικό.
Ἡ ἀνατροφή χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει ἀτίθασο.
Ἡ ἐξυπνάδα χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει πονηρό.
Ἡ εὐγένεια χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει ὑποκριτή
Ἡ τάξη χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει σχολαστικό.
Ἡ γνώση χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει τυραννικό.
Ἡ περιουσία χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει τσιγκούνη.
Ἡ πίστι χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει φανατικό»(https://www.rimata-zois.gr).

<>




Γέροντας Αρσένιος Papacioc: «Ὁ Σωτήρας, μᾶς λέει: “Νά μοῦ δώσης ὅλη τή ζωή σου, ὅλη τήν ύπαρξή σου” καί ὁ διάβολος, λέει: “Ἐμένα νά μοῦ δώσης, μόνο τό δάχτυλό σου”. Καί μ᾽ αὐτή τήν παραχώρησι πού κάνουμε στό διάβολο, μᾶς κυριεύει τελείως. Δέν εἶναι πλεόν ὁ Χριστός κοντά σου, ἄν ἐσύ ἔδωσες στόν ἐχθρό, ἔστω καί τό νύχι τοῦ δαχτύλου σου!”»(https://www.rimata-zois.gr).

<>




Ἅγ. Ἀμφιλόχιος Μακρής: «Ἀγάπησε Τόν ἕνα γιά νά σέ ἀγαπήσουν ὅλοι. Θά σέ ἀγαποῦν ὄχι μόνο οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά καί αὐτά τά ἄλογα ζῶα, γιατί ἡ Θεία Χάρι ὅταν βγαίνη ἔξω, ἠλεκτρίζει καί μαγνητίζει ὅ,τι βρεῖ μπροστά της. Ἀλλά ὄχι μόνο θά σέ ἀγαποῦν, ἀλλά θά εἰκονίζεται τό ἁγνό παρθενικό πρόσωπο ἐκείνου, πού θά ἀγαπᾶς καί θά λατρεύης»(https://www.rimata-zois.gr).
π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος: «Λέει ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου: Νά ἀγαπήσης τόν πλησίον σου, ὅσο ἀγαπᾶς τόν ἐαυτόν σου. Ἀλλά ἄν τόν ἑαυτόν σου δέν τόν ἀγαπᾶς, διότι τόν κακοποιεῖς μέ ὁποιονδήποτε τρόπο (π.χ. καπνίζεις), τότε μέ ποιό κριτήριο, ἀφοῦ καταστρέφεις τόν ἑαυτόν σου, θά ἀγαπήσης τόν πλησίον σου; Ἄρα καταστρέφεις καί τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον. Καί ἄν καταστρέφης τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον πού τόν βλέπεις, τότε πῶς θά ἀντιληφθῆς ὅτι προσβάλλεις τό Θεό πού δέν Τόν βλέπεις καί λές ὅτι Τόν ἀγαπάς;»(https://www.rimata-zois.gr).

<>



Παπα-Στέφανος ὁ Σέρβος ὁ Καρουλιώτης: «Ἀπο σατανική ἀγάπη γέμισε ἡ κόλασι. Πορνεύει κανείς ἀπό ἀγάπη, ὄχι ἀπό μίσος. Ἡ ἀγάπη ἔχει 15 βαθμούς. Ἄλλη ἡ ἀγάπη τῶν γονέων στά παιδιά, ἄλλη ἡ ἀγάπη τοῦ φίλου, ἄλλη ἡ ἀγάπη τοῦ ἄντρα γιά τή γυναίκα καί ἀντίθετα. Γιά νά καταλάβετε καλύτερα: Ἔστω ὅτι ὑπάρχουν σ᾽ ἕνα ἵδρυμα 30 παιδιά, τά μισά ἄρρωστα καί τά ἄλλα μισά καλά. Ἔρχονται δύο πλούσιοι, νά υἱοθετήσουν αὐτά τά παιδιά. Ὁ ἕνας πῆρε μόνο τά ὡραία καί καλά παιδιά καί ὁ ἄλλος πῆρε ὅλα τά ἄρρωστα. Καταλαβαίνετε, ὅτι ἡ ἀγάπη ἐδῶ ἔχει δύο βαθμούς. Γι᾽ αὐτό ὁ Θεός πληρώνει διαφορετικά. Ἐσύ πῆρες τά ἄρρωστα, ἐγώ μόνο τά καλά. Ὁ Θεος πληρώνει διαφορετικά. Καί ἐσύ καί ἐγώ ἀγαπάμε. Ἀλλα ἐσύ ἀγαπᾶς περισσότερο...»(https://www.rimata-zois.gr).

<>




Γέροντας Ἀρσένιος Boca: «Ἡ πνευματική ἀγάπη (ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη) διακρίνεται σέ 3 βαθμίδες: 1) τό νά ἀγαπᾶς τόν πλησίον σου, ὅσο ἀγαπᾶς τόν ἑαυτόν σου 2) τό νά ἀγαπᾶς τόν πλησίον σου, περισσότερο ἀπ᾽ τόν ἑαυτόν σου. Αὐτή εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τούς ἐχθρούς σου (Μθ 5, 44) καί 3) εἶναι ἡ ἀγάπη-θυσία γιά τούς ἀνθρώπους (Ἰω 15, 13). Μέχρι τό μέτρο τῆς ἀγάπης πρός τούς ἐχθρούς, εἶναι ὑποχρεωμένοι νά φτάσουν, ὅσοι ἔχουν πόθο σωτηρίας. Ἐνῶ στήν 3η κατηγορία τῆς ἀγάπης, φτάνουν πολύ λίγοι...»(https://www.rimata-zois.gr).








<>



«Ρώτησαν ἕνα σοφό...
ποιό εἶδος μουσική
θεωρεῖται σάν ἁμαρτία...
Εἶπε:
Ὁ ἦχος τῶν κουταλιῶν στά πιάτα τῶν πλουσίων ὅταν ἠχοῦν στά αὐτιά τῶν φτωχῶν».


<>






Ἀνώνυμος: «Ἡ ἀλήθεια εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ἄν θέλουμε νά ἀνήκουμε στό Θεό, θά πρέπη νά ζοῦμε μέσα στήν ἀλήθεια»(ΑΣ).

Ἱ. Αὐγουστίνος: «Κανένας δέν ἀρνεῖται τό Θεό παρά μόνο ἐκεῖνος πού πολύ θά χαιρόταν νά μήν ὑπάρχη»(ΑΣ).

Ὅσ. Ἰσαάκ ὁ Σύρος: «Ἄν βλέπης τόν ἀδελφό σου στό δρόμο τῆς ἁμαρτίας, ρίξε στούς ὤμους του τό μανδύα τῆς ἀγάπης σου»(ΑΣ).

Ὅσ. Ἐφραίμ ὁ Σύρος: «Ὁ Θεός τήν ψυχή πού ἐλπίζει σέ Αὐτό, δέν τήν ἀφήνει νά πέση σέ πειρασμό τέτοιο πού νά μήν μπορῆ νά τόν σηκώση, ὥστε νά φτάση σέ ἀπόγνωσι»(ΑΣ).

Ἅγ. Ἱππόλυτος Ρώμης: «Ὁ Θεός δίνει χάρι σέ αὐτούς πού κηρύττουν, ὄχι γιατί τήν ἀξίζουν, ἀλλά γιατί τήν χρειάζονται ὅσοι τούς ἀκοῦνε»(ΑΣ).

Ἅγ. Ἰσίδωρος ὀ Πηλουσιώτης: «Τό μεγαλύτερο καί ἰσχυρότερο ἀπό ὅλα τά γήινα μέλη εἶναι ἡ γλώσσα, γιατί δύσκολα συγκρατεῖται»(ΑΣ).

Ὅσ. Πέτρος ὁ Δαμασκηνός: «Σημάδια τῆς ταπεινοφροσύνης εἶναι ὅτι, ἐνῶ ἔχει κάποιος κάθε σωματική καί ψυχική ἀρετή, νομίζει ὅτι χρεωστεῖ περισσότερα στό Θεό, γιατί μέ τή Χάρι Του ἔλαβε πολλά, ὄντας ἀνάξιος»(ΑΣ).

Ἀνώνυμος: «Τίποτε δέν εἶναι ἔξω ἀπ᾽ τή δύναμι τῆς προσευχῆς, παρά ὅ,τι εἶναι ἔξω ἀπ᾽ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ»(ΑΣ).

Ἱ. Αὐγουστίνος: «Θεέ μου, τότε μονάχα εἶμαι ἐλεύθερος, ὅταν ὑπακούω στό θέλημά σου»(ΑΣ).

Ἀνώνυμος: «Τό μοναδικό δῶρο πού ἀντέχει στό χρόνο εἶναι ἡ ἀγάπη»(ΑΣ).

«Ὁ κόσμος λέει: “Ὁ θάνατός σου, ἡ ζωή μου”. Ὁ Χριστός λέει: “Ὁ θάνατός μου, ἠ ζωή σου”»(ΑΣ).

Ἀνώνυμος: «Ἄλλες ἁμαρτίες εἶναι αἰτία γιά τό ψέμα καί τό ψέμα δημιουργεῖ ἄλλες ἁμαρτίες»(ΑΣ).

«Ἡ ἁμαρτία κρύβει τό Θεό ἀπ᾽ τόν ἄνθρωπο, ἀλλά ὄχι καί τόν ἄνθρωπο ἀπ᾽ τό Θεό»(ΑΣ).

Ἅγ. Κλήμης Ρώμης: «Αὐτεπαινέτους μισεῖ ὁ Θεός (ὁ Θεός μισεῖ ἐκείνους πού ἐπαινοῦν οἱ ἴδιοι τόν ἑαυτό τους)»(ΑΣ).

Γιαπωνέζικο ρητό: «Μιά γλώσσα τεσσάρων πόντων μπορεῖ νά σκοτώση ἕνα ἄνδρα δύο μέτρων»(ΑΣ).

«Κάποτε ὁ Λέων ὁ Α´ συνάντησε στό δρόμο ἕνα τυφλό ὁ ὁποῖος παρακαλοῦσε νά τοῦ δώσουν νερό. Τότε ὁ αὐτοκράτορας ἄκουσε τή φωνή τῆς Παναγίας πού τοῦ ἔλεγε σέ ποιό σημεῖο θά ἔβρισκε νερό. Στό σημεῖο αὐτό κτίστηκε ναός καί ὀνομάστηκε Ζωοδόχος Πηγή»(ΑΣ).

Μέγας Φώτιος: «Στόν καθρέφτη φαίνεται ἡ μορφή τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ στίς ὀμιλίες καί τά λόγια καθρεφτίζεται τό ἦθος τῆς ψυχῆς»(ΑΣ).

Ἅγ. Ἐπιφάνιος Κύπρου: «Ὅπως ὁ Θεός εἶναι πατέρας μας ἔτσι καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι μητέρα μας καί ἑπομένως δέν μποροῦμε νά ἐφαρμόζουμε τίς ἐντολές τοῦ Ἑνός καί νά παραθεωροῦμε τίς ἐντολές τῆς ἄλλης»(ΑΣ).

Alexander Schmemann: «Κάθε ἀκρότητα ὁδηγεῖ στήν ἀντίθετη ἀκρότητα»(ΑΣ).

Ἀνώνυμος: «Ὁ Χριστιανισμός δέν κινδυνεύει ἀπ᾽ τίς σκοτεινές δυναμεῖς. Κινδυνεύει ἀπ᾽ τούς Χριστιανούς πού δέν ζοῦν τήν πίστι τους»(ΑΣ).

Ὅσ. Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος: «Ὅπως εὐωδιάζουν τά ἄνθη, ἔτσι εὐωδιάζουν τά ἔργα πού γίνονται μέ καλή προαίρεσι. Ἡ εὐωδία τῶν καλῶν ἔργων ὑψώνεται πρός τόν οὐρανό, ὅπως τό θυμίαμα»(ΑΣ).

Ἅγ. Λουκᾶς Ἀρχ/πος Συμφερουπόλεως: «Τό τριαντάφυλλο δέν μιλάει, ἀλλά μοσχοβολάει δυνατά. Τό ἴδιο καί ἐμεῖς πρέπει νά μοσχοβολᾶμε, νά ἐκπέμπουμε πνευματική εὐωδία, τήν εὐωδία τοῦ Χριστοῦ»(ΑΣ).

Ἱ. Αὐγουστίνος: «Ἄν μετανοήσης στά γηρατειά σου, τότε δέν ἀφήνεις ἐσύ τήν ἁμαρτία, ἀλλά ἡ ἁμαρτία ἐσένα»(ΑΣ).

Ὅσ. Ἐφραίμ: «Μήν πεῖς: “Σήμερα θά ἁμαρτήσω καί αὔριο θά μετανοήσω”, γιατί δέν εἶσαι σίγουρος γιά τήν αὐριανή μέρα. Ἀντίθετα πές: “Σήμερα ἄς μετανοήσουμε καί γιά τήν αὐριανή μέρα θά φροντίση ὁ Κύριος”»(ΑΣ).

Ἀνώνυμος: «Γονεῖς ἄν εἶστε κοντά στά παιδιά σας, τά παιδιά σας θά εἶναι μακρυά ἀπ᾽ τά ναρκωτικά»(ΑΣ).

Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Δέν θά ἔχουμε κανένα κέρδος ἀπ᾽ τά ὀρθά δόγματα, ὅταν ἡ ζωή μας εἶναι διεφθαρμένη, ὅπως ἐπίσης δέν ἔχουμε κανένα ὄφελος ἀπ᾽ τήν ἄριστη συμπεριφορά μας, ὅταν ἡ πίστι μας δέν εἶναι ὑγιής»(ΑΣ).

Ὅσ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ: «Ὅπου βρίσκεται ὁ Θεός, ἐκεῖ δέν ὑπάρχει κακό. Ὅλα ὅσα προέρχονται ἀπ᾽ τό Θεό, ἔχουν μέσα τους τήν εἰρήνη καί ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στήν αὐτοκατάκρισι καί ταπείνωσι»(ΑΣ).

Ἅγ. Θεόδωρος Ἐδέσσης Συρίας: «Ἄν γίνουμε δίκαιοι, δέν εἶναι τίποτε τό μεγάλο· ἀλλά μᾶλλον τό νά ξεπέσουμε ἀπ᾽ τήν ἀρετή, αὐτό εἶναι ἐλεεινό καί ἀξιοκατάκριτο»(ΑΣ).

Ἅγ. Θεόδωρος Ἐδέσσης Συρίας: «Καθαρή προσευχή δέν μπορεῖ νά ἀποκτήση κάποιος, ἄν δέν ἐπιμείνει καρτερικά κοντά στό Θεό μέ εἰλικρινή καί ἄκακη καρδιά»(ΑΣ).

Ἀνώνυμος: «Ἡ μετάνοια εἶναι πύραυλος πού ἀνεβάζει τόν ἄνθρωπο ἀπ᾽ τή γῆ στόν οὐρανό»(ΑΣ).

Ἅγ. Παΐσιος Ἁγιορείτης: «Ὁ ὑπερήφανος, ἄν βάλη ἕνα ταπεινό λογισμό, βοηθιέται. Καί ὁ ταπεινός, ἄν φέρη ἕνα ὑπερήφανο λογισμό, παύει νά εἶναι ταπεινός»(ΑΣ).

Ἅγ. Εὐγένιος ὁ Αἰτωλός: «Ὅλα τά κακά καί τα ψυχοβλαβή ἁμαρτήματα τά μισεῖ ὁ ἀφέντης Θεός καί τά ἀποστρέφεται, ἀλλά τήν ἀχαριστία περισσότερο»(ΑΣ).

Ἀνώνυμος: «Ἡ Θεοτόκος δέν εἶναι στρατηγός τῶν Ἑλλήνων ἐν ἀποστρατείᾳ, ἀλλά ἐν ἐνεργείᾳ»(ΑΣ).


<>





«Χθές τό ἀπόγευμα, ὅπως περπατοῦσα καί πάλι μέ τό γυιό μου στήν πολύ ἀλλαγμένη τίς τελευταῖες δεκαετίες παραλία τῆς Ἐλευσίνας, τόν ἄκουσα νά μοῦ λέη: “Τό δῶρο τῆς ζωῆς τό ὁποῖο μᾶς κάνει ὁ Θεός εἶναι σάν νά μᾶς πληρώνη τά δίδακτρα γιά νά σπουδάσουμε σέ μιά καλή Σχολή καί μετά νά ἐπιστρέψουμε στό Σπίτι”. Πιό ἔπειτα, βλέποντας ἕνα παραπληγικό, πού τόν ἔφερε πλάι μας στό ἀναπηρικό καροτσάκι, μιά γυναῖκα, μ᾽ ἔπιασε  ἀπ᾽ τό χέρι: “Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι εἶναι σάν νά ἔχουν τελειώση τίς σπουδές τους καί νά κάνουν μεταπτυχιακό ἤ διδακτορικό γιά μιά καλύτερη ζωή στήν κοινωνία τοῦ Θεοῦ”, εἶπε. Καί σέ λίγο, βλέποντας μία νέα μητέρα νά ὑποβαστάζη τό ἀγοράκι της πού πρωτομάθαινε νά βαδίζη, ὁλοκλήρωσε τίς σκέψεις του γύρω ἀπ᾽ τίς σπουδές, δείχνοντάς μου τό παιδί μέ τή μάνα του καί λέγοντας: “Νά τον! Μόλις μπῆκε στή Σχολή καί τόν ξεναγεῖ μιά δευτεροετής!”»(ΜΛ, 77).

<>





«Ἕνας κληρικός εἰσέρχεται σέ κάποιο δημόσιο κατάστημα καί κατευθύνεται στόν ἁρμόδιο ὑπάλληλο γιά νά ἐξυπηρετηθῆ. Κάποιος, ὅμως, ἀπ᾽ τούς ὑπαλλήλους, πού τήν ὥρα ἐκείνη συζητοῦσαν ἔντονα τό θέμα τῶν σεισμῶν, βρίσκει τήν εὐκαιρία νά τοῦ ἀπευθύνη τήν ἑξῆς ἐρώτησι:
—Πάτερ, θά μᾶς πῆτε γιατί γίνονται οἱ σεισμοί;
Καί ὁ κληρικός τούς ρωτᾶ:
—Πιστεύετε στό Εὐαγγέλιο; Ἄν ναί, τότε ὑπάρχει ἀπάντησι στό ἐρώτημά σας. Ἄν, ὅμως ὄχι, τότε δέν ἔχω καμμιά ἀπάντησι νά σᾶς δώσω»(ΔΘ, 13).

<>




«Κάποτε ἕνας Ἱεροκήρυκας ἀρχίζοντας τό κήρυγμά του εἶπε:
—Ἄν ἤμουν διάβολος, δέν θά σᾶς ἔλεγα νά κλέψετε, νά βλασφημήσετε, νά κατακρίνετε, νά συκοφαντήσετε, νά διασύρετε τήν τιμή καί τήν ὑπόληψι τοῦ ἀδελφοῦ σας. Τίποτε ἀπό ὅλα αὐτά. Ἄν ἤμουν διάβολος, θά σᾶς συνιστοῦσα, μέ ὅλη τή θέρμη τῆς καρδιᾶς μου, νά διαβάζετε αἰσχρά βιβλία, βρωμερά περιοδικά, ἀθεϊστικά βιβλία καί γαργαλιστικά μυθιστορήματα πού ἐξάπτουν τά πάθη, διεγείρουν τή φαντασία καί ἀναστατώνουν τή σάρκα»(Θ. Θεοφυλάκτου, Δροσοσταλίδες Θεϊκῆς Αὔρας, ἐκδ. Λυδία, χ. τ. & χ., 25).

<>





«Προσοχή, λοιπόν, στά βιβλία. Ὁ Ἀμερικανός ποιητής Emerson λέει: “Τό νά διαβάζης ἀδιακρίτως ὅποιο βιβλίο πέσει στά χέρια σου, ἰσοδυναμεῖ μέ τό νά κάνης φίλο κάι σύντροφό σου τόν καθένα πού θά βρῆς στό δρόμο”»(ΔΘ, 33).


<>






«Πάντες λέει ὁ Ὅμηρος “Θεόν χατέουσι”, δηλαδή ἀναζητοῦν τό Θεό, ἀνεξαρτήτως χρώματος φυλῆς, γένους καί ἡλικίας»(ΔΘ, 53).


<>





«Στίς φοβερές μάχες πού σημειώθηκαν γύρω ἀπ᾽ τήν πόλι τοῦ Κιλκίς, κατά τήν θερινή περίοδο τοῦ 1912, ὁ Ἑλληνικός Στρατός εἶχε μεγάλες ἀπώλειες σέ νεκρούς ἀπ᾽ τό Σῶμα τῶν Ἀξιωματικῶν. Οἱ ἐλεύθεροι σκοπευτές τοῦ ἐχθροῦ χτυπούσαν τούς Ἕλληνες ἀξιωματικούς, διότι ἔβλεπαν στή στολή τους τά διακριτικά γνωρίσματα τοῦ ἀξιώματός τους, μέ ἀποτέλεσμα ὁ Στρατός μας νά χάνη τούς γενναίους ἀξιωματικούς του καί νά ἀποδεκατίζεται ἀπ᾽ τά στελέχη του. Τότε ἡ στρατιωτική ἡγεσία διέταξε, ὅλοι οἱ ἀξιωματικοί νά ξηλώσουν τά διακριτικά γνωρίσματα τῆς στολῆς τους, γιά νά μή γίνωνται στόχος τοῦ ἐχθροῦ.
Τό ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τό Σῶμα τῶν Ἀξιωματικῶν τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Ἱερωμένων. Εὑκολώτερα γίνονται στόχος τοῦ πολυμήχανου ἐχθροῦ, τοῦ διαβόλου, καί ὅταν πέσουν ἀπ᾽ τά βέλη του, ἡ πτῶσι τους προκαλεῖ τό σκανδαλισμό τοῦ ποιμνίου τους»(ΔΘ, 66).

<>






«Κάποτε, στά χρόνια τῆς ἀρχαιότητος, ἕνας βασιλιᾶς κάλεσε τούς σοφούς τοῦ βασιλείου του καί τούς ἔδωσε προθεσμία τριῶν ἡμερῶν γιά νά τοῦ ἀπαντήσουν στό ἐρώτημα: “Τί εἶναι ὁ Θεός”. Οἱ σοφοί ἄνοιξαν τίς βιβλιοθῆκες τους, ξεσκόνισαν τά  βιβλία τους, ἀναζήτησαν τήν ἀπάντησι στό ἐρώτημα τί εἶναι ὁ Θεός, ἀλλά δέν μπόρεσαν νά βροῦν ἀπάντησι· ζήτησαν τότε προθεσμία ἄλλων τριῶν ἡμερῶν, μέ ἀποτέλεσμα νά δηλώσουν στό τέλος τήν ἀδυναμία τους, διότι ἀπ᾽ τά βιβλία τους δέν μπόρεσαν νά βγάλουν κανένα συμπέρασμα καί νά λάβουν τήν ἀπάντησι τοῦ τί εἶναι ὁ Θεός.
Καί ὅμως ἡ ἀπάντησι στό ἐρώτημα “Τί εἶναι ὁ Θεός” ὑπάρχει στό βιβλίο τοῦ Θεοῦ πού κρατοῦμε στά χέρια μας καί λέγεται ἱερό Εὐαγγέλιο.
Ἄν ἀνοίξουμε τήν πρώτη ἐπιστολή τοῦ μαθητοῦ τῆς ἀγάπης, τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, στό τέταρτο κεφάλαιο, στ. 16, θά πάρουμε τήν ἀπάντησι:
“Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί, καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ”. Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί ἐκεῖνος πού μένει στήν ἀγάπη καί τήν ἀσκεῖ συνεχῶς, μένει μαζί μέ τό Θεό καί ὁ Θεός μένει μαζί του»(ΔΘ, 74).


<>



Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Γίνε ἡ ἀλλαγή πού θέλεις νά δῆς στόν κόσμο.


Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Τό αὐτί ἐκείνου πού ξέρει πραγματικά νά ἀκούη λέγεται Καρδιά.


Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Αὐτό πού ἔχει σημασία δέν εἶναι νά κάνης πολλά, ἀλλά νά βάλης πολλή ἀγάπη σέ αὐτό πού κάνεις.


Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Τά εὐτυχισμένα σπίτια χτίζονται μέ τούβλα ὑπομονῆς.


Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Τά λουλούδια σέ μαθαίνουν νά λές πράγματα
εὐγενικά καί μέ χαμηλή φωνή.


Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Εὐλογημένοι εἶναι ἐκείνοι πού βλέπουν ὄμορφα πράγματα σέ ταπεινά μέρη ὄπου οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι δέν βλέπουν τίποτε.


Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Ἄν δέν μπορῆς νά πετάξης, τότε τρέξε,
ἄν δέν μπορῆς νά τρέξης, τότε περπάτα, ἀν δέν μπορῆς νά περπατήσης, τότε σύρσου, ἀλλά ὅ,τι κι ἄν κάνεις, πρέπει νά συνεχίσης νά προχωρᾶς μπροστά.


Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Ποτέ μήν φοβάσαι τίς σκιές.
Σημαίνει ὅτι κάπου κοντά, ὑπάρχει φῶς πού φωτίζει.


Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Ἡ ζωή εἶναι σάν τριαντάφυλλο, ἀκόμα καί μέ τά ἀγκάθια του, παραμένει ἕνα ὑπέροχο λουλούδι.

Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com

<>





«Πρόσεχε τί σπέρνεις τώρα.
Ἄν σπείρης ἐντιμότητα, θά θερίσης ἐμπιστοσύνη.
Ἄν σπείρης καλοσύνη, θά θερίσης φίλους.
Ἄν σπείρης ταπεινοφροσύνη, θά θερίσης μεγαλεῖο.
Ἄν σπείρης ἐπιμονή, θά θερίσης νίκη.
Ἄν σπείρης στοχασμό, θά θερίσης ἁρμονία.
Ἄν σπείρης σκληρή δουλειά, θά θερίσης ἐπιτυχία.
Ἄν σπείρης συγχώρησι, θά θερίσης συμφιλίωσι.
Ἄν σπείρης εἰλικρίνεια, θά θερίσης καλές σχέσεις.
Ἄν σπείρης ὑπομονή, θά θερίσης βελτίωσι.
Ἄν σπείρης πίστι, θά θερίσης θαύματα.
Αν σπείρης ἀνεντιμότητα, θά θερίσης δυσπιστία.
Ἄν σπείρης ἐγωισμό, θά θερίσης μοναξιά.
Ἄν σπείρης περηφάνια, θά θερίσης καταστροφή.
Ἄν σπείρης ζήλια, θά θερίσης ταλαιπωρία.
Ἄν σπείρης ὀκνηρία, θά θερίσης στασιμότητα.
Ἄν σπείρης πικρία, θά θερίσης ἀπομόνωσι.
Αν σπείρης πλεονεξία, θά θερίσης ἀπώλεια.
Ἄν σπείρης κακολογία, θά θερίσης ἐχθρούς.
Ἄν σπείρης στενοχώριες, θά θερίσης ρυτίδες.
Ἄν σπείρης ἁμαρτίες, θά θερίσης ἐνοχές.
Πρόσεχε, λοιπόν, τί σπέρνεις τώρα. Αὐτό θά καθορίση τί θά θερίσης αὔριο»(Σαλπίσματα ἀληθείας - ψυχοφελείς δημοσιεύσεις, https://www.facebook.com).
Ἕνα περιστατικό ἀπ᾽ τή ζωή τοῦ Χριστοῦ ὡς Θείου Βρέφους:
Ὅταν ἡ ἁγία οἰκογένεια διέφυγε ἀπ᾽ τό ξίφος τοῦ Ἡρώδη καί πορευόταν στήν Αἴγυπτο, ἐμφανίστηκαν καθ᾽ ὁδόν κάποιοι ληστές, μέ πρόθεσι νά κατακλέψουν τούς ὁδοιπόρους.
Ὁ δίκαιος Ἰωσήφ ὁδηγοῦσε τό γαϊδουράκι, πάνω στό ὁποῖο ἦταν φορτωμένα τά λίγα ὑπάρχοντά τους καί ὅπου ἐπέβαινε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, κρατώντας στό στῆθος της τόν Υἱό της.
Οἱ ληστές ἄρπαξαν τό γαϊδουράκι μέ σκοπό νά τό ὁδηγήσουν μακρυά, καί ἔνας ἀπ᾽ αὐτούς πλησίασε τη Μητέρα τοῦ Θεοῦ γιά νά δῆ τί κρατοῦσε κατάστηθα. Μόλις ἀντίκρισε τόν Χριστό-νήπιο, ἐξεπλάγη ἀπ᾽ τήν ἀσυνήθιστη ὀμορφιά του καί τότε, μέσα στήν ἔκπληξί του, ἀναφώνησε:
Καί ὁ Θεός ἄν ἔπαιρνε σάρκα ἀνθρώπινη, δέν θά μποροῦσε νά εἶναι πιο ὄμορφος ἀπ᾽ αὐτό τό παιδί. Κατόπιν ὁ ληστής πρόσταξε τούς συνεργούς του νά μήν ἀρπάξουν τίποτε ἀπ᾽ αὐτούς τούς ὁδοιπόρους.
Ἔμπλεως εὐγνωμοσύνης πρός τόν γενναιόδωρο αὐτό ληστή, ἡ Παναγία Θεοτόκος τοῦ εἶπε:
—Γνώριζε ὅτι τό Παιδί αὐτό θά σέ ἀνταμείψη μέ ἀνταμοιβή μεγάλη, ἐπειδή ἐσύ σήμερα τόν προστάτευσες.
Τριάντα τρία χρόνια ἀργότερα ὁ ἴδιος ἄνθρωπος κρεμόταν στό σταυρό, γιά τά παραπτώματά του, ἐσταυρωμένος ἐκ δεξιῶν τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ. Τό ὄνομά του ἦταν Δυσμάς καί τό ὄνομα τοῦ ἄλλου, ἐξ᾽ ἀριστερῶν, ληστή ἦταν Γεστάς.
Βλέποντας ὁ Δυσμάς τό Δεσπότη, τόν ἀθῶο καί ἁναμάρτητο Ἰησού Χριστό, ἐσταυρωμένο, μετανόησε γιά κάθε κακό πού εἶχε κάνει στή ζωή του. Ὅταν ὁ Γεστάς βλασφήμησε ἐναντίον τοῦ Κυρίου, ὁ Δυσμάς τόν ὑπερασπίστηκε λέγοντας: “οὗτος δέ οὐδέν ἄτοπον ἔπραξε”(Λκ 23, 41).
Ὁ Δυσμάς ἑπομένως ἦταν ὁ σοφός ληστής στόν ὁποίο εἶπε ὁ Χριστός μας: “ἀμήν λέγω σοι, σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ”(Λκ 23, 43).
Ὁ Κύριος χάρισε τόν Παράδεισο σ᾽ αὐτόν πού τοῦ χάρισε τη ζωή ὅταν ἦταν Παιδί.

Ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς»(Σαλπίσματα ἀληθείας - ψυχοφελείς δημοσιεύσεις, https://www.facebook.com).




<>





«Κάποτε, καθώς περνοῦσε ἔξω ἀπό ἕνα σπίτι, εἶδε ἀπ τό ἀνοιχτό παράθυρο τό νοικοκύρη νά κάθεται στό τραπέζι καί νά τρώη μέ τή γυναίκα του καί τά παιδιά του. Φαίνονταν πολύ φτωχοί.
Παρατήρησε, ὄμως, ὅτι δίπλα σέ καθένα ἀπό τά μέλη τῆς οικογένειας παραστεκόταν κι ἀπό ἔνας ὡραίος καί λαμπροφορεμένος νέος.
—Ἄλλο καί τούτο!, μονολόγησε παραξενεμένος ὁ ὅσιος. Οἱ καθισμένοι εἶναι φτωχοί. Τί λέω φτωχοί; Πάμφτωχοι. Καί οἱ ὄρθιοι, οι διακονητές τους, εἶναι... λαμπροποφορεμένοι!
Την ἀπορία τοῦ ἔλυσε ὁ Κύριος, πού τοῦ ἐξήγησε τό παράδοξο θέαμα: Οἱ νέοι ἐκεῖνοι ἦταν ἄγγελοι. Αὐτοί στέλνονται ἀπ᾽ τό Θεό γιά νά παραστέκουν τούς Χριστιανούς τήν ὥρα τοῦ φαγητού.
Ἄν, τρώγοντας λένε λόγια ὠφέλιμα καί κατανυκτικά, οἱ ἄγγελοι χαίρονται καί ἐυφραίνονται μαζί τους.
Ἄν ὅμως ἀκουστῆ στό τραπέζι ἀισχρολογία ή κατάκριση, παρευθύς, ὄπως ὁ καπνός διώχνει τίς μέλισσες, ἔτσι καί ὁ κακός λόγος διώχνει τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ.
Καί μόλις φύγουν οι ἄγιοι ἄγγελοι, ἔρχεται ἔνας ζοφερός δαίμονας καί κυλιέται ἀνάμεσα στούς φλύαρους καί λοίδορους συνδαιτημόνες, σκορπίζοντας γύρω τοῦ καπνιά καί δυσωδία.
Ἀπ᾽ τά λόγια λοιπόν καί τίς συζητήσεις τῶν Χριστιανῶν στό τραπέζι, ἐξαρτάται ἡ παρουσία εἶτε τῶν ἀγγέλων τοῦ φωτός εἶτε τῶν πνευμάτων τοῦ σκότους.
Χάρι σ᾽ ὅλες αὐτές τίς διδαχές καί ἀποκαλύψεις του, ὁ ὅσιος εἶχε γίνει γνωστός σέ ἀρκετούς, πού ἔτρεχαν νά τόν ἀκούσουν καί νά ωφεληθοῦν. Μερικοί μάλιστα τόν τιμοῦσαν σάν ἅγιο.
Κάποια μέρα λοιπόν τόν ἐπισκέφθηκε κι ἔνας ἀδελφός, πού διψοῦσε νά μάθη πολλά ἀπ᾽ αὐτόν. Καί σέ μιά στιγμή, καθώς συζητοῦσαν, τοῦ λέει:
—Πάτερ, ἀπορῶ μαζί σου, πώς δέν ὑπερηφανεύεσαι, πού τόσοι σέ τιμοῦν καί σέ παινεύουν;
—Μά δέν ξέρεις παιδί μου πῶς;
—Ὄχι, πάτερ. Ἄν τό ήξερα, δέν θά ρωτοῦσα τήν ἁγιωσύνη σου.
—Ἔ, τότε ἄκουσε. Δυό καί τρεις καί τέσσερεις φορές κάθε μέρα φέρνω στό νοῦ μου τίς ἁμαρτίες μου, πού ἔκανα τόν καιρό τῆς ἀποστασίας μου. Καί ὅσο τίς σκέφτομαι, τόσο σπαράζει ἡ ψυχή μου, γιατί , χωρίς ἀμφιβολία, δέν βρίσκω πώς ἔκανα ποτέ κάτι ἀρεστό στό Θεό.
Ὅταν πάλι ἀκούω κανένα ἔπαινο γιά μένα, ἐξουθενώνω καί τόν ἑαυτό μου καί τόν ἔπαινο.
Ἐσύ, λόγου χάρι, μ᾽ ἐπαινεῖς μιά-δυό φορές τήν ἑβδομάδα; Ἐγώ, ὅμως, ἀπό τήν ἄλλη, ἀδιάκοπα βρίζω τόν ἑαυτό μου καί τόν ἐξευτελίζω καί τόν σιχαίνομαι σάν ψόφιο σκυλί, σκουληκιασμένο καί βρωμισμένο.
Νά γιατί, λοιπόν, δέν ὑπερηφανεύομαι.

Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος - Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς»(http://amfoterodexios.blogspot.com/2022/02/blog-post_13.html).




<>





«Θά σᾶς πῶ γιά ἕνα χαρακτήρα πραγματικοῦ συζύγου, πού πάρα πολύ δύσκολα τόν συναντοῦμε στίς μέρες μας. Ἐμείς γνωρίσαμε ὅμως ἕνα.
Κατά πάντα τέλειος χαρακτήρας, Χριστιανός, πλήρως κοινωνικός. Ἄργησε νά παντρευτῆ, σχεδόν στά τριάντα του, ὄχι γιατί ἀποστρεφόταν, ἀλλά νόμιζε ὅτι ἔτσι ἔπρεπε. Καί τότε ἔκανε τήν προσευχούλα τοῦ μέ πίστη καί βρῆκε μιά κορούλα καί παντρεύτηκε. Ἡ κορούλα ἦταν μικρή, δέκα χρόνια μικρότερη ἀπ᾽ αὐτόν.
Μόλις τήν παντρεύτηκε ἄρχισε αὐτή νά κάνη ἀταξίες. Ἔκανε πώς δέν ἔβλεπε αὐτός, νόμιζε πώς εἶναι κορούλα του καί αὐτός πατέρας της. Εἶχαν, ὅμως, ἐπιχειρήσεις μεγάλες στό ἐξωτερικό καί ἔπρεπε κατ᾽ ἀνάγκη νά πᾶνε ἐκεῖ, ἔστω καί προσωρινά. Τήν παίρνει λοιπόν καί ἔφυγαν. Ὅταν πῆγαν ἐκεῖ αὐτή πείσμωσε.
Λέει: “Για νά μέ χωρίση ἀπ᾽ τό περιβάλλον μοῦ τό ἔκανε. Ἐγώ θά τόν ἀφήσω”. Λοιπόν, τόν παρατάει καί ἔφυγε. Ἔρχεται στήν Ἑλλάδα καί ποῦ πάει; Σ᾽ ἕνα ἀπό αὐτά τά “καζίνα” καί ζοῦσε ως ἐλεύθερη γυναῖκα ἐπί ἀμοιβή.
Αὐτός, ἀπ᾽ τήν ἡμέρα πού ἔφυγε δέν ἔπαυε κάθε μέρα νά κάνη προσευχή μέ δάκρυα καί νά ἐπιμένη, νά ἐκβιάζη τό Θεό:
“Πανάγαθε δέν ὑποχωρῶ, δέν θά Σ᾽ ἀφήσω, ἐσύ μοῦ ἔδωσες τή γυναίκα μου. “Παρά Κυρίου ἀρμόζεται ἀνδρί γυνή”. Θέλω τή σύζυγό μου. Ἄν πλανήθηκε ἡ κορούλα πρέπει νά χαθῆ; Γιατί ἦρθες Ἐσύ στή Γῆ; Δέν ἦρθες νά ἀνεύρης τό ἀπολωλός, νά θεραπεύσης τόν ἄρρωστο, νά ἀναστήσης τόν νεκρό; Δέν ὑποχωρῶ, δέν θά Σ᾽ ἀφήσω ήσυχο. Θέλω τή γυναίκα μου, νά μοῦ τή φέρης πίσω!”
Ἔκλαιγε ἐπί δύο χρόνια. Ἐπέδρασε ἡ προσευχή καί τελικά ἦρθε στόν ἑαυτό της. “Πώ, πώ”, ὁμολογοῦσε, “πρέπει νά κάνη ὁ Θεός ἄλλη κόλασι, γιατί αὐτή εἶναι γιά μένα μικρή!”. Πιάνει καί τοῦ γράφει ἕνα γραμματάκι καί τοῦ λέει: “Δέν τολμῶ νά σέ ὀνομάσω, δέν ἔχω θέσι. Ἄν ἐπιστρέψω, μέ δέχεσαι σάν ὑπηρέτρια;”.
Ἀπαντάει αὐτός: “Ἀγάπη μου, γιατί εἶπες αὐτή τή λέξι καί μέ πλήγωσες; Δέν σέ ἔστειλα γιά διακοπές καί περιμένω μέ λαχτάρα τήν ἀγάπη μου νά ἔρθη στήν ἀγκαλιά μου;”. Πῆγε, λοιπόν, τήν περίμενε στό ἀεροδρόμιο, ὄπως συννενοήθηκαν.
Ὅταν βγῆκε αὐτή ἔξω καί τόν εἶδε ἔπεσε κάτω καί ἄρχισε νά χτυπιέται μέ κλάματα. Τήν πῆρε στήν ἀγκαλιά του. “Ἀγάπη μου, γιατί κάνεις ἔτσι καί μέ πληγώνεις; Σέ περίμενα μέ λαχτάρα. Πᾶμε στό σπίτι μας, δέν χωρίσαμε ποτέ. Πάντοτε μαζί σου ἤμουν”.
Με αὐτή τή στοργή καί τρυφερότητα ἔφτασε ἡ νύκτα. Μόλις ἔκλεισε τά μάτια του, ὁ ἥρωας αὐτός τῆς αὐτοθυσίας καί τῆς ἀγάπης, “ἠρπάγη εἰς θεωρίαν καί ἀνῆλθε μέχρι τρίτου οὐρανού”. Δέν μποροῦσε νά περιγράψη καί νά διηγηθῆ ὄσα ἡ Θ. Χάρις τόν ἀξίωσε. Εἶδε τις χορεῖες τῶν Ἁγίων, τά “μένοντα ἀγαθά τῶν σεσωσμένων” καί ὅλη τή θεία ἀγάπη πού τόν κρατοῦσε σέ ἔκστασι.
Τότε πραγματικά ἐλεεινολόγησα τήν ἀθλιότητά μου καί εἶπα: καυχάσαι μάταια, καλόγερε, γιά τή ζωή σου, ἐνῶ αὐτός μέ μία θυσία ἀνέβηκε μέχρι “τρίτου οὐρανοῦ”. Ἰδού ἕνα παράδειγμα καί μία εἰκόνα τοῦ πραγματικοῦ συζύγου καί ἀνδρός.
Και ἀπεδείχθη ὕστερα ὅτι ἔγινε πιστή σύζυγος αὐτή ἡ κορούλα. Αὐτή εἶναι ἡ θέσι τοῦ ἄνδρα, τοῦ συζύγου. Ἄμα οι σύζυγοι εἶναι τέτοιοι, δεῖξε μου ποιά γυναῖκα εἶναι κακή;

Γέροντος Ἰωσήφ Βατοπαιδινοῦ»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2022/02/blog-post_718.html).




<>






«Ὁ Ἅγιος Senan τῆς Ἰρλανδίας (†544) πήγε κάποτε στό σπίτι ἑνός ἄξιου ἄνδρα γιά νά ζητήση ἕνα ρόφημα γιατί ἦταν πολύ κουρασμένος καί διψασμένος λόγο τοῦ ταξιδιοῦ του. Μία γιορτή εἶχε προετοιμαστῆ σέ αὐτό τό σπίτι γιά τόν βασιλιά αὐτῆς τῆς ἐπικράτειας. Ἀρνήθηκαν νά δώσουν κάτι στόν Ἅγ. Senan καί αὐτός βγῆκε ἀπ᾽ τό σπίτι χωρίς νά φάη ἤ νά πιῆ κάτι. Μετά ἀπό λίγο ἔφτασε ὁ βασιλιάς σέ αὐτό τό μέρος γιά νά καθίση νά φάη. Μόλις τοῦ εἶπαν πώς τό φαγητό καί ἡ μπύρα εἶχαν τοποθετηθῆ στό τραπέζι, εἶδε τό ἑξῆς: Τό νερό ἦταν βρόμικο καί τά φαγητά ἦταν ὅλα χαλασμένα. Οἱ παρευρισκόμενοι ξαφνιάστηκαν ἀπό αὐτό τό γεγονός. Ὁ βασιλιάς εἶπε:
—Μήπως ἔφυγε κανείς ἀπό ἐδῶ ἀφοῦ πρῶτα ἀρνήθηκαν νά τοῦ προσφέρουν φαγητό καί μπύρα; 
Οἱ παρευρισκόμενοι παραδέχτηκαν πώς εἶχαν διώξει κάποιον προηγουμένως χωρίς νά τοῦ δώσουν φαγητό ἤ ποτό. Εἶπε ὁ βασιλιάς:
—Στεῖλτε κάποιον νά πάη νά βρη αὐτόν τόν ἄνδρα, γιατί αὐτός ὁ ἄνδρας ἔχει τή Χάρι τοῦ Θεοῦ. 
Βρῆκαν τόν Ἅγ. Senan καί τόν ἔφεραν στό σπίτι. Ὁ Ἅγιος εὐλόγησε τό φαγητό καί τήν μπύρα καί ὅλα ἐπανῆλθαν στήν κανονική τους κατάστασι ἀποκτώντας τήν κανονική τούς γεύσι. Ὅλοι ὅσοι εἶδαν αὐτό τό θαῦμα ἐνθουσιάστηκαν.
Ἀπ᾽ τό βιβλίο τοῦ Lismore, σ. 205».





<>




«Οἱ Ἁγίες Ethna καί Sodelb τῆς Ἰρλανδίας (†6ος αἰ.) οἱ ὁποίες φρόντιζαν τόν μικρό Χριστό εἶναι θαμμένες κοντά στήν περιοχή Swords τῆς Ἰρλανδίας. Ὁ Χριστός συνήθιζε νά τίς ἐπισκέπτεται μέ τή μορφή βρέφους γιά νά τόν φροντίσουν.
Τό ἴδιο περιστατικό συναντάμε καί στό βίο τῆς Ἁγ. Ita τοῦ Killeedy τῆς Ἰρλανδίας (†570). Μετά ἀπό ἐπιθυμία τῆς Ἁγίας ὁ Χριστός τήν ἐπισκέφτηκε μέ μορφή βρέφους γιά νά τόν φροντίση.
Ἀπ᾽ τό Μαρτυρολόγιο τοῦ Oengus, 29 Μαρτίου, σ. 103».




<>






«Σ᾽ ἕνα χωριό κτιζόταν μιά ἐκκλησία κι ὁ καθένας βοηθοῦσε ὄπως μποροῦσε.
Ὅποιος εἶχε ζῶο τό διέθετε γιά νά κουβαλάη πέτρες καί ὅσοι ἦταν γεροί δούλευαν.
Στό χωριό ἦταν καί μιά γιαγιά πολύ φτωχή, πού δέν εἶχε τίποτε νά δώση γιά τό ναό. Πονοῦσε ἡ ψυχή της γι᾽ αὐτό καί καθώς περνοῦσαν τά ζῶα πού κουβαλοῦσαν τις πέτρες, μάζευε χορταράκια καί τούς τά ἔριχνε νά τά τρῶνε νά παίρνουν δυνάμεις.
Ὅταν τελείωσε ὁ ναός, ἔκαναν τά ἐγκαίνια καί σέ μιά ἐπιγραφή ἔγραψαν τό ὄνομα τοῦ Δεσπότη.
Συνέβαινε, ὅμως τό ἐξής: Μόλις γραφόταν τό ὄνομα τοῦ Δεσπότη καί ἔβαζαν τήν ἐπιγραφή, τήν ἄλλη μέρα ἔβρισκαν σβησμένο τό ὄνομά του καί γραμμένο τό ὄνομα τῆς γιαγιᾶς.
Αὐτό ἔγινε τρεῖς φορές. Ἀποροῦσαν ὅλοι καί φώναξαν τήν γιαγιά. Ὅταν ἐκείνη πῆγε στό ναό, τήν ρώτησαν: 
—Γιαγιά, τί στό καλό ἔκανες ἐσύ καί γράφεται τό ὄνομά σου στήν πλάκα, ἐνώ ἐμείς ἔχουμε χαράξει τό ὄνομα τοῦ Δεσπότη;
—Καλό; Μα τί καλό νά κάνω ἐγώ, παιδί μου, ἡ φτωχή.
Ἐκείνοι ὅμως ἐπέμεναν.
Τότε σκέφτηκε ἡ γιαγιά καί τούς ἀποκρίθηκε: 
—Δέν ἔκανα τίποτε, παιδιά μου. Μόνο πού ὄταν ἔβλεπα τά ζῶα πού κουβαλοῦσαν τίς πέτρες γιά τό ναό, καιγόταν ἡ ψυχή μου γιατί δέν μποροῦσα νά προσφέρω τίποτε, ἔτσι μάζευα χόρτα καί τά ἔριχνα στά ζώα. 
Κι ὅμως, αὐτά τά λίγα χόρτα τῆς γιαγιᾶς ἔπιασαν τόσο τόπο ὄσο δέν ἔπιασε κανενός ἄλλου ἡ προσφορά, γιατί ἦταν πηγαία, ταπεινή καί κρυφή.

Ἅγ. Γεώργιος Καρσλίδης

Πηγή: Ρωμιοί τοῦ Βορρᾶ»(Σαλπίσματα ἀληθείας - ψυχοφελεῖς δημοσιεύσεις, https://www.facebook.com).



<>




«Τό πιό σημαντικό μέρος τοῦ σώματος μας... - Διδακτική ἱστορία
Κάποτε μέ ρώτησε ἡ μητέρα μου, διηγεῖται κάποιος, ποιό κατά τή γνώμη μου ἦταν τό πιό σημαντικό μέρος στό σῶμα μας.
Στήν ἀρχή νόμισα ὅτι βρῆκα εὐκολα τήν ἀπάντησι καί ἔτρεξα στή μητέρα μου ὄλο χαρά. Εἶχα ἀνακαλύψει τή μαγεία καί τήν ὀμορφιά τῶν ἤχων καί τῆς εἶπα:
—Νομίζω πώς εἶναι τά αὐτιά, μέ τά ὁποῖα ἀκούμε. 
Ἐκείνη μέ διόρθωσε:
—Ὄχι, μου εἶπε, ὑπάρχουν τόσοι ἄνθρωποι πού δέν ἀκοῦνε, γιατί εἶναι κουφοί, γύρω μας.
Συνέχισα νά σκέφτομαι τήν ἐρώτησι μεγαλώνοντας. Ὅταν συνειδητοποίησα πόσο φοβερό δῶρο εἶναι ἡ ὅρασι καί τί μεγάλες δυνατότητες ἔχει, ἔτρεξα στή μητέρα μου μᾶλλον σίγουρος αὐτή τή φορά, καί τῆς εἶπα:
—Μᾶλλον εἶναι τά μάτια μας πού βλέπουμε, τό σημαντικότερο μέρος στό σῶμα μας.
Μέ κοίταξε μέ ἀγάπη ἡ μητέρα μου, χάρηκε πού ἀσχολοῦμαι μέ τό ἐρώτημά της καί κάνω καί μεγάλη πρόοδο, ἀλλά καί πάλι μέ διόρθωσε:
—Ὄχι, δέν εἶναι τά μάτια. Χιλιάδες ἄνθρωποι στόν κόσμο μας εἶναι τυφλοί. Προσπάθησε ἀκόμα.
Προσπάθησα κι ἄλλες φορές καί ἡ μητέρα μου ἔβλεπε ὅτι ὡριμάζω καί προοδεύω, ἀλλά ὅσες φορές κι ἄν ἐπανήλθαμε στό θέμα αὐτό, δέν κατάφερα νά βρῶ τή σωστή ἀπάντησι. Πέρυσι πέθανε ὁ παπποῦς μου.
Ὅλοι μας πονέσαμε καί κλάψαμε. Ἀκόμα καί ὁ πατέρας μου ἔκλαψε, καί τό λέω αὐτό γιατί ἄλλη μιά φορά μόνο τόν εἶχα δεῖ νά κλαίη στή ζωή μου. Ξαφνικά ἀκούω τή μητέρα μου:
—Ξέρεις ποιό εἶναι τό πιό σημαντικό μέρος στό σῶμα μας;, μέ ρώτησε τότε ἡ μητέρα μου κι ἐγώ παραξενεύτηκα, γιατί πάντα νόμιζα ὅτι ἦταν ἔνα ἀστεῖο ἀνάμεσά μας καί τίποτε παραπάνω.
Μέ εἶδε πού παραξενεύτηκα καί μέ πῆρε κοντά της. 
—Αὐτό πού θά σοῦ πῶ ἀγόρι μου εἶναι πολύ σημαντικό, μοῦ εἶπε, καί θέλω νά τό κρατήσης μέσα στήν ψυχή σου. Λοιπόν, τό πιό σημαντικό μέρος στό σῶμα σου εἶναι ὁ ὦμος σου. Καί δέν εἶναι γιατί κρατάει τό χέρι σου στή θέσι του καί μπορεῖ νά κινῆται, ἀλλά γιατί μπορεῖ νά κρατήση τό κεφάλι ἑνός πονεμένου ἀγαπημένου σου τήν ὥρα πού κλαίει. Ὅλοι μας θά χρειαστοῦμε ἕνα ὦμο νά γείρουμε καί νά ἀκουμπήσουμε τήν ὥρα τῆς θλίψεως καί τοῦ πόνου, ἀγόρι μου. Σοῦ εὔχομαι νά ἔχης πάντα στή ζωή σου ἕνα τέτοιο ὦμο, γεμάτο παρηγοριά γιά κείνους πού θά κλάψουν καί θά ᾽χουν ἀνάγκη τόν ὦμο τῆς ἀγάπης σου γιά νά γείρουν. Ὅταν θά τό ἔχης καταλάβει αὐτό πού σοῦ λέω καί θά συμφωνῆς, τότε θά εἶναι σημάδι ὅτι ἔχεις μεγαλώσει ἀρκετά καί ὅτι ζῆς σωστά τή ζωή σου. Οἱ ἄνθρωποι θά ξεχάσουν αὐτά πού ἔλεγες... Οἱ ἄνθρωποι θά ξεχάσουν αὐτά πού ἔκανες... Ἀλλά ποτέ δε θά ξεχάσουν πῶς τούς ἔκανες νά αἰσθάνονται»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2022/02/blog-post_696.html).



<>




«Ζοῦσε στό Γκίζη ἔνας 75χρονος Ἑλληνορώσος, ὁ Χαρίλαος, πού καθημερινῶς κατέβαινε μέ τά πόδια ἀπ᾽ τό Γκίζη στήν ἀγορά.
Καθῶς κατέβαινε τό δρόμο, ἀπό ὅπου περνοῦσε βλασφημοῦσε τά Θεία καί ἔβριζε τούς πάντες καί τά πάντα, προκαλῶντας φασαρία καί ταραχή στήν περιοχή. Αὐτό γινόταν κάθε μέρα! 
Κάποια μέρα καθῶς κατέβαινε τό δρόμο, ὁ μπάρμπα Θεόδωρος, πού εἶχε ἕνα κατάστημα μέ ξηρούς καρπούς, τοῦ ἔκανε νόημα νά ἔρθη στό κατάστημα, γιά νά ἔπιναν ἕνα καφέ. Πῆγε ὁ Χαρίλαος, κάθισε καί πάνω στή συζήτησι τοῦ λέει ὁ μπάρμπα Θεόδωρος: 
—Τί εἶναι αὐτό πού κάνεις κάθε πρωί; Εἶναι ντροπή μας, γιατί κάποτε καί ἐγώ τά ἔφτιαχνα αὐτά. Δέν νομίζεις, ὅτι στήν ἡλικία πού βρισκόμαστε, πρέπει νά ἀλλάξουμε; 
Καί τοῦ λέει ὁ Χαρίλαος: 
—Ἐγώ δέν μπορῶ νά ἀλλάξω! Ἐγώ ἔχω κάτι μέσα μου, δέν ξέρω τί εἶναι, πού μέ ὠθῆ νά κάνω καί νά λέω αὐτά πού βλέπεις, χωρίς νά τό θέλω. Καί μοῦ φαίνονται ὅλοι καί ὅλα διεφθαρμένα καί στραβά...
—Ἄν θέλης νά βοηθηθῆς, τοῦ εἶπε ὁ μπάρμπα Θεόδωρος, νά πᾶς νά ἐξομολογηθῆς στόν π. Καρελά. 
Πέρασαν 3-4 μέρες καί παραδόξως ὁ Χαρίλαος δέν ἐμφανίστηκε νά περνάη ἀπ᾽ τό δρόμο, ὅπως συνήθιζε. Τήν 5η, ὅμως, μέρα ἐμφανίζεται στό κατάστημα, ἱματισμένος καί σωφρωνημένος. 
Μόλις τόν εἶδε ὁ μπάρμπα Θεόδωρος μέ αὐτή τήν σοβαρότητα τοῦ λέει:
—Ἔλα τί ἔγινε καί χάθηκες; Πῆγες ἐκεῖ πού σοῦ εἶπα; 
—Πῆγα τήν ἴδια μέρα πού μοῦ εἶπες στόν συγκεκριμένο ἱερέα καί ἐξομολογήθηκα. Καί ὅταν τελείωσα μετά ἀπό 2,5 ώρες μοῦ εἶπε ὁ π. Καρελάς: “Μήν φοβᾶσαι! Ἕλα τήν Κυριακή στήν ἐκκλησία, γιά νά σοῦ βάλω ἕνα χωροφύλακα μέσα σου καί τότε δέν θά μπορῆς πιά, νά κάνης τίποτε, ἀπό αὐτά πού ἔκανες”. Πράγματι τήν Κυριακή πῆγα στήν ἐκκλησία καί Κοινώνησα καί ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ἔφυγαν οἱ μουσαφιραίοι πού ἦταν μέσα μου! Ὁ χωροφύλακας πού ἔλαβα δηλ. ὁ Χριστός, μοῦ άλλαξε τή φύσι καί δέν μπορῶ ἄλλο νά βλασφημήσω! Δέν μπορῶ ἄλλο νά βρίσω! Καί ντρέπομαι τώρα, καθώς σκέφτομαι τι ἔλεγα καί τι ἔκανα τόσο καιρό... Κατάλαβα πόση μεγάλη δύναμι ἔχει ὁ Χριστός!!!...

  †Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/11/75.html).


<>



«Ὁ γυιός μου, δυστυχῶς ἦταν ψυχρός ὥς πρός τήν πίστι. Ἐγώ τόν ἔβλεπα, ὑπέφερα, ἀλλά δέν μποροῦσα νά κάνω τίποτε. Μόνο προσευχόμουν. 
Ὅταν παντρεύτηκε, τοῦ πῆρα μιά εἰκόνα τῆς Παναγίας καί τοῦ τήν χάρισα γιά νά τήν βάλη σπίτι του. Ἀρνήθηκε νά τήν πάρη!
—Ποιός θά σέ προστατεύη παιδί μου;, τόν ρώτησα μέ πόνο.
—Δέν θέλω προστασίες!, ἦταν ἡ ἀπάντησί του.
Τότε πού ἦταν οἱ δρόμοι κλεισμένοι ἀπ᾽ τό μπλόκο τῶν ἀγροτῶν, χρειάστηκε νά ταξιδέψη, γιά τίς ἀνάγκες τῆς δουλειᾶς του. Τόν συμβούλεψα νά εἶναι προσεκτικός, γιατί φοβόμουν, ἔτσι πού ἦταν νευρικός, νά μήν μπλεχτῆ σέ καμμιά φασαρία. Μοῦ ἀπάντησε:
—Ἐγώ μάνα, θά περάσω, ὅ,τι καί νά γίνη!
“Παναγία μου, φώτισέ το”, εἶπα μέσα μου καί τοῦ ἔβαλα στό αὐτοκίνητο μπροστά μιά χάρτινη εἰκονίτσα τῆς Παναγίας, πού εἶχα πάρει ἀπ᾽ τό Μοναστήρι τῆς Παναγίας Βαρνάκοβας, στήν τελευταία ἐπίσκεψί μου. Αὐτή τή φορά, ὁ γυιός μοῦ παραδόξως δέν ἀντέδρασε...
Ὅταν γύρισε ἀπ᾽ τό ταξίδι, φαινόταν βαθιά συγκλονισμένος. Μέ φανερή συγκίνησι καί μέ ταπεινή φωνή μοῦ διηγήθηκε:
—Στό δρόμο Ἀθηνών-Λαμίας, μιά βαρυφορτωμένη νταλίκα, πού εἶχε καταφέρει νά παρακάμψη τά ἐμπόδια, ξαφνικά παρέκλινε πρός τήν λωρίδα τή δικιά μου, ἐνῶ συγχρόνως ἔτρεχε μέ μεγάλη ταχύτητα. Ἐγώ σέ ἐκεῖνο τό σημεῖο, δέν εἶχα καθόλου περιθώριο νά ξεφύγω. Ἡ ἀπόστασι πού μᾶς χώριζε ἦταν ἐλάχιστη. Καί νά φρενάριζε ἡ νταλίκα, δέν προλάβαινε νά σταματήση ἔγκαιρα. Ἐγώ πάγωσα!!! Κατάλαβα πώς ἡ ζωή μου τελείωνε. Τό μόνο πού πρόλαβα ἦταν νά φωνάξω: “Παναγία μου!!!”.
Τότε συνέβη τό ἑξῆς καταπληκτικό: Ἡ χάρτινη εἰκόνα τῆς Παναγίας, πού μοῦ εἶχες βάλει μάνα στό αὐτοκίνητο, σηκώθηκε στόν ἀέρα, στροβιλίστηκε καί κόλλησε στό παρ-μπρίζ, μέ πρόσωπο κατά ἔξω! Συγχρόνως ἡ νταλίκα σέ μιά ἀπόστασι ἐνάμισυ μέτρο περίπου, σταμάτησε ἐπί τόπου! Κυριολεκτικά καρφώθηκε μέ ἔνα φοβερό τράνταγμα! Κατέβηκε τρομαγμένος ὁ ὁδηγός τῆς νταλίκας καί μοῦ λέει συγκλονισμένος: 
—Ποιός μέ σταμάτησε φίλε μου; Μέ τό φορτίο πού ἔχω, δέν σταματοῦσα μέ τίποτε! 
Ἐγώ τρέμοντας ἀπ᾽ τήν ταραχή μου, γύρισα καί εἶδα τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, πού ἦταν ἀνεξήγητα ἀκόμα κολλημένη στό παρ-μπρίζ. Σήκωσα τό χέρι καί τοῦ τήν ἔδειξα, λέγοντάς του: 
—Η Παναγία μᾶς ἔσωσε!
Ἀπό τότε ὁ γυιός μου ἔγινε πιστός Χριστιανός, χάρι τῆς Παναγίας, τήν ὁποία ὑπερευχαριστώ!!!...
(Ἀληθινή μαρτυρία)»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/11/blog-post_935.html).



<>




«Ἡ νηστεία τῶν τροφῶν
εἶναι γιά ὅσους μποροῦν.
Ἡ νηστεία τῆς κακίας
καί τῶν ἀδυναμιῶν
εἶναι γιά ὅλους»(http://amfoterodexios.blogspot.com/2021/11/blog-post_20.html).



<>




«“Ποιός σοῦ ἔμαθε τήν εὐχή;”,
ρώτησε ἕνας μοναχός
τόν συνασκητή του.
“Ὁ διάβολος!
Ἐκεῖνος μέ πολεμοῦσε
μέ λογισμούς,
ἐγώ ἀντιστεκόμουν
μέ τήν εὐχή,
κι ἔτσι τήν ἔμαθα καλά”»(http://amfoterodexios.blogspot.com/2021/11/blog-post_21.html).



<>



«Ὅσοι ἀγαποῦν
οὔτε ἀπατοῦν
οὔτε ἀπαιτοῦν
οὔτε ἐπαιτοῦν»(http://amfoterodexios.blogspot.com/2021/11/blog-post_135.html).


<>




«Δασκάλα ἔβαλε στά παιδιά μιά ὄμορφη Χριστουγεννιάτικη ἐργασία:
Νά φτιάξουν μιά Χριστουγεννιάτικη φάτνη καί νά προσθέσουν στά ἤδη ὑπάρχοντα ἅγια πρόσωπα, ὅποιο γνωστό τους πρόσωπο θέλουν.
Μιά μαθήτρια (ΣΤ´ Δημοτικοῦ) πρόσθεσε τή μητέρα της, λέγοντας στήν καθηγήτρια, ὅτι τήν τοποθέτησε δίπλα στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ γιατί ἦταν ἐκείνη, πού τῆς γνώρισε τό Χριστό.
π. Σπ. Ρ.»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/11/blog-post_444.html).




<>




«Ὁ Σπυρίδων εἶναι φοιτητής σέ Παν/μιο τῶν Ἀθηνῶν.
Ἐργάζεται τρία πρωϊνά τῆς ἑβδομάδος καί δύο ἀπογεύματα.
Τά χρήματα τά παραδίδει στήν πολύτεκνη μητέρα του. 
Τά ὑπόλοιπα πέντε ἀδέλφια τόν ἔχουν πρότυπο.
Τούς μετακινεῖ καθημερινά μέ τό μικρό αὐτοκίνητό του στίς διάφορες ἀπογευματινές δραστηριότητες.
Τό Σάββατο καθαρίζει τό μικρό μαγαζάκι τοῦ πατέρα του.
Τήν Κυριακή ἀπ᾽ τό πρωΐ βρίσκεται στό ναό του καί βοηθᾶ στό ἱερό βῆμα.
π. Σπ. Ρ.»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/11/blog-post_638.html).




<>




«Εἶναι “καραμέλα“”, πού πιπιλίζεται ἀπό πολλούς.
Τό λένε νομίζοντας, ὄτι κάνουν... βαρυσήμαντη δήλωσι:
—Ἐγώ πιστεύω,
Ἀλλά... Τό ἔχω μέσα μου.
Μήν μοῦ λες γιά ἐκκλησίες καί παπάδες καί νηστεῖες.
Ἐδῶ τά χαλάμε. Ἐκκλησία δέν πηγαίνω ποτέ. Ἀλλά πάντως πιστεύω...
Χιλιοειπωμένες κοινοτυπίες, πού δυστυχῶς πολλοί τίς λένε.
Καί ἔχουν μάλιστα τήν ἰδέα, ὄτι πρωτοτυποῦν.
Ἔχουν τήν πεποίθησι, ὄτι λέγοντάς τες ἀποκαλύπτουν... ὀξύτητα νοημοσύνης και... βάθος σοφίας δυσθεώρητον.
Τό τί, ὄμως, στήν πραγματικότητα ἀποκαλύπτουν, μποροῦμε νά τό ἀντιληφθοῦμε σαφέστερα μέ μιά ἀπλή εἰκόνα.
Φαντασθεῖτε ἕνα ἄρρωστο, νά ἐγκωμιάζη μέ τά θερμότερα λόγια τόν γιατρό του, νά τόν διαβεβαιώνη μέ τά κολακευτικότερα ἐπίθετα γιά τό θαυμασμό του καί τήν ἐκτίμησί του στίς ἰκανότητές του καί στά προσόντα του, νά τοῦ περιγράφη μέ πειστικότητα τήν εἰλικρίνεια τῶν αἰσθημάτων ἀγάπης καί ἐμπιστοσύνης στό πρόσωπό του.
Καί ὕστερα, ἀφοῦ φεύγει ὁ γιατρός, καί ὁ ἀσθενής μένει μέ τήν συνταγή τοῦ γιατροῦ του, πού ἐπιβάλλεται νά ἀσκηθῆ στήν περίπτωσί του, προκειμένου νά ἀποκατασταθῆ ἡ ὑγεία του, νά τήν πετάη στά σκουπίδια, χωρίς νά δίνη τήν παραμικρή σημασία στό περιεχόμενό της χωρίς νά ἐφαρμόζη τίποτε ἀπολύτως ἀπό ὅ,τι αὐτή ὀρίζει.
Ἐρώτημα: Ποιά ἡ ὠφέλεια ἀπ᾽ τά ἐγκώμια στό γιατρό, ἄν δέν ἐφαρμόση τήν ἀγωγή πού χρειάζεται, γιά νά ἀποκατασταθῆ ἡ ὑγεία του;
Ἁπλούστατα. Ὅσο “καλά λόγια” κι ἄν εἶπε γιά τόν γιατρό, ἄν δέν ὑπακούση στή συνταγή του, ἀντί νά θεραπευθῆ, θά ἐπιδεινωθῆ ἡ κατάστασί του.
Κατά ἀνάλογο τρόπο δέν ἔχουν καμμιά σημασία, καί καμμιά ἀπολύτως ὠφέλεια, oἱ... δηλώσεις περί πίστεως καί οἱ “καλές ἰδέες” περί Θεοῦ, χωρίς ἐφαρμογή τῆς “συνταγῆς”, πού καθορίζει ἀναλυτικά τήν ἀναγκαία “ἀγωγή” πρός σωτηρία, πού μᾶς ἄφησε ὁ Μεγάλος ἰατρός Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, χωρίς τήν συγκεκριμένη “ἀγωγή”, πού λέγεται Μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, καί χωρίς τά συγκεκριμένα “φάρμακα” καί “νυστέρια”, πού λέγονται προσευχή καί νηστεία, ὁ ἄνθρωπος δέν λυτρώνεται ἀπ᾽ τά πάθη του, ἡ καρδιά του δέν ἀναγεννάται καί δέν ἀνακαινίζεται.
Ἡ ὕπαρξί του δέν μεταμορφώνεται.
Ἀντί, λοιπόν, νά δυσφοροῦμε γιά τίς “δυσκολίες” τῆς γνήσιας ἐν Xριστῷ ζωῆς, ὄπως τά μικρόμυαλα καί ἀνόητα παιδάκια στήν πικράδα τοῦ φαρμάκου, ἄς θελήσουμε νά ἀντιληφθοῦμε τή σοφία καί τό ρεαλισμό τοῦ λόγου τοῦ Ἁγ. Ἰσαάκ τοῦ Σύρου:
“Αἱ ἐντολαί τοῦ Θεοῦ ὑπέρ πάντας τούς θησαυρούς τοῦ κόσμου”.

http://apantaortodoxias.blogspot.com/2009/05/blog-post_05.html



<>




«Ὁ π. Γεράσιμος Ἴσκου γεννήθηκε στίς 21 Ἰανουάριου 1912 στό Μπακάου τῆς Ρουμανίας. 
Μπῆκε στή Μονή Μπαγδάνα ὥς δόκιμος ἀπό νεαρή ἡλικία. 
Τό 1937 ἦταν ἡγούμενος στή Μονή Ἄρνοτα. Τό 1943 ἔγινε ἡγούμενος στή Μονή Τισμάνα.
Μέ τή καθίδρυσι τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος στή Ρουμανία καί τήν ἔναρξι τοῦ διωγμοῦ τῆς Ἐκκλησίας ἡ Μονή Τισμάνα γίνεται ἕνας ἀπ᾽ τούς σημαντικούς πυρῆνες ἀντικομμουνιστικῆς δράσεως.
Συνελήφθη στίς 26 Σεπτέμβρη 1948.
Στίς φυλακές τῆς Κραϊόβας ὅπου γίνεται ἡ “δίκη” του, παρά τά βασανιστήρια, δέν προδίδει κανένα. 
Ἀπό ἐκεῖ τόν μεταφέρουν στό τρομερό Ἀϊούντ ὅπου τόν ἀνάγκασαν νά βγάλη τό μοναχικό τοῦ ἔνδυμα (στή Κραϊόβα του τό ἐπέτρεψαν).
Στή φυλακή ὁ π. Γεράσιμος γαληνεύει τίς ψυχές τῶν κρατουμένων μέ τή δύναμι τῆς πίστεως. Τό μεγαλύτερο “ὅπλο” του ἦταν ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ. 
Ἐκτός ἀπ᾽ τά βασανιστήρια τούς ὑποχρέωναν στίς πιό δύσκολες καί ταπεινωτικές ἐργασίες. Οἱ φύλακες πού εἶχαν διαλέξει ἦταν ἀπ᾽ τούς πιό σκληρούς καί πιό ἄπιστους ἀνθρώπους.
Ἀνάμεσα στούς βασανιστές ξεχώριζε γιά τή σκληρότητά του κάποιος Βασιλεσκου, ποινικός κρατούμενος, ὁ ὁποῖος μέ θέρμη εἶχε ἀγκαλιάσει τήν “ἀναδιαπαιδαγώγησι” (δηλαδή τή μετατροπή σέ κομμουνιστικό ἄνθρωπο).
Οἱ ἱερεῖς πού εἶχαν φυλακιστῆ στό Κανάλι ἦταν ἕνα παράδειγμα ταπεινοφροσύνης καί ἀντοχῆς γιά τούς ἄλλους κρατουμένους.
Παίρνοντας τεράστια ρίσκα καί πληρώνοντας μέ τό αἷμα τους, κάθε μέρα τελοῦσαν τή Θ. Λειτουργία, φέρνοντας τό Χριστό στή μέση τῆς κολάσεως.
Τήν περίοδο πού ἦταν στό Κανάλι ὁ π. Γεράσιμος ἀρρώστησε ἀπό φυματίωσι καί τόν πῆγαν στό νοσοκομεῖο τῶν φυλακῶν τῆς Τίργκου-Ὄκνα. 
Τόν μετέφεραν στό δωμάτιο 4 ὅπου βρίσκονταν οἱ ἑτοιμοθάνατοι. Ἡ ἰατρική περίθαλψι ἦταν ἀνύπαρκτη, γιά φάρμακα οὔτε λόγος. 
Ὅσοι κρατούμενοι εἶχαν ἰατρικές γνώσεις βοηθοῦσαν τούς φυματικούς ρισκάροντας τήν ὑγεία τους .
Τό δωμάτιο 4 ἦταν πάντα γεμάτο, ἔτσι ὥστε σέ κάθε κρεββάτι βρίσκονταν 2-3 ἀσθενεῖς . 
Ὁ π. Γεράσιμος βρισκόταν στό ἴδιο κρεββάτι μέ τό στρατηγό Τουτιρέσκου, τόν ὁποῖο γύρισε στήν ἀληθινή πίστι.
Ὁ π. Γεράσιμος Ἴσκου, ὁ ὁποῖος ἔλαμπε ἐπειδή εἶχε τή Χάρι τοῦ Θεού, προγνώριζε τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου του καί παρακάλεσε νά τοῦ πλύνουν τό σῶμα (κατά τό σύνηθες).
Πρίν ἐγκαταλείψη τόν κόσμο τοῦτο, ὅμως, ἔκανε μιά χειρονομία πού ἔδειξε στούς γύρω του τό μέγεθος τῆς ἁγιοσύνης του. 
Ὁ Βασιλέσκου ὁ βασανιστής του ἔφθασε καί αὐτός στό νοσοκομεῖο, ἄρρωστος ἀπό φυματίωσι. 
Στίς 25 Δεκεμβρίου 1951, ὁ π. Γεράσιμος σηκώθηκε ἀπό τό κρεββάτι του μέ πολύ δυσκολία καί πῆγε στό προσκέφαλο τοῦ Βασιλέσκου ὁ ὁποῖος βρισκόταν στό ἴδιο δωμάτιο. 
Μέ ἀγάπη Χριστιανική, τοῦ ἔπλυνε τό πρόσωπο καί τοῦ εἶπε: “Ἡσύχασε εἶσαι νέος καί δέν ἤξερες τί κάνεις. Σέ συγχωρῶ μέ ὅλη μου τήν καρδιά. Ἀφοῦ συγχωροῦμε ἐμεῖς τότε σίγουρα καί ὁ Χριστός πού εἶναι πιό καλός ἀπό ἐμᾶς θά σέ συγχωρέση”.
Τόν ἐξομολόγησε καί τόν κοινώνησε. 
Μετά ὁ π. Γεράσιμος γύρισε στό κρεββάτι του καί παρακάλεσε νά τοῦ διαβάσουν τίς προσευχές καί παρέδωσε τή ψυχή του ἀκούγοντας ἀγγελικούς ὕμνους. 
Τήν ἴδια νύχτα, τή νύχτα τῶν Χριστουγέννων, ὁ π. Γεράσιμος καί ὁ Βασιλέσκου ἔφυγαν μαζί γιά τόν Κύριο. 
Ὅπως ἀκριβῶς ὁ ληστής στό σταυρό πού γνώρισε τό Θεό καί μετανόησε γιά τίς πράξεις του.
Τά σώματά τους τά πέταξαν οἱ κομμουνιστές, ὅπως συνήθιζαν, γιά νά κρύβουν τά ἐγκλήματά τους, στούς κοινούς λάκκους τῶν φυλακῶν τῆς Τίργκου-Ὄκνα.
Πραγματικά ὁ βίος τῶν νεομαρτύρων τῶν κομμουνιστικῶν φυλακῶν εἶναι τό Νέο Πατερικό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ταπεινωμένοι, στριμωγμένοι, φριχτά βασανισμένοι, ἀντί γιά μίσος ἔδειχναν ἀτελείωτη ἀγάπη.
Ἀκόμη καί ἕνα ὑψηλόβαθμο στέλεχος τῆς (διαβόητης ὑπηρ. ἀσφαλείας) “σεκιουριτάτε” ἔγραψε στά ἀπομνημονεύματά του, ὅτι σιγουρα στίς φυλακές ὑπῆρχε ὁ Χριστός, ἀλλιῶς δέν ἀξηγεῖται πώς κράτησαν τήν πίστι τους μετά ἀπό τόσα βασανιστήρια.
Πηγή: www.hotnews.ro»(https://proskynitis.blogspot.com/2009/12/blog-post_24.html).



<>


Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Ψυχική Τόνωση:

50. Ἀλέξανδρος Τσιριντάνης: «Ὥς τώρα Κύριε, στή ζωή μου τά ἔκανα θάλασσα! Ἀλλά, ξέρω ὅτι αὐτή εἶναι ἡ δουλειά Σου. Νά κάνης τή θάλασσα στεριά. Πάρε, λοιπόν καί τή ζωή μου νά τήν κάνης στεριά, ὥστε νά περάση ἀπό πάνω μου τό ὄχημα τῆς βασιλείας Σου. Ὁ πόθος τῆς ψυχῆς μου εἶναι ἕνας: Ἄχ, καί νά ἐρχόταν ἡ βασιλεία Σου κάποτε ἐδῶ πέρα! Ἔστω καί σάν ὄνειρο τό λέω, ἔστω καί σάν χίμαιρα! Ἀλλά τό λέω καί σάν πόθο. Χιμαιρικό πόθο, ἀλλά πόθο. “Ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου”! Αὐτός Κύριε, εἶναι ὁ μοναδικός μου πόθος»(στό: Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

51. «Τά θαύματα δέν ἔχουν καμμιά σημασία ἄν δέν ὑπάρχη βαθειά ἀγάπη στό Χριστό καί ταπεινοφροσύνη.
“Ποιό πρᾶγμα”, ρωτᾶ ἕνας πατήρ τῆς Ἐκκλησίας, “ἔκανε τούς ἁγίους; Τά θαύματα; Ὄχι. Ἀλλά ἡ ἀρετή”.
Καί μιά ἄλλη μέρα, κηρύττοντας, εἶπε στό ἀκροατήριό του: “Ἄν σᾶς ἄφηναν νά ἐκλέξετε ἀνάμεσα στή δυνατότητα νά μεταβάλετε τά χόρτα τῶν ἀγρῶν σέ χρυσό καί στήν ἐξουσία νά ποδοπατῆτε τό χρυσό σάν τά χόρτα, μή διστάσετε νά διαλέξετε τό δεύτερο”»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

52. Ὁ π. Φιλόθεος Ζερβάκος θυμᾶται: «Τά ἔτη 1906-7 ὑπηρετοῦσα τή στρατιωτική μου θητεία καί συνδέθηκα μέ κάποιο νέο ἀπό ἕνα χωριό τῆς Ἀκαρνανίας. Μέ αὐτόν συνυπηρετούσαμε καί, ὅταν δέν εἴχαμε στρατιωτικά γυμνάσια, μελετούσαμε τήν Ἁγία Γραφή καί παρακολουθούσαμε κηρύγματα, τά ὁποῖα ἔκαναν οἱ ἀείμνηστοι θεολόγοι κληρικοί Εὐσέβιος Ματθόπουλος, Πανάρετος Δουληγέρης, Τιμόθεος Ἀναστασίου καί ἄλλοι, λαϊκοί θεολόγοι (Γαλανός, Διαλεισμᾶς, Χριστογιαννόπουλος). Πηγαίναμε τακτικά καί σέ ἀγρυπνίες, πού γίνονταν στό παρεκκλήσι τοῦ προφήτη Ἐλισσαιέ. Ἐκεῖ λειτουργοῦσαν οἱ ἱερεῖς παπα-Ἀντώνιος (ἐφημέριος τότε τοῦ Ἁγίου Νικολάου στά Πευκάκια) καί ὁ παπα-Νικόλαος Πλανᾶς, αὐτός ὁ ἁπλός καί ἀκέραιος, ὁ ἄκακος καί ἡσύχιος. Ἔψαλλαν οἱ Σκιαθίτες καθηγητές, λογογράφοι καί δημοσιογράφοι Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης καί Παπαδιαμάντης. Ὅταν ἔφθασε ὁ καιρός νά ἀπολυθοῦμε, ἀποφασίσαμε μαζί νά πάρουμε τό μοναχικό σχῆμα καί νά γίνουμε στρατιῶτες τοῦ ἐπουρανίου Βασιλιᾶ μας. Τρεῖς μέρες πρίν ἀπ᾽ τήν ἀναχώρησί μας γιά τό Ἅγιο Ὄρος ὁ φίλος μου ἀθέτησε τήν ὑπόσχεσί του καί μοῦ λέει:
—Ἐγώ σκέφθηκα νά μήν ἔλθω στό Ἅγιο Ὄρος. Ἀποφάσισα νά νυμφευθῶ τήν κόρη τοῦ Ἱερέα τῆς πατρίδος μου καί νά γίνω ἔγγαμος Ἱερέας.
—Εἶσαι ἐλεύθερος, τοῦ εἶπα· καί ὡς Ἱερέας μπορεῖς νά ὑπηρετήσης τήν Ἐκκλησία... Ὁ Κύριος εἶπε: “ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν” καί δέν βιάζει κανένα ἄνθρωπο. Ἐξέτασε τή συνείδησί σου καί κάνε ὅ,τι σοῦ λέει. Μόνο πρόσεξε μήν πέσης σέ καμμία παγίδα τοῦ διαβόλου. Κι ἐγώ ἐκεῖ πού θά πάω φοβᾶμαι, γιατί ὁ πειρασμός παντοῦ βρίσκεται, ἀλλά περισσοτέρους πειρασμούς ἔχει ὁ κόσμος.
Ἀποχαιρετισθήκαμε καί ἐγώ ἦλθα κι ἔγινα Μοναχός στήν Ἱ. Μ. Λογγοβάρδας μέ τή συμβουλή τοῦ πνευματικοῦ μας πατέρα, ἀειμνήστου Ἁγίου Νεκταρίου, πού ἦταν τότε διευθυντής τῆς Ριζαρείου Σχολῆς. Ὁ συνάδελφός μου ἀναχώρησε γιά τήν πατρίδα του, ἀλλά δέν κατάφερε νά λάβη σύζυγο τήν κόρη τοῦ Ἱερέως καί αὐτοχειροτονήθηκε λαϊκός ἱεροκήρυκας· ἔκανε μάλιστα καί δώδεκα μαθητές, ὅπως ὁ Χριστός. Κάποτε τόν ἐξαπάτησε τό δόλιο φίδι, δηλαδή ὁ διάβολος, καί ἀνέβηκε μέ τούς μαθητές του σέ μία κορυφή κάποιου βουνοῦ. Ἐκεῖ μίλησε στούς μαθητές του γιά τήν πίστι καί στό τέλος τῆς ὁμιλίας εἶπε: “Ὅποιος ἔχει πίστι, μπορεῖ νά μπαίνη στή φωτιά καί νά μήν καίγεται, νά περπατᾶ πάνω στή θάλασσα καί νά μή βουλιάζη, νά ρίχνεται ἀπό ψηλά καί νά μένη ἀβλαβής. Γιά νά βεβαιωθῆτε ὅτι αὐτά τά ὁποῖα σᾶς λέω εἶναι ἀληθινά, δεῖτε. Ἐπειδή ἔχω πίστι, θά πέσω ἀπ᾽ αὐτό τό ὕψος μέ τό σταυρό στά χέρια μου καί δέν θά πάθω κανένα κακό”. Ρίχθηκε, λοιπόν, στό γκρεμό καί σκοτώθηκε. Κατέβηκαν οἱ μαθητές του καί βρῆκαν τά μέλη του σκορπισμένα, σύμφωνα καί μέ τό λόγο τοῦ Δαυΐδ: “Θά σκορπισθοῦν τά ὀστά αὐτοῦ μέσα στόν Ἅδη”(Ψ 140, 7)»(ΔΠ 68).

53. Σκόρπιες ἀλήθειες: «Οἱ φτωχοί μιμούμενοι τούς πλουσίους γίνονται φτωχότεροι καί οἱ πλούσιοι μιμούμενοι τούς φτωχούς, γίνονται πλουσιότεροι»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Μερικοί αὐστηροί ζηλωτές τῆς ἠθικῆς τελειότητος μοιάζουν μέ τόν ἐκκλησιαζόμενο, πού σπεύδει ἀπό ζῆλο νά σβύση ἕνα κερί πού στάζει. Καί μέ τήν ἀδεξιότητά του γκρεμίζει ὁλόκληρο τό μανουάλι»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

54. Ἀναφέρει ὁ Κ. Κούρκουλας: «Ἕνας ἰνδικός μύθος λέει ὅτι σέ κάποιο βασιλιά οἱ ὑπήκοοί του πρόσφεραν κάθε μέρα ἕνα δῶρο. Οἱ πλούσιοι βαρύτιμο. Οἱ φτωχοί λιτότερο. Ἕνας μυστηριώδης καλόγερος τοῦ ἔφερνε ἕνα σκέτο μῆλο. Οἱ ἀκόλουθοι τοῦ βασιλιά τό πετοῦσαν περιφρονητικά στό ὑπόγειο. Κάποια μέρα, ὅμως, ὁ πίθηκος πού συνόδευε τόν Ἰνδό μονάρχη, ἅρπαξε τό μῆλο καί τό δάγκωσε. Κατάπληκτοι εἶδαν ὅτι τά δόντια τοῦ πιθήκου προσέκρουσαν σ᾽ ἕνα διαμάντι κρυμμένο στό μῆλο. Ἔτρεξαν στό ὑπόγειο καί ἀνάμεσα στό σωρό ἀπ᾽ τά σαπισμένα μῆλα, ἔλαμπε ἕνας θησαυρός ἀπό διαμάντια. Ἔτσι καί γιά μᾶς. Κάθε μέρα ὁ Θεός μᾶς προσφέρει ἕνα ἀνεκτίμητο διαμάντι. Τήν ὑγεία. Ἄλλοι τήν πετοῦν σάν φτηνό μῆλο, τή σπαταλοῦν. Ἄλλοι, ὅμως, τή χαίρονται. Εὐλογοῦν τό Θεό που τούς τή χαρίζει καί τήν ἀξιοποιοῦν, δαπανώντας τη σέ ἔργα ἀγάπης»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

55. Γράφει ὁ Frank Mangs: «Ὅταν ὁ καπετάνιος Riiser Larsen, στό ἀερόστατο τῆς Νορβηγίας, πού πετοῦσε πάνω ἀπ᾽ τό Βόρειο Παγωμένο Ὠκεανό, εἶχε καθίσει στό πηδάλιο περισσότερο ἀπό ἕνα εἰκοσιτετράωρο συνέχεια, ἦταν στό τέλος τόσο κουρασμένος, πού τό νευρικό του σύστημα ἀρνιόταν νά κάνη κάθε κίνησι.
Ὁ Amundsen ἦταν στήν καμπίνα ὁδηγήσεως καί κατεύθυνε τήν πορεία. Ξαφνικά εἶδε ὅτι τό ἀερόστατο ἔγερνε μέ τήν πλώρη του πρός τά κάτω στόν πάγο καί κατέβαινε πρός τήν καταστροφή. Ἔδωσε διαταγή στό πηδάλιο νά ἐπανέλθη ἡ πορεία καί νά ὑψωθῆ, ἀλλά δέν ἔγινε τίποτε. Ἐπανέλαβε τή διαταγή, ἀλλά καί πάλι χωρίς θετικά ἀποτελέσματα. Ὁ Riiser Larsen, πού καθόταν στό πηδάλιο, ἄκουσε τή διαταγή. Εἶχε παραλύσει ἀπ᾽ τήν κούρασι καί παραλίγο τό μεγάλο ἀερόστατο θά συντριβόταν στόν πάγο. Ἔχουμε ἀκούσει καί ἐμεῖς τοῦ Κυρίου τά λόγια πολλές φορές. Ἔχουμε ἀντιληφθῆ τήν ἐντολή Του. Ὁ Θεός μᾶς ἔχει μιλήσει. Μᾶς διέταξε νά πάρουμε τό πηδάλιο καί νά ὑψώσουμε τήν πορεία μας. Ἀλλά δέν ἀντέχουμε νά ἐκτελέσουμε τή διαταγή. Ἔχουμε ἀκούσει ὅλα τά λόγια Του, ἀλλά ἀκριβῶς ὅπως τά ἀκούει κανείς στόν ὕπνο... Ὁ Θεός ἔχει κάνει κάθε προσπάθεια, γιά νά μᾶς ξυπνήση»(ΑΛ 35).

56. Helen Keller (τυφλή καί κωφάλαλη): «Ἡ πίστι εἶναι δύναμι, ὄχι ἄνεσι»(στό: Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

57. Μικρές ἀλήθειες: «Πολλοί περνοῦν τή ζωή τους μετρώντας τά ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, μέ ἀποτέλεσμα νά πέφτουν στήν πρώτη λακκούβα τῆς γῆς»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Θυμήσου, νά ξεχνᾶς»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Ἄν γλυστρήση τό πόδι σου μπορεῖς νά ἐπανακτήσης τήν ἰσορροπία σου. Ἀλλά ἄν γλυστρήση ἡ γλῶσσα σου δέν μπορεῖς νά ἐπαναφέρης τά λόγια σου»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

58. Διαβάζουμε: «Κύριε, ὕψωσέ μας πάνω 
ἀπ᾽ τή λύπη, πού μᾶς κάνει νά ἐπικεντρωνόμασθε μόνο στούς ἑαυτούς μας, 
ἀπό τήν τεμπελιά, πού μᾶς κλείνει στή χλιαρή της ἀγκαλιά, 
ἀπ᾽ τή δειλία, πού στρέφει τά μάτια μας μακρυά ἀπό κάποιο τόν ὁποῖο οἱ ἄλλοι κοροϊδεύουν, 
ἀπ᾽ τήν ἁμαρτία, πού μᾶς δεσμεύει ὁδηγώντας μας σέ εὔκολους δρόμους, 
ἀπ᾽ τό ἄσχημο βλέμμα ἤ τίς κακές λέξεις τίς ὁποῖες κάποιος μᾶς ἔρριξε ἤ μᾶς εἶπε μέ σκληρότητα, 
ἀπ᾽ τόν ἐγωϊσμό, πού μᾶς κάνει νά ξεχνᾶμε τούς ἀδελφούς καί τίς ἀδελφές μας πού δέν ἔχουν ψωμί ἤ ἐλπίδα, 
ἀπ᾽ τή βαθιά λύπη πού μᾶς ἀποδυναμώνει. 
Ἐξύψωσέ μας, Κύριε! 
Θά προχωρήσουμε στή ζωή μέ Σένα στό πλευρό μας»(ΙΣ  61).

59. «Ὁ Rommel, ἀφοῦ ἐγκατέστησε τή διμοιρία του, ἑτοιμαζόταν νά κοιμηθῆ, ὅταν διατάχθηκε νά παρουσιασθῆ στό διοικητή τοῦ Συντάγματός του. Ὁ συνταγματάρχης Χάας τόν διέταξε νά μεταφέρη διαταγή του στό 1ο Τάγμα, τό ὁποῖο καί καλοῦσε νά ἑνωθῆ μέ τό Σύνταγμα. Μέ τό λοχία Γκέλτς καί ἄλλους δύο στρατιῶτες ὁ Rommel ξεκίνησε τήν ἐπικίνδυνη νυκτερινή του πορεία μέ ὁδηγό μιά πυξίδα. Ἡ μικρή ὁμάδα, ἀφοῦ μέ δυσκολία διέσχισε ἕνα κατάφυτο λόφο, πλησίασε πρός τό Βιλανκούρτ. Στό βάθος, νοτιοανατολικά, ἡ πυρκαγιά πού εἶχε προκαλέσει τό γερμανικό πυροβολικό στό γαλλικό ὀχυρό τοῦ Λονγκβύ ἔδινε στή νύκτα μιά παράξενη ἀνταύγεια. Σποραδικοί πυροβολισμοί ἀπ᾽ τά προκεχωρημένα φυλάκια ἔδωσαν στό Rommel νά καταλάβη ὅτι πλησίαζε στόν τομέα τοῦ 1ου Τάγματος. Ὁ κίνδυνος ἦταν μεγάλος. “Ἄλτ! Τίς εἶ;”, ἀντήχησε μέσα στή νύκτα ἡ βαρειά φωνή τοῦ σκοποῦ. “Προχώρα στό παρασύνθημα!”. Κανείς δέν ἤξερε, ὅμως, τά συνθηματικά. Οὔτε ὁ συνταγματάρχης Χάας εἶχε ἐνημερώσει γι᾽ αὐτά τό Rommel. Ψύχραιμα πάντως ὁ νεαρός ἀνθυπολοχαγός ἀπάντησε: “Ἀνθυπολοχαγός Rommel, τοῦ 7ου Λόχου τοῦ 2ου Τάγματος”. Ἦταν τυχερός. Ὁ σκοπός τόν γνώριζε καί τούς ἄφησε νά περάσουν»(ΘΕ 8).
Ὁ Χριστός μᾶς γνωρίζει χωρίς τό παρασύνθημα τό δικό μας.

60. «Στόν καπετάν Γιάννη ἀπέμεινε ἕνα μεγάλο καΐκι γιά μεταφορές ἐμπορευμάτων καί ἐπιβατῶν. Κάποιοι κακοί Ἕλληνες κατήγγειλαν στίς γερμανικές ἀρχές κατοχῆς ὅτι τό καΐκι αὐτό μετέφερε Ἕλληνες πατριῶτες μέσῳ Τουρκίας στή Μέση Ἀνατολή, στόν ἐκεῖ ἀνασυγκροτούμενο ἑλληνικό στρατό. Ἔτσι, λοιπόν, τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, τό 1943, οἱ Γερμανοί συνέλαβαν τόν καπετάν Γιάννη καί τόν ἔκλεισαν στίς φυλακές Ἀβέρωφ, προκειμένου νά δικασθῆ μέ τήν κατηγορία αὐτή. Στό μεσοδιάστημα αὐτό συνέβη τό ἀκόλουθο περιστατικό. Ἕνα γερμανικό πολεμικό ἀεροπλάνο, προκειμένου νά προσγειωθῆ στό ἀεροδρόμιο τοῦ Ἑλληνικοῦ, ἔπεσε στή θάλασσα. Ἕνα ἁλιευτικό πλοιάριο πού βρισκόταν πλησίον ἔσπευσε καί διέσωσε τούς Γερμανούς πιλότους. Ὁ διοικητής τοῦ ἀεροδρομίου, ἀφοῦ εὐχαρίστησε τούς Ἕλληνες ἁλιεῖς γιά τήν πρᾶξι τους, τούς ρώτησε ποιά χάρι θέλουν νά τούς κάνη κι ἐκεῖνοι αὐθόρμητα ζήτησαν τήν ἀποφυλάκισι τοῦ συντοπίτη τους καπετάν Γιάννη, πρᾶγμα τό ὁποῖο κι ἔγινε.
Σέ μιά ἐποχή δυστυχίας καί ἐλλείψεως τῶν πάντων, οἱ ἀνιδιοτελεῖς καί ἁπλοϊκοί αὐτοί ἄνθρωποι τό μόνο πού σκέφθηκαν ἦταν ἡ σωτηρία ἑνός ἀγαπητοῦ συμπατριώτη τους.
Μέσα στήν ἀγριότητα τοῦ πολέμου καί τῶν ἐσωτερικῶν ἀντιθέσεων, ὑπῆρξε μεταξύ τοῦ λαοῦ ἀνθρωπιά καί πράξεις ἀρετῆς καί ἀλληλεγγύης»(ΑΚ 274).

61. «Μερικές ἑκατοντάδες χιλιόμετρα πάνω ἀπ᾽ τά κεφάλια μας, περιστρέφεται ἀθόρυβα στό διάστημα ἕνα ἀπ᾽ τά ἐκπληκτικότερα ἐπιστημονικά ὄργανα τά ὁποῖα ἔχουν ποτέ κατασκευασθῆ —τό Διαστημικό Τηλεσκόπιο Hubble (ΔΤΧ). Κάθε μέρα μᾶς μεταφέρει εἰκόνες τοῦ σύμπαντος ἐξαιρετικῆς ὀμορφιᾶς, καθώς βυθίζει τό βλέμμα του βαθειά μέσα στό διάστημα, γιά νά κατασκοπεύση τά ἄστρα… καί τούς μακρυνούς γαλαξίες.
Δέν ἦταν πάντα ἔτσι· τό ΔΤΧ εἶχε καταστροφικό ξεκίνημα. Ὅταν ἐκτοξεύθηκε, τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1990, εἶχε ἐλαττωματική ὅρασι, ἐπειδή τό κύριο φωτοσυλλεκτικό κάτοπτρο εἶχε τροχισθῆ σέ λάθος σχῆμα. Τό κάτοπτρο ἀπεῖχε ἀπ᾽ τό προβλεπόμενο μόλις κατά τά δύο πεντηκοστά τοῦ πλάτους μιᾶς ἀνθρωπίνης τρίχας, αὐτό, ὅμως, ἀρκοῦσε, γιά νά θολώση τίς εἰκόνες, τίς ὁποῖες παρήγαγε τό ΔΤΧ.
Ἀλλά αὐτή ἀκριβῶς ἡ τελειότητα τῆς ἀτελείας τοῦ κυρίου κατόπτρου ἔκανε εὔκολη σχετικά, σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τήν ὀπτική, τήν ἐπιδιόρθωσί του. Τό Δεκέμβριο τοῦ 1993, ἀστροναῦτες σέ διαστημικό περίπατο συνέλαβαν τό ΔΤΧ σέ τροχιά, καί διόρθωσαν τό ἐλάττωμα στήν ὅρασί του. Τό τηλεσκόπιο ἄρχισε πλέον νά ἐκπληρώνη τήν ὑπόσχεσι τοῦ ἀνοίγματος ἑνός καινούργιου παραθύρου στό σύμπαν. Οἱ ἀποστολές συντηρήσεως, πού ἀκολούθησαν, πρόσθεσαν νέα ὄργανα, πού ἔχουν διευρύνει καί βαθύνει τή θέα ἀπ᾽ τό παράθυρο αὐτό»(ΔΤ 13).
Χρειάζεται συνεχής διόρθωσι τῆς πνευματικῆς ὁράσεώς μας.

62. «Οἱ δορυφόροι τοῦ Ἄρη ἀνακαλύφθηκαν ἀπό ἕναν Ἀμερικανό ἀστρονόμο, τόν Asaph Hall. Κάθε νύκτα, τό 1877, ἀγνάντευε μέ τό τηλεσκόπιό του τό διάστημα κοντά στόν Ἄρη καί δέν ἔβρισκε τίποτε. Τελικά τό πῆρε ἀπόφασι πώς δέν εἶχε κανένα νόημα νά συνεχίση. Εἶπε στή γυναῖκα του Angeline, τό γένος Stickney, ὅτι ἐγκατέλειπε τήν προσπάθεια. Αὐτή, ὅμως, τοῦ εἶπε: “Δοκίμασε ἀκόμα μιά νύκτα”. Τό ἔκανε καί ἀνακάλυψε τούς δορυφόρους. Τώρα ὁ μεγαλύτερος κρατήρας στό δορυφόρο Φόβο λέγεται Stickney πρός τιμήν τῆς γυναίκας πού παρότρυνε τό Hall νά συνεχίση τήν προσπάθεια»(ΜΓ 16).
Ἡ ἐπιμονή στά καλά φέρνει καρπούς.

63. «Ὅταν ἡ Μάχη τῆς Ἀγγλίας βρισκόταν στό ἀποκορύφωμά της [1940], ἡ ἑταιρεία ἀντιμετώπισε ἕνα ἀκόμη πιό δύσκολο πρόβλημα: τόν ἐντοπισμό ἑνός ραδιοφάρου, μέ τόν ὁποῖο οἱ Γερμανοί καθοδηγοῦσαν τά βομβαρδιστικά τους πρός τούς βρεταννικούς στόχους τους. Μετά ἀπό κάθε ἐπιδρομή, συγκεντρώνονταν ἀποσπασματικά καί συχνά ἀνακριβῆ στοιχεῖα ἀπό διαφόρους παρατηρητές, τά ὁποῖα παραδίδονταν στήν ὁμάδα τοῦ Leslie John Comrie. Ὕστερα ἀπό ἀρκετούς μῆνες μαθηματικῶν ὑπολογισμῶν ἰχνηλασίας πρός τά πίσω, πού γίνονταν πιό πολύπλοκοι λόγῳ τῆς ἀνεπαρκείας τῶν δεδομένων, ἡ ὁμάδα κατέληξε σέ μιά ἐκτίμησι γιά τή θέσι τοῦ ραδιοφάρου. Ἀμέσως ἀπογειώθηκε ἕνα ἀναγνωριστικό ἀεροπλάνο καί πραγματικά ἐντόπισε τόν καλά καμουφλαρισμένο φάρο σέ ἀπόστασι 100m ἀπ᾽ τό σημεῖο τό ὁποῖο εἶχε προβλέψει ἡ ὁμάδα του Comrie»(ΕΕ 13).
Οὐδέν κρυπτόν.

64. «Ὅταν δημοσιεύθηκε τό πρῶτο βιβλίο τοῦ Lombroso, ὁ Dr. Louis Adolph Bertillon, ὁ ὁποῖος ἀφιέρωσε τίς ἔρευνές του στή σύγκρισι καί τήν κατηγοριοποίησι τῆς μορφῆς καί τοῦ μεγέθους τοῦ κρανίου διαφορετικῶν φυλετικῶν τύπων, ἦταν πρόεδρος τῆς Ἀνθρωπολογικῆς Ἑταιρείας τοῦ Παρισιοῦ. Ὁ γυιός του Alphonse (1853-1914), ἀρχικά, δέν ἐνδιαφέρθηκε γιά τήν ἐργασία τοῦ πατέρα του. Ὡστόσο, ὅταν διορίσθηκε ὑπάλληλος στό τμῆμα ἀρχειοθετήσεως τῆς Ἀστυνομικῆς Διευθύνσεως, ἀντιλήφθηκε πώς οἱ μέθοδοι τῆς ἀνθρωπολογίας μποροῦσαν νά χρησιμοποιηθοῦν γιά τή σύνδεσι πρόσφατα συλληφθέντων μέ παλαιότερα ἀδικήματα. Ἕνας ἀπ᾽ τούς συνεργάτες τοῦ πατέρα του, ὁ Βέλγος στατιστικολόγος Lambert Quetelet, εἶχε δηλώσει πώς δέν ὑπάρχουν δύο ἄτομα, τά ὁποῖα νά ἔχουν ἀκριβῶς τόν ἴδιο συνδυασμό ἐξωτερικῶν μετρήσεων, καί ὁ νεαρός Bertillon πρότεινε ἕνα ἀνάλογο σύστημα ἐξακριβώσεως τῆς ταυτότητος στούς ἀνωτέρους του.
Ἔπειτα ἀπό σκληρή καί ἐπίμονη ἐργασία, ὁ Bertillon δημιούργησε ἕνα σύστημα ἀρχειοθετήσεως μέ 1.600 καταγραφές, πού παρέπεμπαν σέ μετρήσεις, τίς ὁποῖες εἶχε διεξαγάγει σέ συλληφθέντες ἐγκληματίες. Στίς 20 Φεβρουαρίου τοῦ 1883, εἶχε τήν πρώτη του ἐπιτυχία. Ἕνας ἄνδρας, ὁ ὁποῖος ὑποστήριζε πώς ὀνομαζόταν “Ντιπόντ”, παραπέμφθηκε σ᾽ αὐτόν, καί ἐκεῖνος, ἀφοῦ κατέγραψε τῆς ἐξωτερικές του μετρήσεις, ἄρχισε νά ψάχνη στά ἀρχεῖα του. Στό τέλος, ξεχώρισε μιά καταγραφή: “Εἶχες συλληφθῆ στίς 15 Δεκεμβρίου τοῦ περασμένου ἔτους”, ἀναφώνησε. “Τότε ἀποκαλοῦσες τόν ἑαυτό σου Μαρτέν”. Ἡ ἐπιτυχία του ἔγινε πρωτοσέλιδο στίς ἐφημερίδες τοῦ Παρισιοῦ καί, ὥς τό τέλος τοῦ ἔτους, ὁ Bertillon εἶχε προσδιορίσει τήν ταυτότητα περίπου 50 ἀμετανοήτων ἐγκληματιῶν, ἐνῶ τό 1884 πάνω ἀπό 300.
Οἱ ἀρχές τῆς Γαλλίας γρήγορα υἱοθέτησαν τό σύστημα τοῦ Bertillon (Bertillonage), ὁ ὁποῖος ἄρχισε τότε νά φωτογραφίζη τούς συλληφθέντες ὑπόπτους, καθώς καί τόν τόπο τοῦ ἐγκλήματος. Καθιέρωσε τή διαδικασία φωτογραφίσεως τῶν προσώπων, en face καί profile, καί εἰσήγαγε τό ἀποκαλούμενο “ὁμιλοῦν πορτραῖτο” (portrait parlé). Ἐπρόκειτο γιά ἕνα σύστημα περιγραφῆς τῶν χαρακτηριστικῶν τοῦ προσώπου (μύτη, μάτια, στόμα, πηγούνι κ.ἄ.), τό ὁποῖο παραμένει ἡ βάσι τῆς “προσωπογραφίας” ἀτόμων ἀπό περιγραφές μαρτύρων, καθώς καί ἄλλων συγχρόνων συστημάτων ἐξακριβώσεως ταυτότητος»(ΠΕ 17).
Πλήρης ἐξακρίβωσι θά γίνη κατά τή Β´ Παρουσία.

65. Σημειώνει ὁ Ἀναστάσιος Τζαβάρας: «Εἴχαμε πάει μαζί σ᾽ ἕνα γυναικεῖο Μοναστήρι καί μιά καλόγρια, πού εἶχε πολύ ἐπιθυμία νά δῆ τόν Παππούλη Πορφύριο [Καυσοκαλυβίτη], ἔτρεξε κοντά του καί τοῦ ἔρριξε πάνω του ἕνα ροῦχο της, γιά νά πάρη εὐλογία.
Φεύγοντας, μοῦ λέει ὁ Παππούλης:
“Ξέρεις, παιδί μου, ὅταν μοῦ ἔρριξε αὐτή ἡ καλόγρια τό ροῦχο της ἐπάνω μου, αἰσθάνθηκα ὅτι μοῦ ἔφυγε μιά μεγάλη δύναμι ἀπό πάνω μου”»(ΓΠ 38).

66. Ἀναφέρει ὁ π. Ἰωακείμ Καραχρῆστος: «Λίγο πιό πάνω, καθώς ἀνεβαίναμε πρός τίς Καρυές, ἀκούσθηκε ἕνας θόρυβος μέσα ἀπ᾽ τά κλαδιά καί πετάχθηκε ἕνα μουλάρι μέ ἕνα καλόγηρο πάνω. Ἀφηνίασε τό ζῶο, ἴσως ἀπό κάποιο ἀγριογούρουνο, πού πέρασε ἀπό μπροστά του. Ὅρμησε στό δρόμο, καί ὁ μοναχός τραυματίσθηκε σοβαρά στό πρόσωπο ἀπ᾽ τά κλαδιά. Ἔτρεχαν τά αἵματα. Πήγαμε γρήγορα κοντά του —εἶχα κι ἄλλους μαζί μου— τόν βοηθήσαμε νά κατεβῆ ἀπ᾽ τό μουλάρι καί εἴδαμε ὅτι τό μάτι του εἶχε πάθει μεγάλη ζημιά. Ὁ βολβός εἶχε πεταχθῆ ἔξω! Τόν ἔπιασα μέ τά δάκτυλά μου καί τόν ἔβαλα πάλι μέσα. Γέμισε ἡ παλάμη μου αἵματα...
—Γέροντα, τοῦ λέω, ἔλα νά σέ πᾶμε γρήγορα στόν ἀγροτικό γιατρό, γιατί ἔχεις μεγάλη ζημιά στό μάτι σου.
Ἀπαθέστατος, μοῦ λέει:
—Μά, εὐλογημένε, τό σταύρωσα.
Σταύρωσε τό μάτι του· δηλαδή, ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ πάνω του.
—Γέροντα, τοῦ λέω, καλά ἔκανες. Ἡ θεία χάρι καί ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ εἶναι δεδομένη, ὅμως καί οἱ γιατροί ἀπ᾽ τό Θεό εἶναι. Νά σέ πάω νά σοῦ τό πλύνη τουλάχιστον, νά σοῦ τό καθαρίση.
Ἐκεῖνος ἐπέμεινε:
—Ὄχι, εὐλογημένε. Δέν πιστεύεις;
Ἄρχισε νά μέ ἐλέγχη ὅτι δέν πιστεύω στό θαῦμα.
—Πιστεύω, τοῦ λέω, ἀλλά...
—Δέν ἔχει ἀλλά· μέ κόβει. Τό σταύρωσα, πάει καί τελείωσε.
Ἔφυγε. Ρώτησα ἐκεῖ κάποιον ποιός εἶναι καί, τόν ἑπόμενο χρόνο πού ἦλθα, τόν βρῆκα. Τό μάτι του εἶχε γίνει ἐντελῶς καλά. Τοῦ κάνω τήν ἀφελῆ ἐρώτησι:
—Γέροντα, μέ τό σταύρωμα ἔγινε καλά τό μάτι σου ἤ πῆγες καί στό γιατρό;
—Ἐσύ ἐκεῖ μέ τήν ἀπιστία σου, μοῦ ἀπάντησε! Ἀφοῦ σοῦ εἶπα ὅτι τό σταύρωσα. Τό ἔπλυνα καί μέ λίγο ἁγιασμό κι ἔγινε καλά. Ἔτσι ἔγινε καλά»(ΜΜ 52).

67. «“Κοιτάζει ὁ Θεός τό βουνό καί ἀναλόγως τοῦ βάζει τό χιόνι”. Αὐτή εἶναι ποντιακή παροιμία: “Τερεῖ ὁ Θεός τό ρασίν καί θέκ τό σόν”. Ψηλό βουνό, πολύ χιόνι· χαμηλό βουνό, λίγο χιόνι. Ἔτσι καί στή ζωή. Κοιτάζει ὁ Θεός τήν ἀντοχή μας καί βάζει ἀνάλογο βάρος. Ἀνάλογα βάσανα, ἀνάλογες δυσκολίες, ἀνάλογα ἐμπόδια. Τούς μεγάλους ἁγίους, τούς δυνατούς, τούς φόρτωσε μεγάλους σταυρούς ὁ Θεός. Ἐμᾶς τούς μικρούς καί ἀσήμαντους· μᾶς βάζει δυσκολίες στά μέτρα μας. Κατά τά μέτρα μας, λοιπόν, εἶναι στενή καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός»(ΜΜ 177).

Από το βιβλίο: Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Ψυχική Τόνωση (Διαχρονικό Ημερολόγιο), εκδ. Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός


<>



«Γιά τό μέγα μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ Φιλόσοφο μᾶς πληροφορεῖ ὁ Μέγας Ἀντώνιος. Ζοῦσε, λοιπόν, ὁ Φιλόσοφος κατά τόν 4ο αἰ. στήν ὀνομαστή Ἀλεξάνδρεια καί ἦταν πιστός στό Χριστό. Τό μαρτύριο στό ὁποῖο ὁρίστηκε νά ὑποβληθῆ ὁ ἔνθερμος ὁμολογητής ξεπερνᾶ τή φαντασία: ὁ τότε τύραννος πρόσταξε νά δέσουν τόν Ἅγιο σέ κλίνη, ὅπου μία γυναῖκα ἐλευθέρων ἠθῶν θά τόν παρακινοῦσε μέ κάθε τρόπο πρός αἰσχρή μείξι.
... Ὅμως, ὁ ἀγωνιστής τοῦ Κυρίου βρῆκε τρόπο νά γλυτώση ἀπ᾽ τά δίχτυα τῆς πόρνης. Πρῶτα ἔκλεισε τά μάτια του, γιά νά μή βλέπη, καί ἔπειτα μέ τά δόντια του κατέκοψε τή γλώσσα του. Ὅπως γνωρίζουμε, ἡ τομή —πόσο μάλλον ἡ ἐκτομή— τῆς γλώσας ἀφενός προκαλεῖ ἀφόρητους πόνους, ἀφετέρου τρομερή αἱμορραγία. Μά μέ τόν τρόπο αὐτόν, καί ὀ γενναῖος στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ διεφυλάχθη χάριτι ἀπαθής , ἀλλά καί ἡ γυναῖκα ντροπιασμένη ἦρθε σέ συστολή. Ὁ μάρτυς Φιλόσοφος ἀμέσως μετά ἀποκεφαλίστηκε καί μπῆκε στεφηφόρος στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ»(ΑΓ, 39).



<>





«Ὁ Ἅγ. Σώζων καταγόταν ἀπ᾽ τή Λυκαονία τῆς Μ. Ἀσίας καί ἔζησε περί τά τέλη τοῦ 3ου αἰ.. Ἦταν βοσκός ἀλλά ἡ φλογερή του πίστι καί ἡ κατά Χριστόν γνώσι τόν ἔκαναν καί διδάσκαλο λογικῶν προβάτων. Κάποτε στήν Πομπηιούπολι τῆς γειτονικῆς Κιλικίας βρέθηκε ἀντιμέτωπος μέ ἕνα ὁλόχρυσο ἄγαλμα τῆς θεᾶς Ἀρτέμιδος. Συναισθανόμενος ἀφενός τήν πλάνη τῆς λατρείας ἑνός ἀνθρωπίνου κατασκευάσματος καί ἐφετέρου τήν κοινωνική ἀδικία, μπαίνει κρυφά στό ναό τῶν εἰδώλων καί κόβει τό χέρι τοῦ πολύτιμου ἀγάλματος, πουλάει τό χρυσό τόν ὁποῖο περιεῖχε καί μοιράζει τό ἀντίτιμο στούς φτωχούς. Ὁ ἄρχοντας τῆς πόλεως, Μαξιμιανός, μαθαίνοντας τήν... βέβηλη πράξι, στρέφεται ἐναντίον πολλῶν ἀθώων ἀνθρώπων, πού ἐκεῖνος θεωροῦσε ὑπόπτους, τούς συλλαμβάνει καί τούς παραδίδει σέ βασανιστήρια, προκειμένου νά ὁμολογήσουν τό ὑποτιθέμενο κακούργημά τους. Ὁ Σώζων, ὅμως, μόλις ἀντιλήφθηκε τί συμβαίνει, φανερώθηκε καί ὁμολόγησε τόσο τήν πίστι του στό Χριστό ὅσο καί τό τόλμημά του. Ὁ Μαξιμιανός ὐποβάλλει τόν πραγματικό πιά ἔνοχο Χριστιανό σέ φοβερά βασανιστήρια: ὁρίζει νά τοῦ ἀποξέσουν τό δέρμα, νά τοῦ φορέσουν πυρακτωμένα σιδερένια ὑποδήματα, νά τόν μαστιγώσουν ἀνελέητα μέχρι νά γυμνωθοῦν τά κόκκαλά του. Ὁ Ἅγ. Σώζων ὑπέκυψε στίς φρικτές κακώσεις καί ἔτσι στέφθηκε μέ τό στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Τό νεκρό του σῶμα προσπάθησαν οἱ δήμιοι νά τό ρίξουν στήν πυρά. Θαυματουργικῶς, ὅμως, μιά ραγδαία βροχή ἔσβησε τή φωτιά. Κάποιοι Χριστιανοί μάζεψαν εὐλαβικά τά ἱερά λείψανα καί τά ἐνεταφίασαν, ἐνῶ πάνω ἀπ᾽ τό μνῆμα τοῦ μάρτυρα Σώζοντα λαμποκοποῦσε ἄνωθεν σταλμένο, ὁλόχρυσο τό φῶς τοῦ Κυρίου»(ΑΓ, 44).



<>






«Ὅταν οἱ Πέρσες κατέλαβαν τή Νίσιβη, ὁ Ἅγ. Ἐφραίμ ὁ Σύρος κατέφυγε ὡς πρόσφυγας μαζί μέ ἄλλους συντοπίτες του στήν Ἔδεσσα τῆς Μεσοποταμίας. Ἐκεῖ βρῆκε καί ἔμεινε σέ κάποια μικρή κατοικία. Ἀπέναντί του, ὅμως, κατοικοῦσε κάποια γυναῖκα ἀναίσχυντη, τῆς ὁποίας τό παράθυρο ἔβλεπε κατ᾽ εὐθεῖαν στό παράθυρο τοῦ ὁσίου. Μία μέρα ὁ Ἅγιος ἔβραζε κάποια χόρτα γιά νά φάη. Ἐκείνη, λοιπόν, ἄνοιξε τό παράθυρο καί τοῦ εἶπε:
—Ἀββᾶ, εὐλόγησον.
Αὐτός μέ διάκρισι τῆς ἀπάντησε ταπεινά:
—Ὁ Κύριος νά σέ εὐλογήση.
Ἐκείνη γέλασε πονηρά καί συνέχισε:
—Μήπως σοῦ λείπει κάποιο φαγητό, γιά νά σοῦ δώσω;
Ἐκεῖνος ἀμέσως κατάλαβε ποῦ τό πήγαινε καί πολύ ἔξυπνα τῆς ἀπάντησε:
—Ναί! Μοῦ λείπουν τρεῖς κοτρῶνες καί λίγος πηλός, γιά νά κλείσω αὐτή τή θυρίδα νά μήν σέ βλέπω καί μέ ἐνοχλεῖς.
Οὔτε τότε ντράπηκε αὐτή ἡ ἀδιάντροπη γυναῖκα, ἀλλά, κάνοντας σχεδόν ἐρωτική ἐξομολόγησι παρακινημένη ἀπ᾽ τόν πονηρό γιά νά πειράξη τό σεμνό καί ἀφιερωμένο Ἅγιο, τοῦ ἀποκρίνεται:
—Ἐγώ σέ χαιρέτησα εὐγενικά, διότι ποθῶ νά κοιμηθῶ μαζί σου, καί σύ ὑπερηφανεύεσαι καί μοῦ λές νά φράξης τό παράθυρο;
Ὅσο ἐκείνη τόν παρακινοῦσε μέ σατανικά λόγια σέ ἄπρεπον ἔρωτα, τόσο ἐκεῖνος τῆς ἀπαντοῦσε μέ ψυχωφελῆ καί σωτήρια λόγια. Τέλος πάντων, βλέποντας ὅτι μυαλό δέν βάζει οὔτε διορθώνεται, τῆς λέει:
—Ἄν ὀρέγεσαι νά κοιμηθοῦμε μαζί, ἄς πᾶμε ὅπου προτείνω ἐγώ.
Ἐκείνη, νομίζοντας ὅτι ὁ Ἅγιος ἐννοοῦσε κάποιο ἀπόμερο κελλί γιά νά μήν τούς δοῦν, χάρηκε:
—Ἄς πᾶμε ὅπου ἐπιθυμεῖς.
Τότε λέει ὁ ὅσιος:
—Πᾶμε καλύτερα στή μέση τῆς πόλεως καί ἐκεῖ ἄς ἁμαρτήσουμε.
—Καί δέν ντρέπεσαι τούς περαστικούς, πού θά μᾶς ἐμπαίξουν;, ἀπαντᾶ ἔκπληκτη ἡ γυναῖκα.
Τότε ὁ πάνσοφος Ἅγιος, πολεμῶντας μέ τά ἴδια της τά ὅπλα, τῆς ἀπεκρίθη:
—Τούς ἀνθρώπους τούς ντρέπεσαι. Μά δέν φοβᾶσαι τό Θεό, καημένη, πού βλέπει ὅλες τίς πράξεις μας, εἴτε φανερές εἴτε κρυφές;
Ἔτσι ἁλιεύθηκε ἡ ψυχή τῆς πόρνης ἐκείνης. Ἡ γυναῖκα συγκινήθηκε, μετανόησε καί ἔζησε ἔκτοτε σάν πάναγνο περιστέρι μέσα στό φωτεινό θέλημα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας»(ΑΓ, 47).

<>





«Ὁ Πέρσης βασιλιᾶς Βασιλίσκος πληροφορήθηκε γιά τή διδασκαλία καί τά θαύματα τοῦ Ἁγ. Μίλου. Τόν κάλεσε, λοιπόν, στό παλάτι καί ἀπαίτησε ἀπ᾽ τόν Ἅγιο νά τιμήση τόν ἥλιο, ὅπως συνήθιζαν ὡς πυρολάτρες οἱ Πέρσες ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Ὀ Ἅγιος, φυσικά, ἀρνήθηκε καί ὁμολόγησε σέ ποιοῦ τό ὄνομα καί μέ ποιοῦ τή δύναμι διδάσκει καί θεραπεύει. Θυμωμένος ὁ βασιλιάς, ὅρμησε μέ τό ξίφος του ἐναντίον τοῦ Ἁγίου, ἐνῶ συγχρόνως ἀπ᾽ τήν ἄλλη πλευρά μέ τό δικό του ἐγχειρίδιο (μαχαίρι) τοῦ ἐπιτέθηκε καί ὁ ἀδελφός του. Ὅ Ἅγ. Μίλος, πρίν ξεψυχήση, προεῖπε στούς δύο ἀδελφούς ὅτι ἀπό κοινή μάχαιρα θά πεθάνουν.
Πράγματι, τήν ἑπόμενη μέρα ὁ βασιλιᾶς καί ὁ ἀδελφός του πῆγαν γιά κυνήγι ξεχνῶντας τήν πρόρρησι τοῦ Ἁγίου. Κυνηγῶντας καί οἱ δύο τό ἴδιο ἐλάφι, προσπάθησαν νά τό θανατώσουν χτυπῶντας το συγχρόνως ὁ καθένας ἀπ᾽ τήν πλευρά του. Ὅμως,  τό κάθε ὅπλο κατευθύνθηκε καί τραυμάτισε θανάσιμα ὄχι τό θήραμα ἀλλά τόν ἕτερο ἀδελφό. Μέ τό δραματικό αὐτό τρόπο τελείωσε καί αὐτῶν ἡ ἐπίγεια βιοτή. “Πρό συντριβῆς ἡγεῖται ὕβρις”, μᾶς λένε οἱ Παροιμίες τῆς Π. Διαθήκης (16, 18), δηλαδή, πρίν ἀπ᾽ τήν πτώσι ἔρχεται ἡ ἀλαζονεία»(ΑΓ, 68).

<>






«Στήν Ἱ. Μονή τῶν Ἰβήρων εἶχαν προσκαλέσει γιά νά ψάλη στήν Πανηγυρική ἀγρυπνία τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ὡς δεξιός ψάλτης τόν καλλιφωνότατο Ρουμάνο μοναχό Νεκτάριο, ἀποκαλούμενο ἐκ καταγωγῆς καί ὡς “Βλάχο”. Σκασμένος, λοιπόν, ὁ μισόκαλος διάβολος πού θά ὑμνεῖτο μέ δόξα καί λαμπρότητα ἡ Παναγία μας καί ἐκμεταλλευόμενος τό ἔντονο πάθος τῆς ζηλοτυπίας κάποιων κακότροπων ἀμόναχων μοναχῶν, τί τούς ἔσπρωξε νά κάνουν; Πῆγαν λαθραίως καί ἔριξαν δηλητήριο στό ποτήρι τοῦ Βλάχου Νεκταρίου, ἐνόσῳ βρισκόταν στό κεραστικό, πρίν ἀπ᾽ τήν ἔναρξι τῆς ἀκολουθίας. Ἀφοῦ ἐκεῖνος ἤπιε ἀνίδεος τό περιεχόμενο, ἄρχισαν ξάφνου νά τόν ζώνουν οἱ πόνοι. Τότε ἀντιλήφθηκε τήν ἀνθρώπινη κακοβουλία καί τή δυσχερῆ ἐπιθανάτια θέσι στήν ὁποία εἶχε βρεθῆ. Ἀμέσως, λοιπόν, καί μέ ἀκράδαντη πίστι καί ἀφοσίωσι προστρέχει στήν πανίερη εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Πορταΐτισσας καί μέ δάκρυα ἀρχίζει νά παρακαλῆ σάν μικρό παραπονεμένο παιδί τή Θεοτόκο, “Παναγία μου, σῶσε με! Μέ δηλητηρίασαν” ἐνῶ συνάμα πίνει ὅλο τό λάδι ἀπ᾽ τήν κανδήλα τοῦ εἰκονίσματος. Τότε ἡ καλομάννα Παναγία μας, βλέποντας τήν ὀδύνη καί τό κλάμα τοῦ Νεκταρίου, προστρέχει ταχύτατα καί τοῦ χαρίζει τή θεραπεία σέ καταισχύνη τῶν ζηλοφθόνων καί σέ χαρά καί ἄρρητη ἀγαλλίασι τοῦ Βλάχου. Κατόπιν, ὅλο εὐδιαθεσία καί εὐγνωμοσύνη ἀκράτητη ἔψαλε μελωδικά, ὅσο ποτέ ἄλλοτε, στήν ἀγρυπνία. Ὅπως καί ὁ ἴδιος ὁμολογοῦσε, ποτέ στή ζωή του μετά ἀπό αὐτό τό συγκλονιστικό γεγονός καί τήν ταχεία καί θαυμαστή ἀντίληψι (συνδρομή) τῆς Θεοτόκου δέν εἶχε τέτοια διάθεσι καί καθαρότητα λάρυγγος ὅπως τή βραδιά ἐκείνη»(ΑΓ, 90).

<>






«Ἕνας σύγχρονος Ἅγιος ἀπ᾽ τό μαρτυρικό καί ἀλησμόνητο Πόντο, ὁ ὅσιος Ἰωάννης Τριανταφυλλίδης (13/6, †1903) ὁ πρεσβύτερος (ἱερέας), καταγόταν ἀπό εὐλαβεῖς γονεῖς, τόν Τριαντάφυλλο καί τήν Κυριακή. Ἐπειδή, ὅμως, δέν ὑπῆρχε σχολεῖο στήν πατρίδα του, ἔμαθε ἀπό ἕνα ἐγγράμματο τά κοινά γράμματα σέ ἕξι μῆνες, ὄντας πολύ εὐφυής.
Σέ ἡλικία 14 ἐτῶν ἔμεινε ὀρφανός ἀπό πατέρα. Γι᾽ αὐτό, ἀναγκάστηκε πρός ἐξεύρεσι ἐργασίας νά ξενιτευτῆ στά παράλια τοῦ Πόντου, ὅπου ἐργαζόταν τό χειμῶνα σέ ἀρτοποιεῖο καί τό καλοκαίρι στά χωράφια. Σέ ἡλικία 17 ἐτῶν νυμφεύθηκε κάποια σεμνή καί εὐλαβῆ νέα, ὀνόματι Ἑλένη, μέ τήν ὁποία ἀπέκτησε ἕνα γυιό καί θυγατέρες.
Κάποιο καλοκαίρι μέ τή σύζυγό του πηγαιναν στό χωριό μέ τά πόδια. Στό δρόμο τούς συνάντησαν τρεῖς ἄγγελοι μέ μορφή ἀνθρώπων. Προπορευόταν ὁ Ἰωάννης. Τόν κοίταξαν προσεκτικά οἱ ἄγγελοι, ἀλλά δέν τοῦ μίλησαν. Μετά συνάντησαν τή σύζυγό του καί ὁ ἕνας τῆς λέει:
—Οἱ χωριανοί σας περιμένουν νά γίνη ἱερέας ὁ Ἰωάννης. Αὐτό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ δεύτερος τῆς εἶπε:
—Μετά τριάντα χρόνια θά ἀξιωθῆτε νά προσκυνήσετε τούς Ἁγ. Τόπους.
Καί ὁ τρίτος:
—Μετά τήν κοίμησί του ὁ Ἰωάννης θά συναριθμηθῆ μέ τούς Ἁγίους.
Ἡ Ἑλένη ρώτησε μέ ἀπορία:
—Πῶς ἐσεῖς, πού εἶστε ἄνθρωποι, γνωρίζετε τό μέλλον, τί θά γίνη μετά ἀπό τριάντα χρόνια;
Ἐκεῖνοι ἀπάντησαν:
—Ἐμεῖς δέν εἴμαστε ἄνθρωποι ἀλλά ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ καί ἤρθαμε νά σᾶς προειδοποιήσουμε νά μήν ἀρνηθῆ ὁ Ἰωάννης τό Μυστήριο τῆς Ἱεροσύνης.
Ἐκείνη μέ φόβο καί συγκίνησι ἀπάντησε:
—Ἄς γίνη τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Τό 1870 μ.Χ. σέ ἡλικία 34 ἐτῶν, ὁ Ἰωάννης, προσκληθῆς στό μέγιστο ἀξίωμα τῆς Ἱεροσύνης καί κάνοντας ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, κατά τήν ἀγγελική πρόρρησι χειροτονήθηκε ἱερέας.
Ὁ πατήρ, ἀνάμεσα στίς πολλές ἀρετές πού εἶχε, διέθετε καί τό χάρισμα τῆς συμφιλιώσεως τῶν ἄλλων· μποροῦσε μέ τή Χάρι τοῦ Χριστοῦ νά μονοιάζη τούς ἀνθρώπους πού εἶχαν ἔχθρα μεταξύ τους. Ὡς εἰρηνοποιός, λοιπόν, ἔγινε τό “εἰρηνοδικεῖο” τῆς Ἱ. Μητροπόλεως...
Ὅταν, λοιπόν, μεμονωμένα ἄτομα ἤ καί ὁλόκληρα χωριά πήγαιναν στό Μητροπολίτη νά ἐκδικάση τίς διαφορές τους, αὐτός τούς παρέπεμπε στό π. Ἰωάννη λέγοντας:
—Πηγαίνετε σ᾽ ἐκεῖνον. Θά σᾶς συμβιβάση, ἐπειδή εἶναι σοφός, ἔχει γλυκιά γλῶσσα καί Θεία Χάρι.
Καί ὄντως τούς εἰρήνευε. Ἔρχονταν ὡς ἐχθροί ζητῶντας ἐκδίκησι καί ἔφευγαν σάν ἀδελφοί ἀγαπημένοι.
Ὁ π. Ἰωάννης εἶχε ἕνα ἐγγονάκι ἀπ᾽ τή θυγατέρα του, ἡ ὁποία πέθανε καί τό ἄφηνε ὀρφανό. Τό παιδάκι αὐτό κάποια μέρα ἔκανε μία ἀταξία στό σχολεῖο καί ὀ δάσκαλος τό ἔδειρε μέ ραβδί καί μέ κλοτσιές. Μετά ἀπό λίγες μέρες τό ὀρφανό ἐγγονάκι του πέθανε. Ἄλλοι συγγενεῖς καί ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ ἤθελαν νά ἐκδικηθοῦν τό δάσκαλο καί νά τόν σκοτώσουν. Ὁ π. Ἰωάννης ἔκανε πολλή προσευχή. Στό δικαστήριο ζήτησε καί κατόρθωσε νά εἰρηνεύση τούς ἐπαναστατημένους συγγενεῖς καί νά βγάλη ἀπ᾽ τή φυλακή τό δάσκαλο. Ὡς παπποῦς τοῦ πεθαμένου ὀρφανοῦ πόνεσε, ἀλλά ὡς μαθητής τοῦ Χριστοῦ, ὡς κήρυκας τῆς ἀγάπης, συγχώρησε καί ἀποφυλάκισε τό δάσκαλο»(ΑΓ, 108).

<>





«Στήν ἀθεοκρατούμενη Ρωσία πρίν ἀπό χρόνια ἕνα παιδί εἶχε δαιμονισθῆ σέ σημεῖο πού, ὅπου καί ἄν βρισκόταν, τά πάντα νά παίρνουμε φωτιά. Δέν εἶχε ἀφήσει ὁ ἐξαποδός οὔτε σαλόνι, οὔτε ψυγεῖο, οὔτε πουλί πετούμενο πού νά μήν τό κάνη στάχτη καί μπούλμπερη.
Ἔτσι, σκέφτηκαν οἱ ταλαίπωροι γονεῖς νά τό βαπτίσουν, μήπως καί φύγει τό δαιμόνιο.
Πράγματι, τό βάπτισαν κρυφά, μά καί πάλι τά ἴδια, ὅλα γινόντουσαν μπουρλότο.
—Μά, πάτερ, δέν ἔκανες καλά τή Βάπτισι; Δέν εἶπες ὅλα τά λόγια;
—Ἐγώ; Καί βέβαια ἔκανα τή Βάπτισι ὅπως πρέπει. Μά μόνο τίς πρῶτες εὐχές, τίς ἐξορκιστικές, δέν διάβασα. Τί τά θές; Ὁλόκληρο Μυστήριο τελέσαμε, θαρρῶ πώς οἱ εὐχές αὐτές εἶναι περιττές.
Σάν τό ἔμαθε ὁ Ἐπίσκοπος τῆς ἐπαρχίας, μάλωσε τόν ἱερέα καί τόν διέταξε νά διαβάση στό παιδί καί τίς ἐξορκιστικές εὐχές τό γρηγορότερο Ἔτσι, εὐθύς ἀμέσως τά δαιμόνια ἐλάκισαν, ἀφήνοντας ἥσυχο τό πλάσμα τοῦ Θεοῦ καθώς καί τήν οἰκοσκευή τοῦ σπιτιοῦ του»(ΑΓ, 127).

<>





«Ὁ Ἅγ. Νεομάρτυρας Γεώργιος καταγόταν ἀπ᾽ τήν Κύπρο. Ἀφοῦ ἀναχώρησε ἀπ᾽ τήν πατρίδα του, ἔφθασε στήν Πτολεμαΐδα τῆς Παλαιστίνης (σημερινή Ἄκκρα), ὅπου ὑπηρετοῦσε κοντά σέ κάποιον Εὐρωπαῖο πρόξενο. Ἐκεῖ, προσφέροντας τίς ὑπηρεσίες του στόν ἀφέντη του, ἐπισκεπτόταν συχνά τό σπίτι μιᾶς φτωχῆς μωαμεθανῆς, ἡ ὁποία εἶχε μιά νεαρή θυγατέρα, γιά νά ἀγοράση αὐγά. Καί καθώς περνοῦσε ὁ καιρός καί ὁ νέος πήγαινε συχνά ἐκεῖ, ἡ νεαρή κόρη ἔβγαινε καί συνομιλοῦσε μαζί του ἐλεύθερα, ἀκόμα κι ὅταν ἀπουσίαζε ἡ μητέρα της. Τό ἔτος 1752 μ.Χ. κάποιες Τουρκάλες γειτόνισσες, ἐπειδή ὁ Γεώργιος δέν ἀγόραζε αὐγά ἀπό αὐτές, τόν συκοφάντησαν ὅτι εἶχε ἀθέμιτες σχέσεις μέ τήν νεαρή μωαμεθανή καί μέ κραυγές συγκέντρωσαν μπροστά στό σπίτι τῆς μωαμεθανῆς τόν τούρκικο ὄχλο.
Ὁ Γεώργιος, διαμαρτυρόμενος γιά τήν ψευδῆ κατηγορία πού τούς προσῆψαν, ὁδηγήθηκε βίαια στόν ἱεροδικαστή. Μάταια ἐκεῖνος προσπάθησε νά τόν πείση νά γίνη μουσουλμάνος πρός ἀποφυγή τῆς τιμωρίας. Ὁ μάρτυρας, παρά τίς προσπάθειες τοῦ κριτῆ καί τίς κολακεῖες ἤ τίς φοβέρες τοῦ ὄχλου, παρέμεινε ἀμετάθετος στήν πίστι, δηλώνοντας ὅτι Χριστιανός γεννήθηκε καί Χριστιανός θέλει νά πεθάνη.
Τότε ὀ κριτής διέταξε τή θανάτωσί του. Ὁ μάρτυρας Γεώργιος ὀδηγήθηκε σέ κάποιον τόπο κοντά στή θάλασσα. Οἱ δήμιοι ἀνάγνωσαν τήν καταδίκη του σέ θάνατο καί προσπάθησαν πάλι μέ κολακεῖες καί ὑποσχέσεις νά ἐπιτύχουν τόν ἐξισλαμισμό του. Ὁ μάρτυς ὕψωσε τότε τά ἁλυσοδεμένα χέρια του στό οὐρανό καί ἀνεβόησε: “Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, δέξαι τό πνεῦμα μου καί ἀξίωσέ με τῆς Βασιλείας Σου”. Οἱ Τοῦρκοι τόν πυροβόλησαν καί ὁρμῶντας πάνω του διαμέλισαν τό τίμιο λείψανό του διά μαχαίρας. Τότε ἐκεῖ πού ἦταν γαλήνη μεγάλη, τήν ἴδια στιγμή γίνεται ἕνας ἀναβρασμός τῆς θάλασσας μεγάλος, καί παρόλο πού ὁ τόπος ὅπου κειτόταν τό λείψανο τοῦ μάρτυρα ἦταν σέ μεγάλη ἀπόστασι ἀπ᾽ τή θάλασσα, περίπου ἴσης μέ τή βολή ἑνός τουφεκιοῦ καί ἀκόμα πιό μακρυά, ἡ θάλασσα ἔγινε σάν ἕνα θηρίο ἀνήμερο καί βγῆκε ἀπ᾽ τό φυσικό της τόπο καί ἀφοῦ ἦρθε ὥς ἐκεῖ πού βρισκόταν τό ἱερό λείψανο, ἔπλυνε τό μαρτυρικό αἷμα πού ἔτρεχε ἀπό αὐτό καί ἔγινε ὁλόκληρη σάν ἕνας κόκκινος ἀφρός ἀπό κιννάβαρι. Καί καθώς ἀνέβαινε ἀπ᾽ τούς τοίχους τοῦ τζαμιοῦ τῶν ἀγαρηνῶν καί τοῦ κουμερκίου τους, ζητοῦσε νά τά γκρεμίση καί τά δύο μέ τά κύματά της. Βλέποντας αὐτό τό φοβερό θαῦμα οἱ ὀθωμανοί καί φοβούμενοι μήπως καταποντισθῆ ὁλόκληρη ἡ πόλι τους, ἔτρεξαν ἀμέσως καί ἐξανάγκασαν τούς Χριστιανούς νά ἔρθουν καί νά παραλάβουν τό σῶμα τοῦ μάρτυρος. Πράγματι, οἱ Χριστιανοί πῆραν μέ τιμή καί θάρρος τό ἱερό ἐκεῖνο σῶμα καί φέρνοντάς το στήν ἐκκλησία τό ἔθαψαν ἐκεῖ, ὅπου καί σήμερα βρίσκεται, καί ἀμέσως ἡσύχασε ἡ θάλασσα καί εἰρήνευσε πάλι, ἀφοῦ καθάρισε σάν δούλη τό ἁγιότατο αἷμα τοῦ νεομάρτυρα»(ΑΓ, 129).
<>





«Παρόμοιο ἐπίσης καί ἀξιομνημόνευτο γεγονός συνέβη καί μέ τόν ἁγιασμένο Γέροντα Ἰάκωβο Τσαλίκη, ὅταν στά μέσα σχεδόν τῆς δεκαετίας τοῦ 1980 κατέβηκε ἅγιος ἄγγελος γιά νά παραλάβη τήν ψυχή του. Τότε, ὅμως, παρενέβη πάραυτα ὁ ὅσιος Δαυΐδ ὁ ἐν Εὐβοίᾳ, ὁ ὁποῖος παρήγγειλε στόν ἄγγελο νά ἀναβάλη τούτη τή μετάβασι “ἄχρι καιροῦ”, δηλαδή γιά ὕστερα, σέ μετέπειτα χρόνο. Γιά νά μή φύγη, ὅμως, ὁ ἄγγελος ἄπρακτος καί μέ ἀδειανά τά χέρια πρός τίς οὐράνιες ἀψίδες, παρέλαβε ἀπ᾽ τό μοναστήρι τήν ψυχή μιᾶς γιαγιᾶς προσκυνήτριας πού καθόταν στή βρύση τῆς μονῆς. Τί μεγάλη εὐλογία μιά τέτοια μετάβασι πρός τά αἰώνια, ἐπάνω στά φωτεινά καί γλυκάζοντα χέρια ἑνός ψυχοπομποῦ ἀγγέλου»(ΑΓ, 155).

<>






-Συνομιλήτρια: Δηλαδή Γέροντα, γίνονται πολλά πίσω, που δεν τα πιάνουμε;
-Γέροντας ΕΦΡΑΙΜ της Αριζόνας: Βεβαίως.
Γι’ αυτό πρέπει από παντού να προσέχουμε.
Προσοχή μεγάλη.
Θα περάσουμε δικαστήριο φοβερό.
-Συνομιλήτρια: Η κόλαση πως είναι;
-Γέροντας ΕΦΡΑΙΜ: Πως είναι;
Φρίκη, φρίκη. Ούτε πουλάκι να μην πάει εκεί.
Όπως πνίγονται οι άνθρωποι στη θάλασσα, έτσι πνίγονται στα βάσανα της κόλασης, συντροφιά με τους δαίμονες.
Να προσευχόμαστε για τους νεκρούς.
Είναι μεγάλη ελεημοσύνη.
Η μητέρα μου ήτανε πολύ ενάρετη γυναίκα.
Στα λόγια της στήριζα την παιδική μου ζωή.
Πριν πεθάνει ήτανε δύο χρόνια κατάκοιτη και έλεγε:
«Πάτερ πες τον Θεό να με πάρει. Κουράστηκα».
Αλλά πριν φύγει έδωσε μάχη.
-Συνομιλήτρια: Μάχη με ποιους;
- Γέροντας ΕΦΡΑΙΜ: Τους δαίμονες.
-Συνομιλήτρια: Τους βλέπατε;
-Γέροντας ΕΦΡΑΙΜ: Ναι, όπως βλέπω τους ανθρώπους.
-Συνομιλήτρια: Ο Αρχάγγελος δεν την βοηθούσε;
Γέροντας ΕΦΡΑΙΜ: Ήτανε πίσω από τη πλάτη της.
Είχε υποχωρήσει.
Να πολεμήσει μόνη της, να στεφανωθεί..
Άγιος Γέροντας Εφραιμ Αριζόνας +


<>




Ναταλία Νικολάου: «Ὁ παπποῦς μου Βασίλειος ἦταν Ἕλληνας ἐξόριστος στά χρόνια τῶν διωγμῶν. Τό ἐπάγγελμά του ἦταν ἀνθρακωρύχος. Κατοικοῦσε στήν πόλι Κούσμπας στό νότιο μέρος τῆς δυτικῆς Σιβηρίας, στή βιομηχανική ζώνη τῆς Σοβιετικῆς Ἑνώσεως.
Τό 1970, ὅταν ἦταν ἡ βάρδια τοῦ παπποῦ στό ἀνθρακωρυχεῖο τοῦ ἄνθρακα (κάρβουνου) πού ἐργαζόταν, ἔγινε ἰσχυρή ἔκρηξι ἀερίου στούς διαδρόμους πού ἄνοιγαν οἱ ἐργάτες στά στρώματα τοῦ ἄνθρακα, μέ ἀποτέλεσμα νά κλείσουν ὅλοι οἱ διάδρομοι ἀπ᾽ τούς ὄγκους τοῦ ἄνθρακα πού κατέρρευσαν καί νά ἐγκλωβισθῆ βαθιά ὅλη ἡ ὁμάδα.
Ὁ παπποῦς μου ἦταν κρυπτοχριστιανος καί, ὅπως μᾶς ἔλεγε, “ἀκούμπησα τήν καρδιά μου στό Θεό καί τήν Παναγία μας καί μ᾽ ὅση δύναμι εἶχα παρακαλοῦσα γιά τή σωτηρία μας”.
—Παιδιά, ἔλεγε στούς ἐργάτες, ἄν περιμένουμε νά μᾶς βροῦν σκάβοντας, θά χρειασθῆ περίπου ἕνας μῆνας. Θά πεθάνουμε. Προτείνω νά ἀρχίσουμε ἐμεῖς νά σκάβουμε.
—Βασίλη, ἀπό ποῦ νά ἀρχίσουμε;
—Δέν γνωρίζω.
Καί τότε τήν ἀμηχανία μας ἔλυσε ἀπροσδόκητα μιά ἐμφάνισι. Ὁ Ντρουζώκ, ἕνας μικρούλης ἀρουραῖος.
Κάποτε κατέστρεψα, χωρίς νά τό θέλω, μᾶς διηγήθηκε ὁ παπποῦς, μιά φωλιά ἀρουραίων, μητέρα καί 6 μικρά. Ἕνας μικρούλης ἀρουραῖος, βαρειά τραυματισμένος, ἐπιβίωσε καί τόν φρόντισα, δίνοντάς του γάλα καί ψωμί. Ἀπό τότε γίναμε φίλοι.
Ἡ τελευταία, ὅμως, ἐμφάνισί του ἦταν πολύ παράξενη. Ἦλθε δίπλα μας καί ξαφνικά ἀπομακρύνθηκε τρέχοντας. Ἐμφανίσθηκε πάλι καί ξανάφυγε. Αὐτό ἐπαναλήφθηκε μερικές φορές. Τί ἤθελε νά μᾶς πῆ ὁ Ντρουζώκ; Μήπως νά τόν ἀκολουθήσουμε; Σκεφθήκαμε ὅτι καλύτερα εἶναι νά κινηθοῦμε, παρά νά περιμένουμε ἕνα σίγουρο θάνατο, ἀφοῦ τό μόνο πού εἶχε ὁ καθένας μας ἦταν ἕνα μπουκαλάκι νερό κι ἕνα σάντουιτς.
Ἀποφασίσαμε νά ἀκολουθήσουμε τό μικρό ζῶο. Μᾶς ὁδήγησε σ᾽ ἕνα πολύ χαμηλό καί στενό διάδρομο. Μπροστά ὁ Ντρουζώκ, πίσω ἐμεῖς, ἕνας-ἕνας μέ τήν κοιλιά. Πέρασαν κάποιες ὧρες, ὅταν ξαφνικά βρεθήκαμε μπροστά σ᾽ ἕνα συμπαγή τοῖχο ἀπό κάρβουνο.
Λάθος ἔκανε ὁ Ντρουζώκ, σκεφθήκαμε καί ἀποφασίσαμε νά γυρίσουμε πίσω. Μόλις κινηθήκαμε, τό ζῶο μέ τά μικρά του δόντια μοῦ ἅρπαξε τό παντελόνι, συνεχίζει ὁ παπποῦς, σάν νά μᾶς ἔλεγε “μή φύγετε”. Τότε ἕνας ἐργάτης ἄρχισε νά κτυπάη τόν τοῖχο. Ὁ Ντρουζώκ ἡσύχασε, πλησίασε τόν τοῖχο, σάν νά ἤθελε μέ τά μικρά του πόδια νά τόν σπρώξη κι αὐτός. Δουλεύαμε δύο-δύο, ἐναλλάξ. Τό μικρό ζῶο δίπλα μας. Ἔτσι ἐργασθήκαμε πέντε 24ωρα. Κάι τό θαῦμα ἔγινε. Βρεθήκαμε σέ μιά τρύπα πρός τά πάνω. Σωθήκαμε ὅλοι, καί τά 25 ἄτομα. Οἱ οἰκογένειές μας μᾶς περίμεναν μέ ἀγωνία, ἀφοῦ ἤμασταν οἱ μόνοι προστάτες τους.
Μαζί μας καί ὀ μικρός φίλος μας, ὁ ὁποῖος ἀπέκτησε τό δικό του σπιτάκι στόν κῆπο μας καί κατοικοῦσε μαζί μας σάν κατοικίδιο ζῶο. Ὅλοι μας ἀπορούσαμε:
—Πῶς ἀντέξατε, παπποῦ, νηστικοί, διψασμένοι, κατάκοποι τόσες ἡμέρες;
—Ὁ Θεός, παιδιά μου, ἔβαλε στήν καρδιά μας ἕνα θησαυρό, τόσο μεγάλο, τόσο πολύτιμο! Δέν δουλεύαμε γιά νά σωθοῦμε ἐμεῖς, ὁ καθένας μας δηλαδή, ἀλλά νά σωθοῦν οἱ ἄλλοι· ἐμεῖς ἄς πεθαίναμε. Τό ὄνομα τοῦ θησαυροῦ; Ἀγάπη»(περ. Ἡ Δράση μας, τεῦχ. 611, 308).


<>



«Μιά κοπέλλα μισοῦσε τόν ἑαυτό της πού ἦταν τυφλή. Μισοῦσε τόν καθένα, ἐκτός ἀπ᾽ τόν ἀγαπημένο της. Αὐτός ἦταν πάντα ἐκεῖ γι᾽ αὐτή. Τήν ἀγαποῦσε πολύ καί ἦταν πάντα δίπλα της. Τοῦ εἶχε πεῖ ὅτι ἄν μποροῦσε νά δῆ τόν κόσμο, τότε θά τόν παντρευόταν! Μιά μέρα κάποιος τῆς δώρισε δύο μάτια καί τότε μπόρεσε νά δῆ τόν κόσμο πού τόσο πολύ ἤθελε. Εἶδε καί τόν ἀγαπημένο της. Ἐκεῖνος τή ρώτησε γεμάτος χαρά:
—Τώρα πού μπορῆς νά δῆς τόν κόσμο, θά μέ παντρευτῆς;
Ἡ κοπέλλα, ὅμως, ἔκπληκτη εἶδε, ὅτι ὁ ἀγαπημένος της ἦταν κι αὐτός τυφλός καί σοκαρισμένη ἀπό αὐτό, ἀρνήθηκε νά τόν παντρευτῆ. Τό ἀγόρι ἔφυγε δακρυσμένο καί μέ πόνο ἀργότερα τῆς ἔστειλε ἕνα γράμμα πού ἔγραφε:
—Ἁπλά σέ παρακαλῶ, νά προσέχης τά μάτια μου...!!!»(https://www.rimata-zois.gr).


<>



«Χθές τό βράδυ, ἐπισκέφθηκα μ᾽ ἕνα φίλο κάποιον μοναχό, στό Μοναστήρι του. Ἤμασταν χαρούμενοι γιά τή συνάντησι καί οἱ τρεῖς. Κάναμε τόν Ἐσπερινό καί μετά καθήσαμε στήν ἁπλή τραπεζαρία του γιά τσάι. Τότε ὁ μοναχός μᾶς ἀφηγήθηκε τήν ἑξῆς ἱστορία: Πρίν ἀπό χρόνια, ὑπῆρχε ἀνομβρία στήν περιοχή τῆς Χαλκίδος καί ὁ Ἐπίσκοπος ἀποφάσισε νά κάνουν δέησι στό Θεό, γιά νά πάψη τό κακό. Κάποια στιγμή, ἀφοῦ διάβασαν οἱ ἱερεῖς τίς εὐχές, ἕνας ἀπό αὐτούς ἀπευθύνθηκε στόν παπά πού εἶχε τή φήμη σαλοῦ.
—Πές κι ἐσύ μιά εὐχή, τοῦ εἶπε χωρίς νά πιστεύη πώς κάτι θά γινόταν μέ τόν ἱδιόρυθμο ρασοφόρο.
—Νά ᾽ναι εὐλογημένο, ἔκανε ὑπάκοή ὁ ἄνθρωπος, πλησίασε στήν εἰκόνα τοῦ Τ. Προδρόμου, ἔσκυψε μπροστά στόν εἰκονιζόμενο καί τοῦ εἶπε:
—Βλάμη, μπουμπούνα το!
Ἀμέσως τότε ἀκούστηκε ἀπ᾽ τά βουνά μιά μεγάλη βροντή κι ἔπειτα ἀπό λίγο ξεκίνησε νά βρέχη»(ΜΛ, 184).

<>




«Συνέβη, ὅμως, κατά τό Θεῖο Βάπτισμα [τοῦ Ἰωάννη, τοῦ μετέπειτα Γέροντος Θεοδοσίου τῆς Βηθανίας (+1991)], τό ἑξῆς θαυμαστό γεγονός: Ὅταν ὁ ἱερουργός τοῦ Μυστηρίου τοῦ Θείου Βαπτίσματος π. Δημήτριος πῆρε νά χύση τό εὐλογημένο λάδι στήν Ἀγία Κολυμβύθρα, τό λάδι, ἀφοῦ ἀρχικά ἑνώθηκε μέ τό ἁγιασμένο νερό, σχημάτισε παραστατικά τό σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στό ἁγιασμένο νερό. Ὅλοι τότε θαύμασαν τοῦτο τό παράδοξο γεγονός.
Τί ἄραγε νά σημαίνει αὐτό;
Τήν ἀπορία τήν ἔλυσε ὁ π. Δημήτριος ὅταν, μετά τή βάπτισι τοῦ Ἰωάννη, ἐναπέθεσε τό νεοφώτιστο στή νονά του, ἡ ὁποία τόν περίμενε μέ τό κατάλευκο σεντόνι πού κρατοῦσε ἁπλωμένο στά χέρια της. Εἶδαν τότε στή νονά του, ἡ ὁποία τόν περίμενε μέ τό κατάλευκο σεντόνι πού κρατοῦσε ἁπλωμένο στά χέρια της. Εἶδαν τότε ὅλοι τό ἴδιο σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ σχηματισμένο στήν πλάτη τοῦ νεοφώτιστου. Ὁ π. Δημήτριος, πού εἶχε τήν τιμή νά βαπτίση τό χαριτωμένο αὐτό βρέφος, δέν εἶχε πιά καμμιά ἀμφιβολία γιά τή σημασία αὐτοῦ τοῦ θαυμαστοῦ γεγονότος.
Καί εἶπε στή νονά:
“Καλότυχη σύ, γιατί τό παιδί αὐτό τό ὁποῖο κρατᾶς στήν ἀγκαλιά σου θά γίνη ἱερέας”.
Καί ἦταν ἡ πρόρρησι αὐτή τοῦ εὐσεβεστάτου ἱερέα ἀληθινή»(ΓΒ, 18).

<>






«Τήν ἄσκησι αὐτή τῆς ἐλεημοσύνης τήν γνώριζαν οἱ ἀδελφές τῆς Μονῆς καί συνέβαλλαν κι αὐτές. Ὡστόσο ὑπῆρχαν καί φορές πού δέν τή γνώριζαν. Ἦταν τότε πού ὁ Γέροντας Θεοδόσιος τῆς Βηθανίας (+1991) πίστευε ὅτι οἱ ἀδελφές θά τοῦ ἔφερναν ἀντίρρησι καί θά τοῦ στέκονταν ἐμπόδιο. Ἔτσι, ἀναφέρουν οἱ ἴδιες οἱ ἀδελφές, ὅταν ὁ Γέροντας εἶχε αὐτή τή σκέψι, ἀσκοῦσε τήν ἐλεημοσύνη κρυφά. Μάλιστα μιά φορά ἀδελφή τῆς Μονῆς ἐντόπισε μέσα στή ντουλάπα του ἕνα μικρό δοχεῖο λάδι, τό ὁποῖο τήν ἑπόμενη ἡμέρα, κρατώντας το μέσα στό ράσο του ὁ Γέροντας, τό πῆρε καί τό ἔδωσε ἐλεημοσύνη σέ φτωχή οἰκογένεια τῆς Βηθανίας»(ΓΒ, 183).

<>





«Τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Νεαπόλεως καί Σαμαρείας κ.κ. Ἀμβροσίου.
“... Ἕνα ἀπ᾽ τά θαύματα ἔγινε σέ ἐμένα προσωπικά, ὡς ἑξῆς: ... Ἐπισκέφθηκα τόν προσωπικό μου ἰατρό, ὁ ὁποῖος μοῦ συνέστησε νά κάνω ἰατρικές ἐξετάσεις καί ὑπέρηχο. Ἡ διάγνωσι ἦταν ὅτι εἶχα προστάτη σέ προχωρημένη κατάστασι. Ἦταν ἡμέρα Τρίτη, ὅταν πῆρα τά ἀποτελέσματα. Φυσικά ἤμουν πολύ στενοχωρημένος. Μοῦ ἔκλεισαν ραντεβοῦ γιά τήν ἐρχόμενη Δευτέρα νά κάνω κάτι συμπληρωματικές ἐξετάσεις καί νά μπῶ δι᾽ ἐγχείρισι.
Τήν Πέμπτη μέ κάλεσαν νά πάω γιά λειτουργία στή Βηθανία, διότι δέν εἶχαν ἱερέα. Βέβαια, στό μεταξύ παρακαλοῦσα στόν Πανάγιο Τάφο νά μέ ἀπαλλάξη ἀπό αὐτή τήν ταλαιπωρία, ἰδιαιτέρως κατά τή λειτουργία ἐκείνης τῆς ἡμέρας. Προσευχόμουν καί στήν Παναγία καί στούς ἄλλους Ἁγίους. Ξεχωριστά παρακάλεσα τόν π. Θεοδόσιο τῆς Βηθανίας νά πρεσβεύη γιά τό αἴτημά μου πρός τόν Κύριο. Κατά τό διάστημα τῆς Θ. Λειτουργίας ἱδρώνω πάρα πολύ, ὥστε νά μουσκέψη ἀκόμη καί τό ἀντερί μου. Ἔτσι ἔγινε καί ἐκείνη τήν ἡμέρα. Ἐξήλθαμε ἀπ᾽ τόν Ναό καί καθήσαμε ἀπέναντι ἀπ᾽ τόν τάφο τοῦ π. Θεοδοσίου νά πάρουμε πρωϊνό. Βλέποντάς με ἔτσι μουσκεμένο οἱ μοναχές μοῦ εἴπανε:
—Σεβασμιώτατε, βγάλτε τό πουκάμισό σας καί τό ἀντερί νά τά πλένουμε, διότι ἔτσι θά κρυώσετε.
Τούς εἶπα:
—Δέν ἔχω ἄλλα νά φορέσω.
Ἡ ἀπάντησι ἦταν:
—Θά σᾶς δώσουμε νά φορέσετε τοῦ Γέροντα, μέχρι νά στεγνώσουν τά δικά σας.
Χάρηκα ἰδιαιτέρως καί ἔκανα ὅ,τι μοῦ εἶπαν.
Μετά τό πρωϊνό, κι ἐνῶ εἶχα φορέσει τό ἀντερί τοῦ Γέροντα, πλησίασα τόν τάφο του καί τόν προσκύνησα. Ἀκριβῶς ἐκείνη τήν ὥρα αἰσθάνθηκα ὅτι μέσα στά σπλάχνα μου, σάν νά εἶχα μία φιάλη γεμάτη νερό, πού —ὅταν ἀνοίξουν ἀπό κάτω τήν κάνουλα— τό νερό τρέχει πρός τά κάτω. Κατ᾽ αὐτόν τόν τρόπο ἔφθασε αὐτή ἡ κίνησι κάτω ἀπ᾽ τά γόνατά μου καί σταμάτησε ἀμέσως. Κατάλαβα ὅτι ὁ Γέροντας ἐπενέβη δραστικά μέ τήν προσευχή του στό Θεό. Δέν εἶπα σέ κανένα τίποτε. Περίμενα, ὅμως, ἐναγωνίως νά πάω στό γιατρό, νά κάνω τήν ἐξέτασι καί νά πάρω τήν ἀπάντησι, πού ἦταν ἡ ἑξῆς:
—Πάτερ μου, δέν ὑπάρχει προστάτης. Ἐξελίσσεται φυσιολογικά γιά τήν ἡλικία σας. Πηγαίνετε νά κάνετε τό ταξίδι στήν πατρίδα σας καί καλή διαμονή.
Ἔτσι ἀπηλλάγην”»(ΓΒ, 217).

<>






«Ἕνας ἐρημίτης, βρῆκε καταφύγιο στό βουνό γιά νά διαλογιστῆ καί νά προσευχηθῆ.
Τόν ἔβλεπαν συχνά πολύ ἀπασχολημένο.
Μιά μέρα, κάποιος τόν ρώτησε:
—Πῶς γίνεται νά ἔχης τόση δουλειά ἀφοῦ ζῆς στή μοναξιά;
Ὁ ἐρημίτης ἀπάντησε:
—Ἔχω ἀρκετά πράγματα νά κάνω.Ἐκπαιδεύω δύο γεράκια, ἐκπαιδεύω δύο ἀετούς, ἠρεμῶ δύο κουνέλια, πειθαρχῶ ἕνα φίδι, παρακινῶ ἕνα γάιδαρο καί δαμάζω ἕνα λιοντάρι.
—Μά δέν βλέπω κανένα ζώο ἐδῶ γύρω, πού εἶναι;
Ὁ ἐρημίτης ἀπάντησε:
—Αὐτά τά ζῶα τά κουβαλάμε ὅλα, ὅλοι, μέσα μας. Τά δύο γεράκια, ρίχνουν τόν ἑαυτό τους πάνω ἀπό ὅ,τι τούς παρουσιάζεται, καλό ἤ κακό, πρέπει νά τούς ἐκπαιδεύσω νά ρίξουν τόν ἑαυτό τους σέ καλά πράγματα: Εἶναι τά μάτια μου.
Οἱ δύο ἀετοί μέ τά νύχια τούς πονᾶνε καί καταστρέφουν, πρέπει νά τούς ἐκπαιδεύσω νά τεθοῦν σέ ὑπηρεσία καί νά βοηθήσουν χωρίς νά βλάψουν: Εἶναι τά χέρια μου.
Τα κουνέλια θέλουν νά πᾶνε ὅπου θέλουν, θέλουν νά ἀποφύγουν δύσκολες καταστάσεις, πρέπει νά τούς μάθω νά εἶναι ἤρεμα ἀκόμα καί ἄν ὑπάρχουν βάσανα, προβλήματα ἤ οτιδήποτε δέν μοῦ ἀρέσει: Εἶναι τά πόδια μου.
Τό πιό δύσκολο πράγμα εἶναι νά παρακολουθῆς τό φίδι, εἶναι κλειδωμένο σ᾽ ἕνα δυνατό κλουβί, ἀλλά εἶναι πάντα ἕτοιμο νά ἐπιτεθῆ, νά δαγκώση καί νά τοποθετήση τό δηλητήριό του σέ ὅποιον εἶναι κοντά, ὁπότε πρέπει νά τό πειθαρχήσω: Είναι ἡ γλῶσσα μου.
Ὁ γάιδαρος εἶναι πεισματάρης, δέν θέλει νά κάνη τό καθήκον του, εἶναι πάντα κουρασμένος καί ἀρνεῖται νά κουβαλήση τό βάρος του: Εἶναι τό σῶμα μου. 
Καί τέλος, πρέπει νά δαμάσω τό λιοντάρι, θέλει νά γίνη ὁ βασιλιάς, εἶναι ψηλά καί πάντα θέλει νά εἶναι ὁ πρῶτος, εἶναι ματαιόδοξος, εἶναι περήφανος, νομίζει ὅτι εἶναι ὁ καλύτερος: Εἶναι ὁ ἐγωϊσμός μου.
Ὅπως βλέπεις, ἔχω νά κάνω»(Σαλπίσματα ἀληθείας - ψυχοφελείς δημοσιεύσεις, https://www.facebook.com).


<>





«Ὁ παπα-Εφραίμ Κατουνακιώτης ἔλεγε στόν π. Εὐάγγελο Παπανικολάου, καί πρίν καί μετά τήν χειροτονία τοῦ π. Εὐαγγέλου:
“Η δουλειά τοῦ παπᾶ εἶναι νά διαβάζη ὀνόματα, χιλιάδες ὀνόματα, εἰδικά τῶν κεκοιμημένων.
Οἱ ζωντανοί ὅλο καί κάποιον θά βροῦν νά τοῦ ποῦν τόν πόνο τους, ὅλο καί κάποιος θά τούς στηρίξη ἔστω λίγο.
Στήν ἄλλη ζωή ὄλοι εἶναι ἐν μετανοίᾳ, ἀλλά δέν μπορούν οἱ ἴδιοι νά κάνουν τίποτε.
Δουλειά τοῦ παπᾶ, εἶναι νά μνημονεύη ὀνόματα κεκοιμημένων στήν Προσκομιδή”.
“Μια φορά”, ἔλεγε ὁ παπά-Ἐφραίμ, “κοιμήθηκε ἕνα καλογέρι μου.
Εἶδα κατόπιν ὄτι τό καλογέρι δέν εἶχε πάει σέ καλό μέρος...
Ἔκανα, λοιπόν, μεγάλη προσευχή γιά τήν ψυχή τοῦ καλογεριοῦ μου.
Τό βράδυ ἐμφανίζεται ὁ Χριστός καί μοῦ λέει:
—Σταμάτα νά προσεύχεσαι γιά τό καλογέρι σου, γιατί αὐτός ἔχει τελειώσει.
Ὁ παπα-Ἐφραίμ, τίποτε.
Συνέχιζε ἀκάθεκτος τίς προσευχές καί τά κομποσχοίνια καί τή μνημόνευσι τοῦ καλογεριοῦ τοῦ στήν Προσκομιδή.
Τοῦ ἐμφανίζεται ξανά ὁ Χριστός μας καί τοῦ λέει:
—Σέ παρακαλῶ, σταμάτα νά τόν μνημονεύης. Αὐτός δέν θά ἀλλάξη μέρος.
Ὁ παπα-Ἐφραίμ συνέχιζε τήν προσευχή γιά τό καλογέρι, τοῦ ὀποίου ἡ ψυχή δέν εἶχε πάει στόν Παράδεισο.
Ἔρχεται ὁ Χριστός μας γιά τρίτη φορά στόν παπα-Εφραίμ καί τοῦ λέει:
—Σ᾽ ἀγαπῶ, γιατί μοῦ μοιάζεις! Τό καλογέρι σοῦ δέν ἀξίζει ὅ,τι ζητᾶς, ἀλλά θά γίνη, ἐπειδή μοῦ μοιάζεις!”(http://amfoterodexios.blogspot.com/2021/12/blog-post_59.html).




<>




«Λίγο πρίν ἀπ᾽ τό Πάσχα, ἔφτασε ἡ ὥρα νά διδάξη τό 6ο κεφάλαιο, τῆς ἀναπαραγωγῆς. 
Μετά ἀπό μιά ἑβδομάδα ἔπρεπε νά ἐπεξεργαστοῦν σέ ὀμάδες τή σχετική δραστηριότητα ἀπ᾽ τό Τετράδιο Ἐργασιῶν, ἀλλά ἐκεῖνος ἦταν παντελῶς ἀπροετοίμαστος. 
Εἶχε γράψει τρία διαφορετικά σχέδια μαθήματος καί τά ἀπέρριψε ὄλα. 
Μπῆκε στήν τάξι μέ τήν ἀγωνία ἑνός νεοδιόριστου καί τή λαχτάρα τοῦ γονιοῦ ἀπέναντι στίς δεκαεπτά ψυχοῦλες πού εἶχε μπροστά του.
—Παιδιά μου, εἶπε διστακτικά, ἔχετε ἀκούσει φαντάζομαι γιά τήν ἔκτρωσι ἤ ἄμβλωσι. Ξέρει κάποιος νά μᾶς πῆ τί ἀκριβῶς γίνεται;
Καμμιά δεκαριά χέρια σηκώθηκαν. 
Εἰπώθηκαν πολλά. 
Τό θέμα εἶχε τραβήξει τό ἐνδιαφέρον τῶν μαθητῶν. Ἄλλοι σχολίαζαν δυνατά, ἄλλοι περίμεναν ὑπομονετικά νά τούς δώση τό λόγο κι ἄλλοι κουβέντιαζαν σιγά.
—Γιατί ἄραγε οἱ ἄνθρωποι καταφεύγουν στήν ἄμβλωσι;, τούς εἶπε. 
Χωρίς νά περιμένη ἀπάντησι, συνέχισε τά ἐρωτήματα.
—Εἶναι ἡ μόνη λύσι στά ἀδιέξοδα πού προκύπτουν; Τα ἄρρωστα παιδιά ἔχουν δικαίωμα νά ζήσουν; Ἄν ἡ μητέρα τοῦ Μπετόβεν ἐπέλεγε τήν ἄμβλωσι ὠς τή μόνη λύσι, τί θά ἔχανε ἡ ἀνθρωπότητα;
Σέ λίγη ὥρα ἡ συζήτησι εἶχε ἀνάψει γιά τά καλά καί τό σχέδιο μαθήματος εἶχε πάει περίπατο. 
Χωρίς νά τό πολυκαταλάβη, μπῆκε καί σ᾽ ἄλλα χωράφια. 
Τούς μίλησε γιά τήν ἱερή στιγμή τῆς συλλήψεως καί τότε βρῆκε τήν εὐκαιρία γιά νά ἐξηγήση στά παιδιά πού τόν ἄκουγαν ἀμίλητα, πώς κάποια πράγματα πού ὁ κόσμος θεωρεῖ ὅτι εἶναι ἀντισύλληψι, κάθε ἄλλο παρά ἀντισύλληψι εἶναι.
Τό κουδούνι χτύπησε γιά διάλειμμα, ἀλλά κανένας μαθητής δέν κουνήθηκε. 
Ἡ συζήτησι συνεχίστηκε. 
Τούς μίλησε καί γιά τό Σύλλογο πού συμπαραστέκεται στά κορίτσια πού ἔχουν ἀνεπιθύμητη ἐγκυμοσύνη. 
Εἶπαν πολλά. 
Οἱ μαθητές τόν διέκοπταν συνέχεια μέ ἐρωτήσεις καί ἀπορίες. 
Μόνο ὅταν μπῆκε ὁ φιλόλογος γιά τήν ἑπόμενη διδακτική ὥρα συνειδητοποίησαν ὄτι ἔπρεπε νά σταματήσουν.
Τήν ἄλλη χρονιά δέν δίδαξε Βιολογία. 
Τήν ζήτησε ἄλλος συνάδελφος. 
Τό ἴδιο ἔγινε καί τίς ἑπόμενες χρονιές. 
Κάποιο ἀπό τά ἑπόμενα καλοκαίρια μετά τήν ἐπιστροφή ἀπ᾽ τίς διακοπές, παραξενεύτηκε ὅταν βρῆκε ἑπτά μηνύματα στόν τηλεφωνητή. 
—Κύριε, ἡ Κατερίνα Δ. εἶμαι. Μέ θυμᾶστε; Μᾶς κάνατε Βιολογία στήν Α´ Γυμνασίου. Σᾶς παρακαλῶ πᾶρτε με τηλέφωνο στό 210... Εἶναι ἀνάγκη.
Ἄκουσε καί τά ὑπόλοιπα μηνύματα, ὅλα σχεδόν μέ τό ἴδιο περιεχόμενο καί ὅλα ἀπ᾽ τήν Κατερίνα.
“Τι νά τῆς συμβαίνει ἄραγε;”, σκεφτόταν ὅση ὥρα πληκτρολογοῦσε τόν ἀριθμό. 
Ἔμεινε ἄφωνος μέ τά νέα πού ἔμαθε ἀπ᾽ τήν Κατερίνα. 
Ἡ Ἐβελίνα, ἕνα ὄμορφο καί ζωηρό κορίτσι ἀπ᾽ τήν τάξι τους εἶχε δεσμό μέ τό Διαμαντή, ἕνα ἀγόρι ἀρκετά μεγαλύτερο, πού ἦταν φαντάρος. 
Ὅταν ἡ Ἐβελίνα κατάλαβε πώς κυοφοροῦσε τό παιδί τους καί τό ἐκμυστηρεύτηκε στή μητέρα της, ἐκείνη τήν ἔδιωξε ἀπό τό σπίτι. 
Τή μάζεψε εὐτυχῶς ἡ μητέρα τοῦ ἀγοριοῦ. 
Ἔπρεπε, ὅμως, νά ἀποφασίσουν τί θά γίνη ἀπό κεῖ καί πέρα. 
Ἡ μητέρα τοῦ Διαμαντῆ συμπαθοῦσε πολύ τήν Ἐβελίνα. 
Τούς πρότεινε νά παντρευτοῦν καί τούς ὑποσχέθηκε ὄτι θά ἔμεναν σπίτι της ὄσο καιρό χρειαζόταν. 
Δέν ἤθελε ἐπ᾽ ὀυδενί νά διακόψουν τήν κύησι. 
Ἡ Ἐβελίνα, ὄμως, ἦταν 17 ἐτῶν, δηλαδή ἀνήλικη. 
Καί δέν μποροῦσε νά παντρευτῆ. 
Ἐπιπλέον τά οἰκονομικά τῆς οἰκογένειας τοῦ Διαμαντῆ ἦταν δύσκολα.
Τότε ἡ Κατερίνα θυμήθηκε τό μάθημα τῆς Βιολογίας πού ἔκαναν στήν Α´ Γυμνασίου καί τό Σύλλογο πού τούς εἶχε πει ὁ καθηγητής τους. 
Ἔψαξαν νά τόν βροῦν στό τηλέφωνο. Ἀλλά ἐκεῖνος δέν ἀπαντοῦσε. 
Χωρίς νά χάσουν καιρό, ἀναζήτησαν πληροφορίες στό internet, στήν ἀρχή στά τυφλά καί χωρίς ἐλπίδα. Τελικά τά κατάφεραν. 
Ἐπισκέφθηκαν μαζί μέ τήν Ἐβελίνα τό Σύλλογο. 
Ἡ κοπέλλα πού τούς ὑποδέχθηκε, χειρίστηκε τό θέμα μέ πολλή σύνεσι καί λεπτότητα. 
Ἡ μητέρα τῆς Ἐβελίνας, ὄμως, ἦταν ἀνένδοτη. Τότε μπῆκε σέ ἐφαρμογή τό plan B. 
Ὁ εἰσαγγελέας ἀνηλίκων ἔδωσε, ἀντί τῶν γονέων, τήν συγκατάθεσι γιά νά γίνη ὁ γάμος. 
Κουμπάροι ἦταν ὅλη ἡ τάξι! 
Καί ἐκλεκτός προσκεκλημένος ὁ καθηγητής τῆς Βιολογίας στό Γυμνάσιο.
Ἀνόρεχτα ἄνοιξε τόν ὑπολογιστή του ὁ συνταξιοῦχος καθηγητής τῶν Φυσικῶν ἐπιστημῶν γιά νά διαβάση καμμιά εἶδησι. 
Ὕστερα ἀπό κάμποση ὥρα μπῆκε στό facebook. 
Ἔχει καιρό τώρα πού ἄνοιξε λογαριασμό. 
Ἡ γυναῖκα του τόν κοροϊδεύει. 
—Μόνο τά πιτσιρίκια ἔχουνε facebook. 
—Καί ὅσοι αἰσθάνονται ἀκόμα πιτσιρίκια, τῆς ἀπαντοῦσε ἐκεῖνος. 
Πάντα ἤθελε νά συμπορεύεται μέ τή νέα γενιά. 
Ὄχι γιά νά τό παίζη νέος καί in. 
Ἤθελε μόνο νά ξέρη πῶς σκέφτονται, πῶς λειτουργοῦν.
Πληκτρολόγησε τόν κωδικό καί μπῆκε στό λογαριασμό του. 
Εἶχε 92 likes στήν τελευταία του ἀνάρτησι. “Τό ψηφιακό ναρκωτικό πού τρέφει τό ναρκισσισμό μας”, σκέφτηκε καί... οὔπς, εἶδε ἕνα αἴτημα φιλίας. 
Ἔκανε κλίκ στό διπλό προσωπάκι καί διάβασε: Ἡ Evln Ppd σᾶς ἔκανε αἴτημα φιλίας. 
Τί εἶναι πάλι αὐτό τό Evln Ppd; Εἶχε ὡς ἀρχή νά μήν κάνει διαδικτυακούς φίλους πρόσωπα πού δέν τά ἤξερε καί στήν πραγματική ζωή. Διέγραψε τό αἴτημα φιλίας καί τότε πρόσεξε πώς εἶχε καί ἕνα αἴτημα στό messenger ἀπ᾽ τήν Evln Ppd. 
Τό ἄνοιξε. 
“Κύριε, μέ θυμάστε; Ἡ Ἐβελίνα Παπαδοπούλου εἶμαι. Τί κάνετε; Πολύ χάρηκα ὅταν εἶδα τό ὄνομά σας στό fb. Εἶστε ἀκόμα στό σχολεῖο; Ἐμεῖς μένουμε οἰκογενειακῶς στήν Κρήτη. Ὁ Διαμαντής ἔχει ἀνοίξει μία βιοτεχνία μέ γαλακτοκομικά προϊόντα καί πᾶμε πολύ καλά. Ἐγώ κύριε, ὅταν τό μωρό μας ἔγινε δύο ἐτῶν, πῆγα ξανά σχολείο. Ἔδωσα Πανελλήνιες καί πέρασα στό ΤΕΙ, Χημεία Τροφίμων. Πήρα δίπλωμα καί βοηθῶ τό Διαμαντή στό μαγαζί. Κάναμε ἀκόμα ἕνα παιδάκι καί... περιμένω τρίτο. Κύριε, δέν θά ξεχάσω ὅ,τι κάνατε γιά μας. Σᾶς περιμένουμε στήν Κρήτη νά ἔλθετε μέ τήν οἰκογένειά σας”.
—Πέτρο, μήπως ξέρεις πώς βρίσκουμε διαγραμμένα αἰτήματα φιλίας;, φώναξε στό γυιό του.
—Τί τά θές τά social media, ἀφού δέν τό ᾽χεις; ἀπάντησε βαριεστημένα ὁ γυιός.
Δέν περίμενε ἄλλο. 
Ἔκανε κλίκ στό πλαίσιο τῆς ἀναζητήσεως καί πληκτρολόγησε Evln Ppd. 
Τή βρῆκε, ἔκανε δεκτό τό αἴτημα φιλίας καί μπῆκε στόν “τοῖχο” της. 
Διάβασε τήν πιό πρόσφατη ἀνάρτησί της. Μιλοῦσε γιά τά ὑπέροχα συναισθήματα τῆς μανούλας πού κυοφορῆ. 
Αὐτόματα πῆγε νά κάνη κλίκ στό like. 
Στάθηκε σκεφτικός. 
Τί κρίμα! 
Αὐτό τό φτωχό μπλέ εἰκονίδιο μέ τόν ἀνασηκωμένο ἀντίχειρα δέν χωράει ὅλα ὅσα αἰσθανόταν γιά τήν Ἐβελίνα καί τά ἑκατοντάδες παιδιά πού ὁ Θεός ἔβαλε στό δρόμο του. 
“Τά reactions θέλουν ἐπειγόντως update”, μουρμούρισε.
Ὁ γυιός, πού ἔτυχε νά περνάη δίπλα του, τό ἄκουσε καί κοντοστάθηκε ἔκπληκτος. 
Μάταια προσπαθοῦσε νά καταλάβη τί εἶχε στό μυαλό του ὁ πατέρας ...
Κρ. Π.
Πηγή: Ἀμφοτεροδέξιος»(http://miteriko.blogspot.com/2018/10/blog-post_18.html).


<>




«Παγανιστές ὁδήγησαν τόν Ἅγ. Sven τῆς Arboga τῆς Σουηδίας (+10ος αἰ.) βαθιά σ᾽ ἕνα ἄλσος, ἐκεῖ ὅπου βρισκόταν ὁ χώρος λατρείας τους, λίγες ἑκατοντάδες μέτρα νότια τοῦ ποταμού Arbogaån καί τόν σκότωσαν διά λιθοβολισμοῦ. Στό σημεῖο ὅπου ἔπεσε τό σῶμα τοῦ Ἁγίου καί τό αἷμα του πότισε τή γῆ, ξεπήδησε θαυματουργικά μία πηγή ἡ ὁποῖα σχημάτισε μιά λίμνη...
Ἡ πηγή, ἡ ὁποῖα ξεπήδησε ὅταν ὁ Ἅγ. Sven ἔπεσε στό ἔδαφος καί σχημάτισε μιά μικρή λίμνη ὅπου ὑπῆρχαν καί ψάρια, χρησιμοποιήθηκε ἀργότερα γιά νά τροφοδοτήση μέ νερό τήν πόλι μέχρι τό 1930»(https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2021/07/24.html).



<>









Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Τό νά ξέρης νά μιλάς εἶναι σπάνιο, τό νά ξέρης νά σιωπᾶς εἶναι σοφία, τό νά ξέρης νά ἀκοῦς εἶναι δῶρο.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Τό πρόβλημα μέ τήν ἀνατροφή μας εἶναι ὅτι ὅλοι μᾶς διδάσκουν πῶς νά παίρνουμε πράγματα καί κανείς δέν μᾶς διδάσκει πῶς νά τά παρατᾶμε.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Ἡ ζωή εἶναι σάν ἕνα ταξίδι τραίνου μέ τούς σταθμούς του, τίς ἀλλαγές, τά ἴχνη, τά ἀτυχήματά του. Ὅταν γεννιόμαστε μπαίνουμε στό τραῖνο καί βρίσκουμε τόν ἑαυτό μας μέ τούς γονεῖς μας καί πιστεύουμε ὅτι πάντα θά ταξιδεύουν στό πλευρό μας, ἀλλά σέ κάποιο σταθμό θά κατέβουν...
Μέ τόν ἴδιο τρόπο στό τραῖνο μας θά υπάρχουν καί ἄλλοι σημαντικοί ἄνθρωποι: τά ἀδέρφια μας, οἱ φίλοι, τά παιδιά καί ἐπίσης ἡ ἀγάπη τῆς ζωής μας.
Πολλοί θά κατέβουν καί θά ἀφήσουν ἕνα μόνιμο κενό... ἄλλοι θά περάσουν ἀπαρατήρητοι!
Αὐτό τό ταξίδι θά εἶναι πλούσιο στίς χαρές, τίς λύπες, τίς φαντασιώσεις, τίς προσδοκίες καί τούς χαιρετισμούς. Ἡ ἐπιτυχία αὐτοῦ τοῦ ταξιδιοῦ συνίσταται στό νά ἔχουμε μιά καλή σχέσι μέ ὄλους τούς ἐπιβάτες, μέ τό νά δίνουμε τόν καλύτερο ἑαυτό μας.
Τό μεγάλο μυστήριο εἶναι ὅτι δέν ξέρουμε σέ ποιό σταθμό θά πᾶμε κάτω, γι᾽ αὐτό πρέπει νά ζοῦμε μέ τόν καλύτερο τρόπο, μέ ἀγάπη, συγχώρεσι, προσφορά, ἔτσι ὅταν ἔρθη ἡ ὥρα νά ἀφήσουμε καλές ἀναμνήσεις στούς ἄλλους ἐπιβάτες.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com



Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Γιά νά κάνης ἐχθρούς δέν χρειάζεται νά κηρύξης πόλεμο, πρέπει μόνο νά πῆς τήν ἀλήθεια.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Ἡ συγχώρεσι πέφτει σάν ἐλαφριά βροχή ἀπ᾽ τόν οὐρανό στή γῆ. Εἶναι δύο φορές εὐλογημένη· εὐλογεῖ ἐκεῖνον πού τήν δίνει καί ἐκεῖνον πού τήν παίρνει.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Πώς ο πατέρας Ανανίας Κουστένης (+2021), σώζει ομογενή από τήν ΤΡΑΓΩΔΙΑ των Διδύμων Πύργων στήν Νέα Υόρκη το 2001

Κάποιος νεαρός ομογενής από τις ΗΠΑ επισκέφθηκε το 2001 την Ελλάδα. Ο πατέρας του του είπε, πριν επιστρέψει, να επισκεφθεί οπωσδήποτε τον π. Ανανία Κουστένη και να πάρει την ευχή του.  Εκείνος δυσανασχετούσε, αλλά ο πατέρας του επέμενε …

Τελικά επισκέφθηκε τον π. Ανανία στο κελλί του, πήρε την ευχή του και φεύγοντας του είπε ο π. Ανανίας:

 «Πάρε αυτό σαν ευλογία». 

Και του έδωσε την εικόνα του Αγίου Ευφροσύνου του Μαγείρου (εορτάζει στις 11 Σεπτεμβρίου).

Όταν επέστρεψε στις ΗΠΑ, έχοντας πάνω του την εικόνα του Αγίου Ευφροσύνου, ξεκίνησε να πάει στη δουλειά του που ήταν στους γνωστούς Δίδυμους Πύργους. 

Καθώς πήγε να ανοίξει την πόρτα του σπιτιού του, αυτή δεν άνοιγε με τίποτα! Εκείνος επέμενε γιατί είχε αργήσει, αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Τότε τηλεφώνησε στήν δουλειά του και είπε το πρόβλημά του, λέγοντας ότι θα καθυστερήσει μέχρι να βρεθεί κάποια λύση.

Μετά από λίγο έγινε το γνωστό τρομοκρατικό χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους και ο ομογενής αυτός σώθηκε από Θαύμα. 

Έκτοτε δοξάζει τον Θεό και ευχαριστεί τον Άγιο Ευφρόσυνο, όπως και τον π. Ανανία …


<>






Μια γυναίκα η οποία λεγόταν Ελένη Δαβαρία η οποία κατοικούσε στην Παροικιά της Πάρου ανέβαινε συχνά στην Μονή και έκανε διάφορες δουλειές στις αδελφές της Μονής.

Μίαν ημέρα της λέει ο όσιος Αρσένιος ο εν Πάρω:
– Τέκνον, εδώ που έρχεσαι και εργάζεσαι, τι σου δίνουν οι αδελφές για τον κόπο σου; Σε πληρώνουν;
– Όχι, δεν μου δίνουν χρήματα διότι δεν έχουν, αλλά μου δίνουν άρτον, καφέ, ζάχαρη και άλλα είδη.
– Από αυτά τα είδη που σου δίνουν, δίνεις σε κανένα φτωχό, όταν σου ζητήσει ή τύχει να συναντήσεις κάποιον στον δρόμο.
– Όχι, Γέροντα, δεν μου ζητούν διότι γνωρίζουν ότι είμαι φτωχή, αλλ’ ούτε στον δρόμο συνάντησα κάποιον να μου ζητήσει.
– Άκουσε τέκνον, εάν θέλεις ο Χριστός να ευλογεί και σε και τα ολίγα τρόφιμα που σου δίνουν, όταν συναντήσεις κανένα φτωχό πεινασμένο και σου ζητήσει να του δίνεις. Επίσης όταν γνωρίζεις κανένα ότι είναι φτωχός και έχει ανάγκην ή καμιά χήρα ή ορφανό να πεινούν, μην περιμένεις να σου ζητήσουν. Δίνε με ευχαρίστηση και μη φοβάσαι, αλλά να πιστεύεις ότι ο Χριστός αοράτως θα ευλογεί τα λίγα υπάρχοντά σου και δεν θα πεινάσεις, ούτε θα στερηθείς μέχρι τέλους της ζωής σου.
– Ευχαρίστως Γέροντα, σε ό,τι μου είπες, θα σας κάμω υπακοή.

Βάζοντας μετάνοια και αναχωρώντας από την Μονή, είχε μαζί της και οκτώ άρτους τους οποίους της είχαν δώσει.

Μόλις απομακρύνθηκε από την Μονή, περίπου 500 μέτρα, συναντά τον γέροντα Δημήτριο Μαούνη, ο οποίος της ζήτησε λίγο ψωμί, γιατί είχε να φάει από την προηγούμενη ημέρα.

Η Ελένη, αμέσως, έβγαλε έναν άρτο από το ταγάρι της και του τον έδωσε με πολλή προθυμία.

Όταν προχώρησε άλλα 500 μέτρα, βλέπει μία σύζυγο ενός ψαρά που μάζευε χόρτα, καθώς ο σύζυγός της είχε τέσσερις μέρες να πιάσει ψάρια, όπως έμαθε η Ελένη αφού την ρώτησε.

Τότε, έβγαλε από το ταγάρι της και της έδωσε δύο ψωμιά.

Όταν έφθασε στην Παροικιά, βλέπει ένα παιδί το οποίο ήταν τεσσάρων χρονών να κλαίει, επειδή πεινούσε και η μάνα του δεν είχε να του δώσει ψωμί. Βλέπει και την μητέρα του παιδιού που στεκόταν μέσα στο σπίτι της με σταυρωμένα τα χέρια, η οποία προσευχόταν και έκλαιγε.

Παίρνει τότε έναν άρτο και τον δίνει στο παιδί.

Η Ελένη, όταν έφθασε στο σπίτι της έβγαλε από το ταγάρι της τα πράγματα και βλέπει ότι οι άρτοι, αντί να ήταν τέσσερις, δεν λιγόστεψαν, έμειναν οκτώ.

Θαυμάζοντας για το γεγονός αυτό, επέστρεψε αμέσως συγκινημένη στην Μονή και με δάκρυα στα μάτια έπεσε γονατιστή στα πόδια του οσίου Αρσενίου και του διηγήθηκε το θαύμα, ευχαριστώντας τον Θεό και τον Άγιο.

 Από το βιβλίο του Γέροντα, Αρχιμανδρίτη Φιλοθέου Ζερβάκου, «Βίος και θαύματα του οσίου πατρός ημών Αρσενίου του νέου του εν τη νήσω Πάρω ασκήσαντος», έκδοση έκτη, της Ιεράς Μονής Χριστού Δάσους, Πάρος 1996

<>









«Ἕνα πολύ βροχερό καλοκαίρι ὁ μεγάλος Ἅγ. Nathalan Ἐπίσκοπος τοῦ Tullich τῆς Σκωτίας (+678), στήν ἀδυναμία μιᾶς στιγμῆς, καταράστηκε τή βροχή ἡ ὁποία ἐμπόδιζε τήν συγκομιδή. Ἀμεσώς μετανόησε καί ὡς πράξι μετάνοιας γιά τή μεγάλη ἁμαρτία του πού καταράστηκε τή δημιουργία τοῦ Θεοῦ ἔβαλε ἀλυσσίδες μέ λουκέτο στό δεξί του χέρι καί στό δεξί πόδι του, πέταξε τό κλειδί στόν ποταμό Dee καί ἀλυσσοδεμένος ξεκίνησε μέ τά πόδια νά πάη στή Ρώμη γιά νά ζητήση συγχώρεσι.
Ὅταν ἔφτασε στή Ρώμη κάθισε γιά δεῖπνο καί ὅταν ἔκοψαν στή μέση ἕνα μεγάλο μαγειρεμένο ψάρι βρῆκε τό κλειδί τῶν ἀλυσσιδῶν του τό ὁποῖο εἶχε ρίξει στόν ποταμό Dee πολλούς μῆνες προηγουμένως.
Ὁ Ἅγ. Nathalan κοιμήθηκε ὁσιακά τό 678 καί τιμᾶται ὡς ἕνας ἀπ᾽ τούς Ἰσαποστόλους τῆς Σκωτίας»(https://journeytothelandscapesofyourheart.blogspot.com/2021/12/nathalan-tullich-678-greek-flowers.html).



<>




«Ὁ Ἅγ. Rumwold (†662) ἦταν ἕνα ἅγιο βρέφος στήν Ἀγγλία τό ὀποῖο ἔζησε γιά τρεῖς ἡμέρες τό 662. Λέγεται πώς ἦταν θαυματουργικά γεμάτος ἀπό Χριστιανική εὐλάβεια παρότι ἦταν μόνο ἕνα βρέφος. Μποροῦσε νά μιλάη ἀπ᾽ τήν ὥρα τῆς γεννήσεώς του. Προφήτευσε πώς θά πέθαινε σύντομα, ζήτησε νά βαπτιστῆ καί ἔκανε ἕνα κήρυγμα πρίν ἀπ᾽ τό θάνατό του. Πολλές ἐκκλησίες ἦταν ἀφιερωμένες σέ αὐτόν καί ἕξι ἀπό αὐτές ὑπάρχουν μέχρι σήμερα. 
Στό βίο του, ἡ μητέρα τοῦ Rumwold περιγράφεται σάν μία εὐλαβής Χριστιανή ἡ ὁποία, ὅταν παντρεύτηκε ἕνα παγανιστή βασιλιά, τοῦ εἶπε πώς δέν θά κάνη παιδί μαζί του ἄν δέν βαπτιστῆ Χριστιανός. Αὐτός βαπτίστηκε καί ἔπειτα ἡ μητέρα τοῦ Rumwold ἔμεινε ἔγκυος. Κάποτε τούς κάλεσε ὁ βασιλιάς Penda νά πᾶνε νά τόν ἐπισκεφτούν, ὅμως, ἡ μητέρα τοῦ Rumwold γέννησε κατά τή διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ καί τό μωρό μόλις γεννήθηκε φώναξε: “Εἶμαι Χριστιανός, εἶμαι Χριστιανός, εἶμαι Χριστιανός!”. Ἔπειτα ζήτησε νά βαπτιστῆ καί νά ὀνομαστῆ Rumwold καί μετά ἔκανε ἕνα κήρυγμα. Προφήτεψε τό θάνατό του καί εἶπε ποῦ ἐπιθυμοῦσε νά θαφτῆ τό σῶμα του, στό Buckingham»(https://orthodoxy-rainbow.blogspot.com/2017/04/rumwold.html).




<>




«Πώς ὁ Ἅγ. Aidan Ἐπίσκοπος τῆς Νήσου Lindisfarne τῆς Ἀγγλίας (+651), με τήν προσευχή του, ἔσωσε τήν βασιλική πόλι ὅταν τήν πυρπόλησε ὁ ἐχθρός (πρίν ἀπ᾽ τό 651).
Ἀκόμη ἕνα ἀξιοσημείωτο θαύμα τοῦ ἴδιου πατέρα ἀναφέρεται ἀπό πολλούς οἱ ὀποῖοι φαίνεται πώς γνωρίζουν γι᾽ αὐτό τό γεγονός. Γιατί τόν καιρό πού ἦταν Ἐπίσκοπος (ὁ Ἅγ. Aidan), ὁ ἐχθρικός στρατός τῶν ἀνθρώπων τῆς Mercia, ὑπό τίς διαταγές τοῦ Penda, μέ βιαιότητα λεηλάτησε τή γῆ τῆς Northumbria σέ κάθε σημεῖο, μέχρι καί τήν βασιλική πόλι ἡ ὁποῖα πῆρε τό ὄνομά της ἀπ᾽ τήν Bebba, ἡ ὁποῖα ἦταν προηγουμένως βασίλισσα ἐκεί. Ἀφοῦ δέν μπόρεσε νά τήν κατακτήση μέ πολιορκία, ἀποφάσισε νά τήν πυρπολήση. Ἀφοῦ κατέστρεψε ὅλα τά χωριά πού βρισκόντουσαν κοντά στήν πόλι, ἔφερε ἐκεῖ μία μεγάλη ποσότητα ἀπό δοκάρια, ξύλινα χωρίσματα, βέργες καί ἄχυρα μέ τά ὁποῖα περικύκλωσε τόν τόπο σέ μεγάλο ὕψος καί ὅταν εἶδε πώς ὁ ἄνεμος ἦταν κατάλληλος ἔβαλε φωτιά σέ αὐτά καί ἐπιχείρησε νά κάψη τήν πόλι. 
Εκεῖνο τόν καιρό, ὁ σεβάσμιος Ἐπίσκοπος Ἅγ. Aidan κατοικοῦσε στή Νήσο Farne, ἡ ὁποῖα βρίσκεται σχεδόν δύο μίλια μακρυά ἀπό τήν πόλι, καθώς ἐπιθυμοῦσε νά πηγαίνη συχνά ἐκεῖ γιά νά ἀπομονωθῆ καί νά προσευχηθῆ στήν ἡσυχία. Καί πράγματι, αὐτή ἡ ἀπομονωμένη κατοικία του ὑπάρχει μέχρι καί σήμερα στό νησί. Ὅταν εἶδε τίς φλόγες τῆς φωτιᾶς καί τόν καπνό ὁ ὁποῖος παρασερνόταν ἀπ᾽ τόν ἄνεμο καί ἀνέβαινε πάνω ἀπ᾽ τά τείχη τῆς πόλεως, λέγεται πώς ὕψωσε τά μάτια του καί τά χέρια του στόν οὐρανό καί φώναξε μέ δάκρυα: “Δές, Κύριε, τί μεγάλο κακό ἔκανε ὁ Penda!”. Αὐτές τίς λέξεις τίς πρόφερε μέ δυσκολία, ὅταν ὁ ἄνεμος ἀμέσως πνέοντας ἀπ᾽ τήν πόλι, ὁδήγησε πίσω τή φωτιά ἐπάνω σέ αὐτούς πού τήν εἶχαν ἀνάψει, μέ ἀποτέλεσμα νά πληγωθοῦν κάποιοι καί ὅλοι φοβισμένοι δέν ἐπιχείρησαν νά στραφοῦν ξανά ἐνάντια στήν πόλι τήν ὁποῖα προστάτευε τό χέρι τοῦ Θεοῦ.
Bede's Ecclesiastical History of England»(http://orthodoxy-rainbow.blogspot.com/2015/10/aidan-651.html).




<>











«Τή 10η Νοεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους, παρουσιάσθηκε στόν Ἅγ. Δημήτριο τοῦ Ρωστώφ ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ὀρέστης, τοῦ ὁποίου τόν Βίο εἶχε συντάξει ἐκείνη ἀκριβῶς τήν ἡμέρα, καί τοῦ εἶπε: “Ὑπέφερα περισσότερα βάσανα γιά τό Χριστό ἀπό ὅσα μνημονεύεις”. Τότε, τοῦ ἔδειξε μία βαθειά πληγή στήν ἀριστερή του πλευρά, λέγωντας: “᾿Ιδού, διά σιδήρου ἐγένετο τοῦτο”. Κατόπιν, ἅπλωσε τόν δεξιό του βραχίονα καί τοῦ ἔδειξε τίς φλέβες, οἱ ὁποῖες εἶχαν κατακοπῆ στό ὕψος τοῦ ἀγκῶνος, συμπληρώνωντας: “Νά, αὐτές κατεκόπησαν”. ῞Υστερα, τοῦ ἔδειξε ἀνάλογες πληγές στόν ἀριστερό βραχίονα, ἐπαναλαμβάνωντας τὰ ἴδια λόγια, μετά δέ τοῦ ἔδειξε τίς πληγές στά γόνατα, λέγωντας:
“Ταῦτα ἀπεκόπησαν”. ᾿Εν συνεχείᾳ, ἐστάθη ὄρθιος καί καταλήγωντας, τοῦ εἶπε: “Βλέπεις, λοιπόν, ὅτι ὑπέστην περισσότερα μαρτύρια ὅσων μνημονεύεις!”. ῾Ο ῞Ἅγ. Δημήτριος ἐκείνη τή στιγμή σκέφθηκε, ὅτι ἦταν ὁ Ἅγ. Ὀρέστης τῶν Ἁγ. Πέντε Μαρτύρων, τῶν ὁποίων ἡ μνήμη τιμᾶται τήν 13η Δεκεμβρίου, ὁ δέ Μάρτυς ἀπάντησε στό λογισμό του: “Δέν ἐἶμαι ὁ ᾿Ορέστης τῶν Ἁγίων Πέντε Μαρτύρων, ἀλλὰ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τιμᾶται σήμερα καί τοῦ ὁποίου τόν Βίο μόλις συνέταξες”»(https://proskynitis.blogspot.com/2011/10/28.html).


<>





Ὁ π. Νικόλαος Κουμεντάκης (+2021) λίγες ἡμέρες πρό τῆς φονικῆς φωτιᾶς τοῦ Ἰουλίου τοῦ 2018 [στό Μάτι Ἀττικῆς] ἔδωσε ἐντολή νά κοποῦν λίγα δένδρα πέριξ τοῦ ναοῦ και τοῦ κελλιοῦ του, ἰσχυριζόμενος ὅτι “ἔρχεται μεγάλη καταστροφή”. Τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ πληροφόρησε τό νοῦ τοῦ ἀγαθοῦ Γέροντος καί χάριν στήν ἐνέργειά του αὐτή γλίτωσε τό σπιτάκι τοῦ ἱερέως καί ὀ ναός ἀπ᾽ τήν καταστροφική μανία τῆς φωτιᾶς. Τήν ὥρα πού ξέσπασε ἡ φωτιά, τό ἀπόγευμα τῆς 23ης Ἰουλίου 2018, ὁ Γέροντας ἐξομολογοῦσε στό κελλάκι του πνευματικά του τέκνα πού εὐθύς ἀμέσως τόν φυγάδευσαν καί ἔτσι γλύτωσε ἡ ζωή του. Τό γέγονος αὐτό τόν ἔθλιψε ἀλλά δέν τόν κατέβαλε. Μέ τίς γεροντικές του δυνάμεις ἀγωνίστηκε γιά ἄλλη μιά φορά νά στηρίξη τό πληγωμένο του ποίμνιο. Συγκλονισμένος διηγήθηκε σέ πνευματικό του τέκνο μοναχή ὅτι “ἔβλεπε” ἔκθαμβος τίς ψυχές τῶ καμμένων ἀνθρώπων νά φεύγουν ἀπ᾽ τήν ζωή συνοδευόμενοι ἀπό Ἁγ. Ἀγγέλους. Μέσα στήν προσευχή του γιά τήν ἀνάπαυσι τῆς ψυχῆς τους, θεωροῦσε ὅτι ἐτελειώθησαν μαρτυρικῶς... (ΓΚ)


<>






π. Σ. Ρ.: «Ἕνα θαῦμα ἐκτυλίχθηκε στήν τοπική κοινωνία τοῦ Tennessee τῶν ΗΠΑ, μετά τό σαρωτικό πέρασμα ἀνεμοστρόβιλου.
Ἕνα ζευγάρι βρῆκε ζωντανό τό 4 μηνῶν μωρό του, ἐπάνω σ᾽ ἕνα δέντρο.
Ὅπως εἶπαν οἱ γονεῖς, ὁ ἀνεμοστρόβιλος δέν ἄφησε τίποτε ὄρθιο ἀπ᾽ τό σπίτι τους, μέ τούς ἴδιους καί τά δύο παιδιά τους νά τή γλιτώνουν μέ μερικές γρατσουνιές καί μώλωπες.
“Καθώς πλησίαζε ὁ ἀνεμοστρόβιλος, σήκωσε τήν κούνια μέ τό μωρό μου μέσα... ἦταν τό πρῶτο πράγμα πού σήκωσε στόν ἀέρα”, δήλωσε ἡ 22χρονη μητέρα.
Ὁ πατέρας βλέποντας τό σκηνικό, ὅρμησε νά προστατέψη τό παιδί του, ἀλλά κατέληξε νά τόν παρασέρνη καί τόν ἴδιο.
“Ἁπλά κρατιόταν ἀπ᾽ τήν κούνια ὅλη τήν ὥρα καί ἔκαναν κύκλους καί μετά τούς πέταξε”, περιέγραψε ἡ νεαρή μητέρα.
Ἀφοῦ πέρασε ὁ ἀνεμοστρόβιλος καί κατάφεραν οἱ δυό τους νά βγοῦν ἀπ᾽ τά συντρίμμια, ἄρχισαν νά ἀναζητοῦν τό μωρό τους. Τελικά τό βρῆκαν ἐπάνω σ᾽ ἕνα δέντρο, μέσα σέ κάτι πού περιέγραψαν ὡς κούνια.
“Νόμιζα ὅτι ἦταν νεκρό. Ἤμουν σίγουρη ὅτι ἦταν νεκρό καί ὄτι δέν θά τό βρίσκαμε... Ἀλλά εἶναι ἐδῶ, καί αὐτό χάρι στό Θεό”, δήλωσε ἡ μητέρα.
Σύμφωνα μέ τίς περιγραφές τους, τό μωρό ἦταν σάν νά εἶχε τοποθετηθῆ στό δέντρο ἀπό ἕνα “ἄγγελο”»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2023/12/blog-post_511.html).


<>


Ἀλέξης Ἀλεξάνδρου:
«Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού θά ψάξουν
νά βροῦν λουλούδια μέσα στά σκουπίδια.
Ἄνθρωποι πού μπροστά στήν καταιγίδα,
προσμένουν τό οὐράνιο τόξο μέ ἐλπίδα.

Ἄνθρωποι πού σέ κάθε δοκιμασία,
ἀναγνωρίζουν μιά νέα εὐκαιρία.
Πού πίσω ἀπό κλειστές πόρτες,
ἀτενίζουν τήν ἀπεραντοσύνη τοῦ Θεοῦ.

Ἄνθρωποι πού τήν καρδιά τους
ἔχουν κάνει μυστικά μιά ἐκκλησία
καί μέσα ἐκεῖ ἀχόρταγα γεύονται
οὐρανό καί Θ. Κοινωνία.

Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού τόν πόνο,
τόν μεταπλάθουν σέ εὐλογία,
τήν Σταύρωσι σέ ἀνάστασι,
καί τήν ἀνοικτή πληγή σέ αἰώνια ζωή.

Ὑπάρχουν ἄνθρωποι...
Ὑπάρχουν ἅγιοι...»(https://psihisangigmata.blogspot.com/2020/04/blog-post.html).

<>





Μαριγώ Ζαραφοπούλα: «Νά γιατί ὁ Θεός κρατεῖ τά κεραμίδια ἀκόμα ἐπάνω ἀπ᾽ τό κεφάλι μας!
Μία ἡμέρα ἕνας ταχυδρόμος χτύπησε τήν πόρτα ἑνός σπιτιοῦ. 
Μία παιδική φωνή ἀκούστηκε πίσω ἀπ᾽ τήν πόρτα νά λέη:
—Ἀμέσως, παρακαλῶ περιμένετε λίγο!
Μετά ἀπό λίγα λεπτά ὁ ταχυδρόμος ἄρχισε νά χτυπᾶ ξανά τήν πόρτα. Ἡ φωνή ἑνός μικροῦ κοριτσιοῦ ἀκούστηκε πίσω ἀπ᾽ τήν πόρτα:
—Ἄν βιάζεστε, ἀφῆστε τά γράμματα στό χαλάκι.
Ὁ ταχυδρόμος ἀπάντησε:
—Ἔχετε μιά ἐπιστολή πού ἀπαιτεῖ τήν ὑπογραφή σας. Θά περιμένω.
Ἤδη θυμωμένος, ὁ ταχυδρόμος νόμιζε ὅτι θά τοῦ ἔλεγε κάτι. Πέρασε λίγη ὥρα μέχρι νά ἀνοίξη ἡ πόρτα. 
Ὅλος του ὁ θυμός ἔσβησε ἀμέσως. 
Ἕνα κοριτσάκι μέ καροτσάκι, χωρίς πόδια, ἀλλά μέ γουρλωμένα μάτια, τόν παρακολουθοῦσε. 
Ὁ ταχυδρόμος τῆς ἔδωσε τό γράμμα καί τῆς ζήτησε νά ὑπογράψη. 
Μετά ἀπό αὐτό ἔφυγε. Τό κοριτσάκι χαμογέλασε καί εἶπε:
—Σᾶς ἐὐχαριστοῦμε γιά τήν ὑπομονή σας. Καλημέρα.
Μετά ἀπό ἕνα μῆνα ὁ ταχυδρόμος συνέχισε νά παραδίδη τήν ἀλληλογραφία. 
Κάθε φορά χτυποῦσε τήν πόρτα καί περίμενε ὑπομονετικά νά φτάση τό κοριτσάκι καί μετά ἔφευγε. 
Ἄρχισε νά τοῦ κάνη περισσότερες ἐρωτήσεις: 
—Πῶς σέ λένε; Σοῦ ἀρέσει αὐτό πού κάνεις; Ἔχεις παιδιά; Πόσα γράμματα πρέπει νά παραδώσης σήμερα;
Σταδιακά ὁ ταχυδρόμος ἄρχισε νά ἀπαντᾶ καί νά τοῦ χαμογελᾶ.
Τήν ρώτησε γιά τά πόδια της, ἀλλά ἐκείνη δέν θύμωσε καί τοῦ ἀπάντησε χαμογελώντας:
—Δέν μπορῶ νά περπατήσω γιατί γεννήθηκα χωρίς αὐτά, ὁ μπαμπάς λέει πάντα ὅτι ἡ καρδιά μου εἶναι τόσο μεγάλη πού ἔχει τά δικά της πόδια. 
Κάθε μῆνα βάζω χρήματα σέ αὐτόν τόν κουμπαρά καί ὅταν γεμίση ὁ μπαμπάς θά μοῦ ἀγοράση προσθετικά πόδια καί θά μπορῶ νά περπατήσω κι ἐγώ.
Ἔγιναν καλοί φίλοι. Ὅταν ἦρθε τό φθινόπωρο οἱ βροχές γίνονταν ὅλο καί πιό συχνές καί σέ μιά καταρρακτώδη βροχόπτωσι, ὁ ταχυδρόμος περίμενε βρεγμένος ἔξω ἀπ᾽ τήν πόρτα.
Ὅταν ἔφυγε, τό κοριτσάκι κατάλαβε ὅτι τά παπούτσια του ἦταν σάπια. Τήν ἑπόμενη μέρα τόν εἶδε μέ τό ἴδιο ζευγάρι παπούτσια.
Μετά ἀπό μιά ἑβδομάδα τό ἴδιο.
Ὅταν πλησίαζαν τά Χριστούγεννα, ὁ ταχυδρόμος ἀποφάσισε νά μήν πάη μέ ἄδεια χέρια καί ἀγόρασε ἕνα κουτί καραμέλες, χτύπησε τήν πόρτα, τό κοριτσάκι του ἄνοιξε καί ἔλαβε τό κουτί μέ τά ζαχαρωτά μαζί μέ τό γράμμα. 
Ἦταν τόσο ἐνθουσιασμένη. Γύρισε καί στό τραπέζι πίσω της ἦταν ἕνα μεγάλο κουτί καί μερικά κομμάτια πορσελάνης. 
Ζήτησε ἀπ᾽ τόν ταχυδρόμο νά πάρη τό κουτί στό σπίτι του.
—Δέν μπορῶ νά δεχτῶ κάτι τέτοιο.
—Νόμιζα ὅτι ἤμασταν φίλοι, ἄν δέν δεχτῆς, θά στεναχωρηθῶ πολύ τά Χριστούγεννα.
Στό ἄκουσμα αὐτό ὁ ταχυδρόμος πῆρε τό δῶρο καί ἔφυγε, ἀφοῦ τό εὐχαρίστησε καί τοῦ εὐχήθηκε.
Ὅταν ἄνοιξε τό κουτί, μέσα ἦταν ἕνα καινούργιο ζευγάρι πανάκριβες μπότες καί ἕνα σημείωμα: “Για τόν καλό μου φίλο! Τώρα θά μπορῆς νά περπατᾶς μέ στεγνά πόδια”.
Τά μάτια τοῦ ταχυδρόμου ἄρχισαν νά γεμίζουν δάκρυα καί συνειδητοποίησε ὅτι τά θραύσματα δίπλα στό κουτί ἦταν ἀπ᾽ τόν κουμπαρά καί ὅτι τό κοριτσάκι εἶχε ξοδέψει ὅλα τά χρήματά της σέ αὐτό τό ζευγάρι μπότες.
Τήν ἑπόμενη μέρα πῆγε στό ἀφεντικό του καί τοῦ εἶπε:
—Κύριε, ἀλλάξτε μου διαδρομή. Αὐτό τό παιδί ἐγκατέλειψε τό ὄνειρό του νά περπατήση γιά νά βάλη παπούτσια στά ὑγιή μου πόδια καί δέν μπορῶ νά τά δώσω πίσω ὅσο κι ἄν τό θέλω.
Ὅταν τό ἀφεντικό ἄκουσε γιά αὐτή τή σπουδαία χειρονομία ἀπό ἕνα παιδί, ὀργάνωσε ἕνα ἔρανο.
Τήν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων ὁ ταχυδρόμος χτύπησε τήν πόρτα, ἡ πόρτα ἄνοιξε γρήγορα αὐτή τη φορά, ὁ πατέρας βγῆκε μέ τό κοριτσάκι στήν ἀγκαλιά του.
Δέν ἦταν μόνο ὁ ταχυδρόμος, ἀλλά τό ἀφεντικό καί ὅλοι οἱ ταχυδρόμοι τῆς πόλεως.
Τό κοριτσάκι χαμογελοῦσε καί ξαφνιάστηκε μέ αὐτό πού εἶδε. 
Ὁ ταχυδρόμος ἔφερε ἕνα κουτί πού ἔδωσε στόν πατέρα καί ἕνα σημείωμα στό κοριτσάκι.
Στό κουτί ὑπῆρχαν προσθετικά πόδια γιά νά περπατήση τό κοριτσάκι καί τό σημείωμα ἔλεγε: 
“Γιά τήν καλύτερή μας φίλη, τώρα θά μπορῆς νά περπατήσης, ἀλλά ἡ καρδιά σου εἶναι τόσο μεγάλη πού ἔχει τά δικά της πόδια, ἕτοιμη νά τρέξη γιά νά κάνη καλό ἀκόμα καί σ᾽ ἕνα ταχυδρόμο”.
Ἑπομένως...
Σέ ὅποια κατάστασι κι ἄν βρίσκεσαι, ἄν ἔχης καρδιά γεμάτη ἀγάπη, χαμόγελο στά χείλη καί ζεστό λόγο, οἱ γύρω σου θά πλουτίσουν. Δίνετε ἔλεος στούς ἀνθρώπους, καί κοιτάξτε τους μέ ἀγάπη!»(https://odysseiatv.blogspot.com/2023/11/blog-post_224.html).


<>



«Κάποια εὐσεβής μάνα, συνόδευσε τό παιδί της, πού πήγαινε νά μπῆ ὡς ἐσωτερικός μαθητής σέ ἕνα Γυμνάσιο, μέ τά ἐξῆς λόγια:
“Μήν λησμονεῖς ποτέ παιδί μου, ὅτι εἶσαι πάντα τρίτος”.
Τό παιδί, γιά νά θυμᾶται πάντα καί καθημερινῶς τή συμβουλή τῆς μάνας του, ἔγραψε μέ ὡραία γράμματα σ᾽ ἕνα χαρτόνι: “εἶμαι τρίτος”, καί τό κρέμασε στό δωμάτιό του.
Στό μεταξύ προόδευσε καί ἀρίστευσε στό Γυμνάσιο τόσο, πού βραβεύτηκε ὠς ὁ καλύτερος μαθητής τοῦ Γυμνασίου.
Τό βράδυ, τόν ἐπισκέφτηκε ἕνας φίλος του καί μόλις εἶδε τό χαρτόνι, τοῦ εἶπε:
—Τώρα εἶσαι πιά πρῶτος! Δέν εἶσαι τρίτος ὅπως σοῦ εἶπε ἡ μητέρα σου. Κατέβασε, λοιπόν, αὐτό τό χαρτόνι!
Ὁ ἀριστεύσας μαθητής χαμογέλασε καί τοῦ εἶπε:
—Φίλε μου, ἄλλο εἶναι τό νόημα αὐτοῦ τοῦ χαρτονιοῦ. Ἡ μάνα μου ἐννοοῦσε, ὅτι πρῶτα νά σκέφτομαι τό Θεό, μετά τούς ἄλλους καί τρίτο τόν ἑαυτό μου»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>






«Σέ μία φυλή Ἰνδιάνων, κάποιος ἔκλεβε κοτόπουλα. Ὁ ἀρχηγός διέταξε ὅτι ἄν πιαστῆ ὁ παραβάτης νά χτυπιόταν μέ 10 μαστιγιές.
Ὅταν ἡ κλοπή συνεχίστηκε τό ἀνέβασε σέ 20 μαστιγιές. Παρόλο αὐτά τά κοτόπουλα ἐξαφανίζονταν μεθοδικά.
Γεμάτος θυμό, ὁ ἀρχηγός ἀνέβασε τήν ποινή σέ 100 μαστιγιές μία σίγουρη ποινή θανάτου.
Ὁ κλέφτης τελικά πιάστηκε. Ἀλλά ὁ ἀρχηγός βρέθηκε ἀντιμέτωπος μέ ἕνα τρομερό δίλημμα. Ὁ κλέφτης ἦταν ἡ ἴδια του ἡ μητέρα.
Ὅταν ἦρθε ἡ μέρα τῆς ἐκτελέσεως τῆς ποινῆς, συγκεντρώθηκε ὁλόκληρη ἡ φυλή. Θά ὑπερίσχυε ἡ ἀγάπη τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς δικαιοσύνης;
Τό πλῆθος παρακολουθοῦσε μέ κομμένη τήν ἀνάσα ὅταν διέταξε νά δεθῆ ἡ μητέρα του στόν πάσαλο τῶν μαστιγώσεων.
Ὁ ἀρχηγός ἔβγαλε τό πουκάμισό του, ἀποκαλύπτοντας τό δυνατό ἀνάστημά του, καί πήρε τό μαστίγιο στό χέρι.
Ἀλλά ἀντί νά τό σηκώση καί νά χτυπήση τήν πρώτη μαστιγιά, τό ἔδωσε σέ ἕνα δυνατό νεαρό Ἰνδιάνο πού στεκόνταν στό πλευρό του.
Ἀργά ὁ ἀρχηγός πλησίασε τή μητέρα του καί τήν ἔσφιξε μέ τά δυνατά του χέρια μέσα στήν ἀγκαλιά του. Κυκλώνοντάς τήν ὁλοσχερῶς!
Ὕστερα διέταξε τό νεαρό νά χτυπήση μέ 100 μαστιγιές.
Αὐτό ἀκριβῶς ἔκανε καί ὁ Ἰησούς Χριστός γιά ὅλους μας.
Γεμάτος ἀγάπη ἔγινε ὁ δικός μας ἀντικαταστάτης καί πέθανε στή δικιά μας θέσι.
Ὑπερνίκησε τήν ἀνικανότητά μας νά σώσουμε τούς ἐαυτούς μας πληρώνοντας Αὐτός τό ἀντίτιμο γιά τίς ἁμαρτίες μας»(Ἠλίας Καλλιώρας, facebook.com).
«Μέ ρώτησε κάποιος ἀδελφός:
—Γιατί ὁ κόσμος πάει πρός τό χειρότερο, γιατί συμβαίνουν ἀρρώστιες, πόλεμοι, φτώχια ἐξαθλίωσι, διαχωρισμοί, διαφθορά, πανδημίες, ἀποστασία, σκοτωμοί. Γιατί σέ τέτοιο βαθμό ὅλα αὐτά στις μέρες μας;
Ἡ ἀπάντησι εἶναι πολύ ἁπλή:
—Ὁ κόσμος ξέχασε νά ζῆ ὅπως ὁρίζει ἡ Κ. Διαθήκη, ξέχασε τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Θές ἕνα παράδειγμα; Βάλε σέ μιά κεντρική πλατεία δύο τραπεζάκια κολλητά μέ μιά ἐπιγραφή “Δωρεάν”, στό ἕνα βάλε λεφτά στό ἄλλο τήν Κ. Διαθήκη, ποιό τραπεζάκι πιστεύεις ἀδελφέ ὅτι θά ἀδειάση πρῶτο καί πιό γρήγορα; Τήν ἀπάντησι τήν ξέρεις!»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>





Ἅγ. Λουκάς Κριμαίας: «Ὅλοι σας πρέπει νά εἶστε φῶς μέσα στό σκοτάδι. Τό φῶς μπορεῖ νά ἔχη διάφορες μορφές. Μπορεῖ νά εἶναι σάν τό φῶς τοῦ ἡλίου, μπορεῖ σάν τῆς σελήνης ἤ τῶν ἄστρων. Μπορεῖ νά εἶναι ἀδύναμο σάν τό φῶς τοῦ κεριοῦ ἤ μιᾶς λάμπας. Καί ὅμως ὅλα αὐτά εἶναι φῶς, εἶναι εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Καί τό ἀσθενέστερο φῶς εἶναι εὐάρεστο στό Θεό. Μέ τέτοιο φῶς μπορεῖ ὁ καθένας νά φωτίζη τό σκοτάδι πού ὑπάρχει γύρω. Μέ τήν ἀγάπη, τήν τρυφερότητα, τήν εὐσπλαγχνία καί τήν εὐλάβειά σας μπορεῖτε καί πρέπει νά λάμπετε μέσα σ᾽ αὐτό τόν κόσμο»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>





Ἅγ. Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης: «Ὅποιος μετανοεῖ ἀληθινά, εἶναι ἕτοιμος νά ὑπομείνη κάθε θλίψι, πεῖνα, καί γυμνότητα, κρύο καί ζέστη, πόνο καί φτώχεια, ἐξουθένωσι καί ἐξορία, ἀδικία καί συκοφαντία. Γιατί ἡ ψυχή του ὑψώνεται πρός τό Θεό καί δέν μεριμνᾶ γιά τά γήϊνα, ἀλλά προσεύχεται στό Θεό μέ καθαρό νοῦ. Ὅποιος, ὅμως, εἶναι προσκολλημένος σέ περιουσίες καί χρήματα, αὐτός ποτέ δέν μπορεῖ νά ἔχη καθαρό νοῦ γιά τό Θεό, ἐπειδή στό βάθος τῆς ψυχῆς του φωλιάζει ἔμμονη ἡ μέριμνα τί νά κάνη μέ αὐτά. Καί ἄν δέν μετανοήση καθαρά καί δέν λυπηθῆ πού ἁμάρτησε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, θά πεθάνη αἰχμάλωτος στό πάθος, χωρίς νά γνωρίση τόν Κύριο»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>






Δημήτριος Παναγόπουλος, ἰεροκήρυκας: «Εἶναι πολλοί ἐκεῖνοι, πού ἀντί νά πᾶνε στήν ἐκκλησία τήν Κυριακή, πηγαίνουν ἐκδρομές, ἀνεβαίνουν βουνά, πάνε γιά κυνήγι, ἐξασκοῦν γιά ψυχαγωγία διάφορα sports κ.ἄ..
Τό πόσο κακό κάνουν στήν ψυχή τους, θά τό καταλάβουν τήν ἡμέρα πού θά δώσουν λόγο στό Θεό.
Μία Κυριακή ἔχουμε γιά νά ξεσκάσουμε καί ἐμεῖς, λένε.
Ὅλη τήν ἑβδομάδα στή δουλειά καί τήν Κυριακή τήν ἀφιερώνουν στά sports καί ὄχι στό Θεό. Ἀλλά ἔχουν καί τή συνήθεια νά ἐπισκέπτωνται καί νά ἀνάβουν τό κεράκι τους στό ἐξωκκλήσι τῆς Ἁγ. Βαρβάρας καί τοῦ Ἁγ. Γεωργίου, ὅποτε τούς βρεθῆ ἡ εὐκαιρία.
Αὐτούς, τούς κοροϊδεύει ὁ διάβολος, γιατί χωρίς ἐξομολόγησι, χωρίς μετάνοια καί χωρίς ἐκκλησιασμό, αὐτές οἱ πράξεις εἶναι ἀνώφελες καί δέν τίς λαμβάνει ὁ Θεός ὑπόψην»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>





«Ὁ πατέρας μου ἔχει μελίσσια.
Σήμερα πῆγα νά τόν δῶ καί μοῦ ἔδειξε τό μέλι πού εἶχε πάρει ἀπ᾽ τίς κυψέλες. Ἔβγαλε τό καπάκι ἑνός δοχείου 20 λίτρων γεμάτο μέλι καί πάνω στό μέλι ὑπήρχαν τέσσερεις μικρές μέλισσες, πού ἀγωνίζονταν. ῀Ηταν καλυμμένες μέ τό κολλῶδες μέλι καί πνίγονταν.
Τόν ρώτησα ἄν μπορούσαμε νά τίς βοηθήσουμε καί εἶπε ὅτι ἦταν σίγουρος ὅτι δέν θά ἐπιζήσουν. Παράπλευρα θύματα τῆς συλλογῆς μελιοῦ ὑποθέτω.
Τόν ξαναρώτησα ἄν μπορούσαμε τουλάχιστον νά τίς βγάλουμε καί νά τίς σκοτώσουμε γρήγορα, ἄλλωστε ἦταν αὐτός πού μέ ἔμαθε νά βγάζω ἀπό τή δυστυχία ἕνα ζῶο (ἤ ζωύφιο) πού ὑποφέρει. Τελικά τό παραδέχτηκε καί ἔβγαλε τίς μέλισσες ἀπό τόν κουβά. Τίς ἔβαλε σ᾽ ἕνα ἄδειο κεσεδάκι γιαουρτιοῦ καί ἔβγαλε τό πλαστικό δοχεῖο ἔξω.
Ἐπειδή εἶχε διαταράξει τήν κυψέλη μέ τήν προηγούμενη συλλογή μελιοῦ, ὑπῆρχαν μέλισσες πού πετοῦσαν παντοῦ ἔξω. Βάλαμε τά τέσσερα μικρά μελισσάκια μέ τό δοχεῖο σ᾽ ἕνα παγκάκι καί τά ἀφήσαμε στήν τύχη τους.
Ὁ πατέρας μου μέ φώναξε λίγο ἀργότερα γιά νά μου δείξει τι συνέβαινε. Αὐτές οἱ τέσσερεις μικρές μέλισσες περιβάλλονταν ἀπό ὅλες τίς ἀδελφές τους (ὅλες οἱ μέλισσες εἶναι θηλυκές) καί καθάριζαν τίς κολλώδεις σχεδόν νεκρές μέλισσοῦλες, βοηθώντας τις νά βγάλουν ὅλο τό μέλι ἀπ᾽ τό σῶμα τους.
Ἐπιστρέψαμε λίγο ἀργότερα καί εἶχε μείνει μόνο μιά μικρή μέλισσα στό δοχεῖο. Τήν φρόντιζαν ἀκόμη οἱ ἀδελφές της.
Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα νά φύγω, ἐλέγξαμε μιά τελευταία φορά καί οἱ τέσσερεις μέλισσες εἶχαν καθαριστῆ ἀρκετά ὥστε νά πετάξουν μακρυά καί τό δοχεῖο ἦταν ἄδειο.
Αὐτές οἱ τέσσερεις μικρές μέλισσες ζοῦσαν ἐπειδή ἦταν περιτριγυρισμένες ἀπό οἰκογένεια καί φίλους πού δέν τά παρατοῦσαν, οἰκογένεια καί φίλους πού ἀρνήθηκαν νά τίς ἀφήσουν νά πνιγούν στό δικό τούς κολλῶδες καί ἀποφάσισαν νά βοηθήσουν μέχρι νά ἀπελευθερωθῆ καί ἡ τελευταία μικρή μέλισσα.
Bee Sisters.
Bee Peers.
Bee Teammates.
 Ὅλοι θά μπορούσαμε νά μάθουμε ἕνα ή δύο πράγματα ἀπό αὐτές τίς μέλισσες.
 Πάντα εὐγενική μέλισσα.
(Γούεντι)»(Σάν Χάδι, fb).

<>






Ἀρχιμ. Ἰωάννης Κωστώφ, Καλοί Λιμένες:

1. Τερτυλλιανός: «Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί συναθροιζόμαστε στή θεία λατρεία σάν στρατός γιά νά πολιορκήσουμε τό Θεό μέ τίς προσευχές μας»(στό: ἡμερ. Αη).

<>

2. Γράφει ὁ Κ. Κούρκουλας: «Λένε: τό πᾶν εἶναι ἡ ὑγεία!
Πρέπει νά ποῦμε ὅτι κατ᾽ ἀρχήν εἶναι σωστό...
Γιατί δίχως τήν ὑγεία εἶναι κανείς σάν ἕνα πιανίστα, χωρίς τό πιάνο του· εἶναι καταδικασμένος στή σιωπή, παρόλη τήν ἀξία τήν ὁποία ἔχει.
Ἀλλά “τό πᾶν εἶναι ἡ ὑγεία”, εἶναι λάθος γιατί συμβαίνει συχνά ἀνάμεσα στούς ἀσθενεῖς, νά βρίσκουμε τίς πιό ἀξιοθαύμαστες ζωές.
Καί δέν εἶναι σπάνιο, οἱ ἀσθενεῖς νά εἶναι ἡ ὑγεία τοῦ κόσμου.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ ὑγεία εἶναι ἕνα τίποτε, ὅταν δέν ἔχης τίποτε ἄλλο παρά μόνο ὑγεία. Πρέπει, λοιπόν, νά παρακαλοῦμε γιά μιά ὑγεία ὁλοκληρωμένη, ἀπ᾽ τά πόδια ὥς τό κεφάλι, ἀλλά ἐπίσης καί γιά ἐκείνη πού πάει ὥς τήν καρδιά κι ὥς τό πνεῦμα. Καί νά μήν καμαρώνουμε ἐκείνους πού ἔχουν μόνο “σιδερένια ὑγεία”· ἐκεῖ, συχνά ἀναπτύσσεται ἡ σκουριά!!!»(ἡμερ. Αη).

<>

3. Μικρές ἀλήθειες: «Οἱ εὐτυχισμένοι πρέπει νά ξέρουν ὅτι ὅσο πιό γεμάτο τό ποτήρι τόσο πιό εὔκολα χύνεται»(ἡμερ. Αη).
«Ἤξερε τά πάντα γιά τή χριστιανική πίστι, ἐκτός ἀπ᾽ τόν τρόπο νά τή ζῆ»(ἡμερ. Αη).
«Ὅταν λές τά μυστικά σου στόν ἄνεμο, δέν μπορεῖς, ὅταν μαθευτοῦν, νά τά βάζης μέ τά δέντρα»(ἡμερ. Αη).

<>

4. Ἀναφέρει ὁ Μητροπολίτης Ἀντώνιος Bloom: «Πρίν λίγο καιρό, γύρισα ἀπ᾽ τήν Ἀμερική, ὅπου κάποιος διεκήρυττε τήν ἑτοιμότητά του νά δώση τή ζωή του γιά τούς πεινασμένους καί τούς ἐμπερίστατους· τόν ρώτησα, λοιπόν, γιατί, ἀφοῦ ἦταν μανιώδης καπνιστής, δέν ἐστερεῖτο ἁπλῶς ἕνα κουτί τσιγάρα γιά τό σκοπό αὐτό»(BL, 50).

<>

5. Γράφει ὁ Charles Higham: «Ἴσως μέχρι κι αὐτός [ὁ πολυεκατομμυριοῦχος Howard Hughes], παρόλο πού ἦταν ἄθεος, νά προσευχόταν ἐκείνη τή στιγμή [μιᾶς δύσκολης προσγειώσεως]»(C, 168).

<>

6. «Μιά πετρωμένη καρδιά δέν εἶναι πιά καρδιά ἀλλά ἕνα σκουπίδι»(στό: R, 207).

<>

7. Σοφοκλῆς: «Ἡ μόνη δύναμι, πού δέν δέχεται δῶρα εἶναι ὁ θάνατος»(στό: ἡμερ. Αη).

<>

8. Σκόρπιες ἀλήθειες: «Ἡ ἀγάπη καί ἡ φιλία μοιάζουν μέ τούς τραπεζικούς λογαριασμούς. Δέν μπορεῖς μόνο νά εἰσπράττης. Πρέπει καί νά καταθέτης»(ἡμερ. Αη).
«Ἕνας ἀναιδής μπορεῖ νά ὑποκριθῆ τόν εὐγενικό, ἕνας, ὅμως, εὐγενικός δέν μπορεῖ ποτέ νά ὑποκριθῆ τόν ἀναιδῆ»(ἡμερ. Αη).
«Ὁ Θεός ἄλλους μέν σώζει ἐκ τοῦ θανάτου, ἄλλους σώζει διά τοῦ θανάτου. Στούς πρώτους χαρίζει τή ζωή, στούς δεύτερους τήν αἰωνιότητα»(ἡμερ. Αη).

<>

9. Ἱστορεῖ ἡ Εἰρήνη Κοσμᾶ: «Στίς 16:03 ἐκείνης τῆς ἀποφράδας ἡμέρας [τῆς μάχης τοῦ Βατερλώ], 5.000 ἄνδρες τοῦ ἐλαφροῦ ἱππικοῦ τῶν Γάλλων ἐπιτέθηκαν στό Πυροβολικό τοῦ ἐχθροῦ καί τό κατέλαβαν μέσα σέ λίγα λεπτά. Οἱ Γάλλοι ἔπρεπε ἁπλῶς νά ἀχρηστεύσουν τά ὅπλα τῶν Ἄγγλων. Γιά νά τό πετύχουν, ἀκολούθησαν ἕνα πολύ διαδεδομένο γιά ἐκείνη τήν ἐποχή σχέδιο. Ἔπρεπε νά μπήξουν ἕνα καρφί στόν ἐκπυρσοκροτητή τοῦ κανονιοῦ, στήν τρύπα ἀπ᾽ τήν ὁποία περνοῦσε τό φιτίλι. Ἡ ἀτυχία τους ἦταν παροιμιώδης. Ὅλα τά καρφιά καί τά σφυριά ἔμειναν στά δισάκια ἀπ᾽ τίς σέλες τῶν ἀλόγων, τά ὁποῖα εἶχαν σκοτωθῆ κατά τή διάρκεια τῆς ἐφόδου. Τά κανόνια ἔμειναν ἀνέγγιχτα καί οἱ Ἄγγλοι κατάφεραν νά τά χρησιμοποιήσουν. Ἀκολούθησε ἡ ἄφιξι τῶν ξεκούραστων δυνάμεων τῶν Πρώσσων στό πεδίο τῆς μάχης. Ὁ Ναπολέων εἶχε ἡττηθῆ»(στό περ. Fo, τεῦχ. 68, 87).
Ὁ Θεός ἐπεμβαίνει στήν πορεία τῶν πραγμάτων.

<>

10. «Ἡ Ἐκκλησία εὔχεται: Τά καλά καί συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν. Πολλοί τό μεταφέρουν: Τά καλά καί συμφέροντα στίς... τσέπες ἡμῶν. Μέ ἀποτέλεσμα νά μένουν ἄδειες καί οἱ δύο»(ἡμερ. Αη).

<>

11. «“Ἐκεῖνος πού δοκίμασε ἕνα κόκκο μουστάρδας, γνωρίζει καλύτερα τή γεῦσι της ἀπό ἐκεῖνον πού εἶδε ἕνα ὁλόκληρο φορτίο ἐλέφαντα ἀπ᾽ αὐτήν”(ἰνδική παροιμία)»(στό: YR, 52).

<>

12. «“Ὅταν καί τό τελευταῖο δένδρο κοπῆ, ὅταν καί ὁ τελευταῖος ποταμός θά ἔχη μολυνθῆ καί θά ἔχη πιασθῆ τό τελευταῖο ψάρι, τότε μόνο θά ἀνακαλύψης πώς δέν τρώγονται τά χρήματα”(Σοφά λόγια τῆς φυλῆς [Ἰνδιάνων] Cree)»(HC, 108).
Σωστό.

<>

13. Μικρές ἀλήθειες: «Στό Θεό πιστεύουν μόνο ὅσοι Τόν κλείνουν μέσα τους»(ἡμερ. Αη).
«Ὅσοι ξεκινοῦν, φθάνουν κάπου. Μόνο οἱ ναυαγοί περιμένουν»(ἡμερ. Αη).
«Δέν ὑπάρχει φτωχότερος ἄνθρωπος στόν κόσμο ἀπό ἐκεῖνον πού ἔχει πλούτη πολλά καί τίποτε ἄλλο»(ἡμερ. Αη).

<>

14. «Μιά ζωή στερημένη ἀπό ἀγάπη εἶναι λουλούδι πού ἀνθίζει στήν ἐρημιά καί κανείς δέν χαίρεται τήν εὐωδία του»(στό: HC, 90 ἔνθ.).

<>

15. Schiller (Τό Τραγούδι τῆς Καμπάνας τῆς Ἐκκλησίας): «Κάθε προσπάθεια ἀνθρώπινη, γιά νά ἔχη ἐπιτυχία
χρειάζεται τοῦ Οὐρανοῦ πάντως τήν Εὐλογία»(στό: ΧΛ, 83).

<>

16. Ὁ Howard Hughes «παθιάσθηκε μέ τό strudel μήλου. Ἐπειδή, ὅμως, δέν τοῦ ἄρεσε τό strudel τοῦ Desert Inn, ἤθελε νά τοῦ παίρνουν strudel ἀπ᾽ τό ξενοδοχεῖο Sands. Ὅμως δέν ρίσκαρε νά μείνη μόνος του, γιά ὅσο οἱ βοηθοί του θά πήγαιναν νά τοῦ πάρουν τό strudel, καί ἔστελνε ταπεινωτικά, μέ τήν ἀπειλή τῆς ἄμεσης ἀπολύσεως ἄν ἀρνιόταν, τό chef τοῦ Desert Inn, νά πάρη strudel ἀπ᾽ τόν ἀνταγωνιστή chef τοῦ Sands»(C, 295).
Ἰδιοτροπίες τῶν ἑκατομμυριούχων.

<>


17. Σκόρπιες ἀλήθειες: «Ὅταν τοῦ λύκου τοῦ πέσουν τά δόντια, ἡ γίδα τοῦ βγάζει τή γλῶσσα»(ἡμερ. Αη).
«Ὅποιος σκοντάψη καί δέν πέση, κερδίζει μερικά βήματα πρός τά μπρός»(ἡμερ. Αη).
<>

18. «Carpe Diem: “Ἄδραξε τή μέρα”, στίχος ἀπ᾽ τίς Ὠδές τοῦ Ὁρατίου)»(S, 128).
<>


19. «Ὁ Θεός θέλει τίς ἀπαρχές τῆς ζωῆς μας. Τά καλύτερα καί πιό ἀποδοτικά μας χρόνια. Κάποιος —καμαρώνοντας— ἔλεγε:
—Δέν θά πάρω σύνταξι; Θά τρέχω...
Καί τοῦ δόθηκε ἡ ἀπάντησι, εἰλικρινής καί ἴσως σκληρή:
—Ναί, θά τρέχης... Ἀπό γιατρό σέ γιατρό καί ἀπό φαρμακεῖο σέ φαρμακεῖο. Φτωχέ μου, θά ἔχης γεράσει. Θά ᾽σαι ὑπόλοιπο. Τίς ἀπαρχές σου θέλει ὁ Θεός»(Π, 72).
<>

20. Ὁ Μητροπ. Sourohz Anthony Bloom ἀναφέρει κάτι ἀπό τήν ἰατρική του ἐμπειρία: «Κάποιος στρατιώτης, νεαρός πατέρας πού ἄφηνε πίσω του γυναῖκα καί σπιτικό, μοῦ εἶπε: “Ἀπόψε θά πεθάνω. Λυπᾶμαι πού θά ἀφήσω τή γυναῖκα μου μόνη της, μά δέν μπορῶ νά κάνω κάτι γι᾽ αὐτό. Φοβᾶμαι, ὅμως, τόσο πολύ νά πεθάνω μόνος μου”. Καί τότε τοῦ εἶπα πώς δέν πρόκειται νά πεθάνη μόνος του· τοῦ εἶπα πώς θά καθίσω μαζί του καί πώς γιά ὅσο θά ἔχη τίς αἰσθήσεις του καί θά μπορῆ νά μέ ἀντιληφθῆ ἀνοίγοντας τά μάτια του ἤ μιλώντας, δέν πρόκειται νά τόν ἀφήσω. Τό ἔκανα, κι ἐκεῖνος κρατοῦσε τό χέρι μου καί κάθε τόσο τό ἔσφιγγε γιά νά σιγουρευθῆ πώς ἤμουν ἀκόμα ἐκεῖ. Μείναμε σέ αὐτή τή στάσι, καί ἐκεῖνος πέθανε γαλήνια γλυτώνοντας τή μοναξιά τοῦ θανάτου»(BS, 99).
<>


21. Σκόρπιες ἀλήθειες: «Ὁ “ἄθεος” δέν εἶναι ἐχθρός. Εἶναι ἕνας ἱεραποστολικός ἀγρός. Μήν τόν λιθοβολῆς· καλλιέργησέ τον»(ἡμερ. Αη).
«Φθηνό εἶναι τό τυρί τῆς φάκας, πού δέν ἀξίζει τίποτε, ἀλλά κοστίζει ἀκριβά. Τήν ἐλευθερία»(ἡμερ. Αη).
«Τό ἀηδόνι τά καλύτερα τραγούδια του τά τραγουδάει τή νύχτα στό σκοτάδι. Καί οἱ εὐσεβεῖς ψυχές τό καλύτερο ἄσμα τους στό σκοτάδι τῆς δοκιμασίας»(ἡμερ. Αη).
<>



Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ, εκδόσεις Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός


<>


Total Pageviews

Welcome...! - https://gkiouzelisabeltasos.blogspot.com